Για δύο συνεχόμενες χρονιές η Χρυσή Άρκτος, το κορυφαίο βραβείο της Μπερλινάλε, απονέμεται σε ντοκιμαντέρ.
Φέτος στο Dahomey της Γαλλο-Σενεγαλέζας κινηματογραφίστριας Ματί Ντιόπ, ένα ντοκιμαντέρ για την επιστροφή στην Αφρική κλεμμένων έργων τέχνης και συγκεκριμένα των λεγόμενων «Μπρούτζινων του Μπενίν», που αποτελούσαν σημαντικά εκθέματα κορυφαίων συλλογών, μεταξύ άλλων στο Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο, στο Musée du Quai Branly του Παρισιού, το Humboldt Forum στο Βερολίνο.
Πέρυσι είχε επίσης απονεμηθεί η Χρυσή Άρκτος σε ντοκιμαντέρ γαλλικής παραγωγής, το Sur l´ adamant του Νικολά Φιλιμπέρ.
Από εκεί και πέρα, πέρα από το βαρύ πολιτικό κλίμα στο οποίο κινήθηκε η φετινή Μπερλινάλε με φόντο τους πολέμους σε Μέση Ανατολή και Ουκρανία αλλά και την άνοδο της ακροδεξιάς, ξεχώρισαν ταινίες που δίνουν έμφαση στις ανθρώπινες σχέσεις, το γήρας, τη μνήμη, την απώλεια.
«Βλέπω μια τάση να γυρνά το σινεμά στο πολύ ανθρώπινο στοιχείο, συγκινητικές ιστορίες με χαρακτήρες που αναπτύσσονται μέσα σε αυτές. Ίσως αυτή η στροφή του σινεμά να κάνει τον κόσμο να επιστρέψει στις σκοτεινές αίθουσες, μιας και μετά την πανδημία υπήρχε πτώση στον χώρο του κινηματογράφου σε όλο τον κόσμο» παρατηρεί η Γιάννα Σαρρή, διευθύντρια προώθησης ελληνικών ταινιών (Helllas Film) στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Τη συναντήσαμε στο περιθώριο της Μπερλινάλε στο Βερολίνο, κάνοντας έναν συνολικό απολογισμό και της φετινής ελληνικής παρουσίας.
Ελληνικό άνοιγμα στην Ευρώπη και τον κόσμο
Πέρα από την ταινία Arcadia του Γιώργου Ζώη και το 14ωρο ντοκιμαντέρ exergue του Δημήτρη Αθυρίδη για την εικαστική έκθεση Ντοκουμέντα της Αθήνας και του Κάσελ, η Ελλάδα ήταν παρούσα και στο European Film Market, εκεί όπου γίνονται οι ζυμώσεις για την προώθηση ελληνικών παραγωγών αλλά και για την ανίχνευση προοπτικών χρηματοδότησης. «Υπήρχε μεγάλη παρουσία στο EFM από την ελληνική πλευρά, με τρεις συμμετοχές στο Berlinale Talents και μία συμμετοχή στο Drama Series, με τη νέα σειρά που ετοιμάζει η Ελίνα Ψύκου σε παραγωγή της Φένιας Κοσοβίτσα», σημειώνει η Γιάννα Σαρρή.
Για το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, που η ίδια εκπροσωπεί, το 2024 μπήκε δυναμικά, με την Μπερλινάλε να είναι το τρίτο διεθνές φεστιβάλ στο οποίο εκπροσωπείται η Ελλάδα. «Πολλές ελληνικές ταινίες είναι σε φάση ολοκλήρωσης ή γυρισμάτων τώρα», αναφέρει, με αποτέλεσμα η Μπερλινάλε να αποτελεί ιδανικό φόρουμ για επαφές ώστε μέσα στη χρονιά να βρουν οι ελληνικές ταινίες τη θέση τους στη διεθνή παραγωγή και να προβληθούν εκτός συνόρων. «Το άλλο επίπεδο στο οποίο εργαζόμαστε είναι η αναζήτηση κεφαλαίων, χρηματοδοτήσεων, συμπαραγωγών. Από πίσω βρίσκεται μία πολύ δυναμική ομάδα κι ελπίζουμε σιγά-σιγά τα αποτελέσματα να αρχίσουν να φαίνονται», όπως μας λέει.
