Η διαφορά πλούτου μεταξύ των νοικοκυριών της ευρωζώνης μειώθηκε τα τελευταία πέντε χρόνια, ενώ παράλληλα ο καθαρός πλούτος αυξήθηκε σημαντικά, σύμφωνα με έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που βασίζεται σ' έναν ειδικό νέο δείκτη που μπορεί να αναζωογονήσει τη συζήτηση για τον ρόλο της νομισματικής πολιτικής στην καταπολέμηση της ανισότητας.
Τα νέα δεδομένα, αναφέρει το Bloomberg, θα βοηθήσουν στην καλύτερη κατανόηση της οικονομικής δυναμικής και θα παράσχουν βαθύτερες γνώσεις σχετικά με τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Μπορεί επίσης να επηρεάσουν τη μελλοντική νομισματική πολιτική.
Τα στοιχεία επιβεβαιώνουν ένα σχετικά υψηλό επίπεδο ανισότητας στη ζώνη του ευρώ, αλλά δείχνουν τουλάχιστον ότι μειώθηκε ελαφρά από το 2015 — αν συγκριθεί, για παράδειγμα, το μερίδιο πλούτου που κατέχει το πλουσιότερο 5% έναντι του φτωχότερου 50%.
Το ποσοστό πλούτου που κατέχουν τα πλουσιότερα νοικοκυριά μειώθηκε μεταξύ 2016 και δεύτερου τριμήνου 2023, ωστόσο εξακολουθεί να υπερβαίνει το 43%. Την ίδια στιγμή, ο διάμεσος καθαρός πλούτος αυξήθηκε κατά περίπου 40%, ανέφερε η ΕΚΤ.
Η ΕΚΤ αποδίδει τη μείωση της ανισότητας εν μέρει στο γεγονός ότι οι ιδιοκτήτες κατοικιών, που αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 60% του πληθυσμού, επωφελήθηκαν από τις υψηλότερες τιμές των ακινήτων. Η καθαρή περιουσία τους ανά νοικοκυριό αυξήθηκε κατά 27% αυτή την περίοδο.
Παράλληλα, ο καθαρός πλούτος όσων δεν έχουν ιδιόκτητη κατοικία αυξήθηκε κατά 17%, κυρίως λόγω της αύξησης καταθέσεων που παρατηρήθηκε την ίδια περίοδο. Από την άλλη, η πρόσφατη πτώση των τιμών των κατοικιών μπορεί να οδηγήσει σε αντιστροφή πορείας και να ενισχύσει ξανά την ανισότητα.
Συνολικά, ο καθαρός πλούτος των νοικοκυριών στην ευρωζώνη αυξήθηκε σημαντικά τα τελευταία πέντε χρόνια, κατά 29% ή περίπου 13,7 τρισ. ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ.
Η ανισότητα βρίσκεται ψηλά στην πολιτική ατζέντα, ενώ μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση έχει αυξηθεί η ζήτηση για πιο έγκαιρες, συνεκτικές και συνεπείς πληροφορίες σχετικά με την κατανομή του πλούτου. Το νέο σύνολο δεδομένων είναι πιθανό να συσχετιστεί περαιτέρω με τη νομισματική πολιτική, επειδή η ανισότητα μπορεί να επηρεάσει τη μετάδοση των επιτοκιακών πολιτικών.
Για την ΕΚΤ το θέμα είναι ευαίσθητο. Τα τελευταία χρόνια, οι κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο έχουν δεχθεί πυρά για θεωρούμενη αύξηση της ανισότητας λόγω της εξαιρετικά χαλαρής νομισματικής πολιτικής που ακολούθησαν με στόχο να καταπολεμηθεί η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, η κρίση χρέους του ευρώ και η πανδημίας του Covid.