Πάνω από έναν μήνα μετά την έναρξη του πολέμου του Ισραήλ και της Χαμάς, οι διεθνείς αγορές δεν φοβούνται πλέον ιδιαίτερα ότι μπορεί να εξαπλωθεί στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και να προκαλέσει μια νέα ενεργειακή κρίση.
Το γεγονός ότι δεν υπήρξε εμπλοκή άλλων χωρών στον πόλεμο, παρά την κλιμάκωση της χερσαίας επίθεσης του Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας, έκανε τους επενδυτές να αισθάνονται πιο ήσυχοι. Το βασικό σενάριο, άλλωστε, μεγάλων χρηματοπιστωτικών οίκων και think tanks, όπως της UBS και της Oxford Economics, είναι ότι δεν θα υπάρξει γενικότερη ανάφλεξη που θα περιόριζε την προσφορά πετρελαίου σε μια αγορά που είναι ήδη σε στενότητα, λόγω των περικοπών στην παραγωγή του ΟΠΕΚ.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει κίνδυνος, καθώς όσο ο πόλεμος μαίνεται η κατάσταση είναι ρευστή, αλλά η αίσθηση που έχουν οι αγορές είναι ότι αυτός είναι πλέον μικρότερος.
Το επασφάλιστρο κινδύνου στις τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου μετά το Σάββατο 7 Οκτωβρίου, όταν η Χαμάς επιτέθηκε στο Ισραήλ, μειώθηκε σταδιακά και την τελευταία εβδομάδα ουσιαστικά εξαλείφθηκε. Παράλληλα, η εξέλιξη αυτή συνέβαλε και στη βελτίωση των τιμών στα διεθνή χρηματιστήρια και τις αγορές ομολόγων.
Αυτό ήταν πιο ξεκάθαρο όσον αφορά την αγορά πετρελαίου, όπου η τιμή του μπρεντ είχε αυξηθεί από 84 δολάρια το βαρέλι στις 6 Οκτωβρίου στα 88 δολάρια τη Δευτέρα 9 Οκτωβρίου για να ξεπεράσει τα 92 δολάρια στις 19 Οκτωβρίου. Στη συνέχεια, όμως, άρχισε η σταδιακή υποχώρηση των τιμών, που επιταχύνθηκε την τελευταία εβδομάδα και πλέον αυτές κινούνται κοντά στα 80 δολάρια.
Στη μείωση των τιμών οδήγησε και η προσδοκία επιβράδυνσης της ζήτησης και κυρίως η εκτίμηση της Υπηρεσίας Ενεργειακής Πληροφόρησης των ΗΠΑ ότι η κατανάλωση στη χώρα θα μειωθεί φέτος κατά 300.000 βαρέλια την ημέρα, αλλά η αίσθηση ότι έχει μειωθεί ο γεωπολιτικός κίνδυνος από τη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή έπαιξε ρόλο καταλύτη. Η μείωση, άλλωστε, της κατανάλωσης στις ΗΠΑ αντισταθμίζεται από την αύξηση της ζήτησης από άλλες μεγάλες οικονομίες, όπως της Κίνας και της Ινδίας, ενώ ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας προβλέπει ότι η ζήτηση θα αυξηθεί και το 2024 κατά 800.000 βαρέλια την ημέρα.
Ραγδαία ήταν την περασμένη εβδομάδα και η υποχώρηση της τιμής αναφοράς του φυσικού αερίου στην Ευρώπη (TTF). Από τα σχεδόν 43 ευρώ η μεγαβατώρα, που έκλεισε στις 6 Οκτωβρίου αυξήθηκε πάνω από τα 50 ευρώ και έφθασε στο υψηλό των 56,3 ευρώ στις 13 Οκτωβρίου. Στη συνέχεια άρχισε μια πλαγιοκαθοδική κίνηση έως το τέλος Οκτωβρίου, παραμένοντας όμως πάνω από τα 52 ευρώ, αλλά την περασμένη εβδομάδα έκανε βουτιά έως τα 45 ευρώ, κοντά δηλαδή στα επίπεδα πριν αρχίσει ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή.
Ο φόβος μιας νέας εκτίναξης των τιμών του πετρελαίου είχε ενισχύσει και την τάση αύξησης των αποδόσεων των ομολόγων, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, όπου η απόδοση των 10ετών κρατικών τίτλων έφθασε στο 5%, επίπεδο που είχε να σημειωθεί από το 2007. Κι αυτό γιατί μια νέα ενεργειακή κρίση θα υποδαύλιζε τον πληθωρισμό και θα ανάγκαζε τις κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν περαιτέρω τα επιτόκια ή να τα διατηρήσουν για περισσότερο χρόνο στα σημερινά πολύ υψηλά επίπεδα. Η υποχώρηση της ανησυχίας για τον πόλεμο στη Μέση Ανατολή βοήθησε στη σημαντική αποκλιμάκωση των αποδόσεων, στην οποία σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών να μην προχωρήσουν σε νέες αυξήσεις των επιτοκίων τους. Η απόδοση των 10ετών αμερικανικών τίτλων μειώθηκε στο 4,6% και των αντίστοιχων γερμανικών τίτλων στο 2,6% από 3% που είχε φθάσει τον Οκτώβριο.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