Είναι όμως οι συμπαραγωγές το «κλειδί» της εξωστρέφειας και της επιτυχίας; «Η αλήθεια είναι ότι οι συμπαραγωγές είναι πολύ βοηθητικές για τις ελληνικές ταινίες γιατί υπάρχουν μεν τα χρήματα από την ΕΡΤ, το Κέντρο Κινηματογράφου και το ΕΚΟΜΕ αλλά πλέον, όπως σε όλη την Ευρώπη, έτσι και στην Ελλάδα τα πάντα έχουν ακριβύνει. Απαιτούνται χρήματα για τις ταινίες που δύσκολα βρίσκουν οι παραγωγοί. Έτσι οι συμπαραγωγές είναι μια καλή βοήθεια».
Βιομηχανία κινηματογράφου: πώς χτίζεται...
Γεγονός είναι πάντως ότι φέτος είναι μία χρονιά που η Ελλάδα ακούγεται πολύ στο εξωτερικό, χάρη στη συμβολή και του Γιώργου Λάνθιμου (φωτ.), ο οποίος με μία διεθνή υπερπαραγωγή όπως το Poor Things δίνει μία ακόμη ώθηση στο ελληνικό σινεμά, από το οποίο και προέρχεται.Για τη Γιάννα Σαρρή «το ότι ακούγεται η Ελλάδα στον χώρο της διεθνούς κινηματογραφικής παραγωγής είναι το αποτέλεσμα δουλειάς που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια από όλη την κινηματογραφική βιομηχανία, αν μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε έτσι, στην Ελλάδα. Έχει γίνει πολύ μεγάλη προσπάθεια για να χτιστεί όλο αυτό.
Κι ευτυχώς βρισκόμαστε σε μία περίοδο που έχουμε την τύχη να βλέπουμε πολλές ελληνικές ταινίες να ταξιδεύουν στα μεγάλα φεστιβάλ. Υπάρχει πάρα πολύ ταλέντο στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή, από νέους αλλά και πιο βετεράνους σκηνοθέτες. Σε σχέση με το μέγεθος της χώρας υπάρχει πολύ μεγάλη παραγωγή, fiction, ντοκιμαντέρ, ταινίες μικρού μήκους. Ο ελληνικός κινηματογράφος ανθεί και θα δείτε τους επόμενους μήνες πολλές ελληνικές ταινίες να ταξιδεύουν στο εξωτερικό».
Πάντως το ερώτημα που γεννάται είναι κατά πόσο η μικρή κινηματογραφικά Ελλάδα θα μπορέσει να ανταγωνιστεί τα μεγάλα ευρωπαϊκά brands όπως ο γαλλικός ή ο γερμανικός κινηματογράφος. Ακούγεται ουτοπικό, ίσως να μην είναι καν το ζητούμενο, όμως σίγουρα για να γίνουν καλές ταινίες που στέκονται διεθνώς απαιτούνται -πέρα από το ταλέντο- χρηματοδοτήσεις, τεχνικά μέσα, πόροι, ανθρώπινο δυναμικό.
«Όταν μιλάμε στην Ελλάδα για βιομηχανία κινηματογράφου εννοείται ότι το μέγεθος είναι μικρό σε σχέση π.χ. με μία χώρα όπως η Γερμανία, αλλά παρόλα αυτά βλέπουμε την πολύ δυναμική παρουσία Ελλήνων παραγωγών, Ελλήνων σκηνοθετών αλλά και διευθυντών φωτογραφίας, που παίρνουν μέρος σε διεθνείς συμπαραγωγές. Βλέπουμε δηλαδή ότι υπάρχει μεγάλη ανάπτυξη και το κλειδί σε αυτό είναι το networking», σημειώνει η Γιάννα Σαρρή.
Όπως παρατηρεί, είναι σημαντικό ότι πλέον έχει αλλάξει και η νοοτροπία των ανθρώπων του σινεμά στην Ελλάδα, ενώ έχει γίνει κατανοητή η αναγκαιότητα να ταξιδεύουν σε φεστιβάλ ώστε να γίνονται επαφές με ανθρώπους από το εξωτερικό προκειμένου να γυριστούν ταινίες.
Πάντως και εντός της Ελλάδας, στόχος είναι η προώθηση της ελληνικής παραγωγής, όχι μόνο σε φεστιβάλ όπως της Θεσσαλονίκης, αλλά και εκτός. Μία τέτοια πρωτοβουλία είναι η Ημέρα Ελληνικού Κινηματογράφου στις 26 Μαρτίου, κατά την οποία σε όλους τους κινηματογράφους ανά την Ελλάδα θα παίζονται ελληνικές ταινίες των τελευταίων τεσσάρων ετών και το εισιτήριο θα κοστίζει τρία ευρώ ανά προβολή.
ΠΗΓΗ: DEUTSCHE WELLE