Τα προβλήματα στην αγορά εμπορικών ακινήτων των ΗΠΑ, που έχουν ήδη πλήξει τράπεζες στη Νέα Υόρκη και την Ιαπωνία, μεταφέρθηκαν και στην Ευρώπη, αυξάνοντας τους φόβους για ευρύτερη μετάδοση.
Το τελευταίο θύμα ήταν η γερμανική Deutsche Pfandbriefbank, η οποία είδε τα ομόλογά της να υποχωρούν λόγω ανησυχίας για την έκθεσή της στον κλάδο. Και όπως δήλωσε εκτάκτως, αύξησε τις σχετικές προβλέψεις λόγω «επίμονης αδυναμίας των αγορών ακινήτων».
Περιέγραψε, μάλιστα, την τρέχουσα αναταραχή ως τη «μεγαλύτερη κρίση ακινήτων μετά την οικονομική κρίση», γράφει το Bloomberg.
Οι τράπεζες αυξάνουν τις προβλέψεις τους για επέκταση του χρέους ιδιοκτητών και κατασκευαστών ακινήτων, καθώς φθίνουν τα δάνεια μετά την αύξηση επιτοκίων που διέβρωσε την αξία των κτιρίων σε όλο τον κόσμο. Η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν δήλωσε ότι οι απώλειες σε εμπορικά ακίνητα προκαλούν ανησυχία και πίεση στους ιδιοκτήτες, πλην όμως εκτίμησε ότι το πρόβλημα είναι διαχειρίσιμο.
Για τα γραφεία στις ΗΠΑ, όπου η επιστροφή στην εργασία μετά την πανδημία ήταν πιο αργή, υπήρξε βαθύτερη η κατακρήμνιση των αξιών. Αρκετοί πιστεύουν ότι ο πλήρης αντίκτυπος μπορεί να μην έχει ακόμη αξιολογηθεί. Αναλυτές στην Green Street είπαν ότι μπορεί να χρειαστεί περαιτέρω απομείωση έως 15% φέτος.
Η βουτιά στα ομόλογα της γερμανικής τράπεζας ήταν η τελευταία σε μια σειρά προειδοποιητικών ενδείξεων. Η New York Community Bancorp υποβιβάστηκε στην κατηγορία «σκουπίδια» από τη Moody's, ενώ η ιαπωνική Aozora Bank κατέγραψε την πρώτη της απώλεια σε 15 χρόνια, λόγω προβλέψεων για δάνεια που χορηγήθηκαν σε εμπορικά ακίνητα των ΗΠΑ.
«Υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες στην αγορά εμπορικών ακινήτων των ΗΠΑ», δήλωσε ο Paul van der Westhuizen, αναλυτής της Rabobank. «Δεν είναι ζήτημα για τις μεγαλύτερες τράπεζες των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Οι μικρότερες γερμανικές τράπεζες που εστιάζονται στην ιδιοκτησία αισθάνονται πίεση. Αυτή τη στιγμή όμως είναι περισσότερο ζήτημα κερδοφορίας παρά ζήτημα φερεγγυότητας. Διαθέτουν επαρκή κεφάλαια και είναι λιγότερο εκτεθειμένες στην απειλή των καταθέσεων απ' ό,τι οι τράπεζες λιανικής».
Στα αποτελέσματά της την περασμένη εβδομάδα, η Deutsche Bank κατέγραψε προβλέψεις για ζημιές σε εμπορικά ακίνητα στις ΗΠΑ τέσσερις φορές μεγαλύτερες απ' ό,τι πέρυσι. Προειδοποίησε ότι η αναχρηματοδότηση αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τον τομέα, καθώς πλήττονται οι αξίες των περιουσιακών στοιχείων.
Η ελβετική Julius Baer δήλωσε ότι θα διαγράψει τεράστια δάνεια στην πτωχευμένη εταιρεία ακινήτων Signa. Αν και πρόκειται για ειδική περίπτωση, καταδεικνύει τις ευρύτερες ανησυχίες και την πιθανή εξάπλωσή τους.
Η Deutsche PBB ανακοίνωσε ότι αύξησε τις προβλέψεις για ζημίες δανείων σε 210-215 εκατ. ευρώ για ολόκληρο το έτος.
Οι ανησυχίες έχουν εξαπλωθεί και σε άλλες τράπεζες με έκθεση σε εμπορικά ακίνητα. Τα ομόλογα της Aareal Bank έχουν χάσει περίπου 11 μονάδες τις τελευταίες δύο ημέρες και πλέον διαπραγματεύονται σε 75 σεντς του ευρώ. Τον Νοέμβριο, η γερμανική τράπεζα ανέφερε ότι η αξία των μη εξυπηρετούμενων δανείων στις ΗΠΑ είχε υπερτετραπλασιαστεί σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Η Bafin, η ρυθμιστική αρχή των τραπεζών της χώρας, δήλωσε ότι παρακολουθεί την αναταραχή, αρνούμενη να σχολιάσει ειδικότερα.
Η κεντρική τράπεζα της Γερμανίας προειδοποίησε πέρυσι για τους κινδύνους γύρω από τα εμπορικά ακίνητα, λέγοντας ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν «σημαντικές προσαρμογές» που θα οδηγήσουν σε χρεοκοπίες και πιστωτικές απώλειες.
«Ο ανεξόφλητος όγκος δανείων που χορηγεί το γερμανικό τραπεζικό σύστημα στην αγορά εμπορικών ακινήτων των ΗΠΑ είναι συγκριτικά μικρός, αλλά σχετικά συγκεντρωμένος σε μεμονωμένες τράπεζες», ανέφερε η Bundesbank.
Οι μεγάλες κρατιδιακές τράπεζες της Γερμανίας Helaba, Bayern, LBBW και Nord έχουν επίσης αισθανθεί τον πόνο της έκθεσης σε εμπορικά ακίνητα το πρώτο εξάμηνο του 2023, με νέες προβλέψεις συνολικού ύψους 400 εκατ. ευρώ.
Εάν οι απώλειες στον κλάδο εμπορικών ακινήτων εξαπλωθούν στην Ευρώπη μέσω μικρότερων γερμανικών τραπεζών, θα προκαλούσαν έναν απόηχο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, σημειώνει το Bloomberg. Τότε η έκθεση των γερμανικών κρατιδιακών τραπεζών σε στεγαστικά δάνεια υψηλού κινδύνου στις ΗΠΑ οδήγησε σε διαγραφές δισεκατομμυρίων ευρώ.