Τη δεκαετία του 1990 η Καλιφόρνια και άλλες πολιτείες μήνυσαν την καπνοβιομηχανία κατηγορώντας τη ότι είχε αποκρύψει στοιχεία που συνέδεαν το κάπνισμα με τον καρκίνο. Η υπόθεση οδήγησε σε έναν διακανονισμό ύψους 246 δισ. δολαρίων και άλλαξε για πάντα τη βιομηχανία. Τώρα, η Καλιφόρνια θέλει να κάνει το ίδιο πράγμα με την πετρελαϊκή βιομηχανία.
Σε αγωγή που κατατέθηκε τον περασμένο μήνα, η πολιτεία υποστηρίζει ότι οι πετρελαϊκές εταιρείες (συμπεριλαμβανομένων των Exxon, Shell, Chevron με έδρα την Καλιφόρνια και άλλων) θα πρέπει να θεωρηθούν υπεύθυνες για τις κλιματικές καταστροφές που πλήττουν τώρα την Καλιφόρνια: ξηρασία, πλημμύρες και πυρκαγιές. Δεν είναι η πρώτη αγωγή που κατατίθεται κατά της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων. Ωστόσο το μέγεθος της Καλιφόρνιας, ως πέμπτης μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο, την καθιστά σημαντική και είναι πιθανό να ακολουθήσουν και άλλες πολιτείες.
Όπως και στην περίπτωση των αγωγών κατά της καπνοβιομηχανίας, οι πετρελαϊκές εταιρείες γνώριζαν επί δεκαετίες ακριβώς πόσο επιβλαβή ενδέχεται να είναι τα προϊόντα τους και χρησιμοποιούσαν εκστρατείες παραπληροφόρησης για να καθυστερήσουν οποιαδήποτε δράση. Στις αγωγές εναντίον της καπνοβιομηχανίας, το γεγονός αυτό αποτέλεσε σημείο καμπής. Όταν έγινε σαφής η σχέση μεταξύ καπνίσματος και ασθενειών και κατατέθηκαν οι πρώτες αγωγές από καπνιστές ή τις οικογένειές τους τη δεκαετία του 1950, ωστόσο, δεν αντιμετωπίστηκαν σοβαρά. Τα πράγματα άλλαξαν όταν ανακαλύφθηκε ότι οι καπνοβιομηχανίες έκρυβαν τα στοιχεία σχετικά με τους κινδύνους των τσιγάρων.
«Για πάνω από 30 χρόνια δεν είχε κερδίσει κανείς ούτε μία αγωγή κατά της καπνοβιομηχανίας», δήλωσε ο Μπέντζαμιν Φράντα, ιδρυτής του Climate Litigation Lab στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
«Στη συνέχεια, τη δεκαετία του 1980, υπήρξε μια στρατηγική επανάσταση», σημείωσε.
Οι ενάγοντες άρχισαν να ζητούν να δουν σχετικά εσωτερικά έγγραφα που ανέφεραν τι ακριβώς γνώριζε η καπνοβιομηχανία για τα προϊόντα της, ενώ ορισμένοι μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος άρχισαν να διαρρέουν έγγραφα στο κοινό. Από τη δεκαετία του 1990, όταν τα κράτη και οι ασφαλιστικές εταιρείες άρχισαν να μηνύουν τις εταιρείες αυτές, η καπνοβιομηχανία έχανε μαζικά τις υποθέσεις. Τα κράτη έκαναν αγωγές για τους ίδιους βασικούς λόγους για τους οποίους η Καλιφόρνια κάνει αγωγές τώρα – για να ανακτήσουν το κόστος (το κόστος υγείας, στην περίπτωση του καπνού) και για να καταστήσουν τις εταιρείες υπεύθυνες για την εξαπάτηση των καταναλωτών.
Επίσης, έχει αποκαλυφθεί τι ακριβώς γνώριζαν οι πετρελαϊκές εταιρείες για τις επιπτώσεις που θα μπορούσαν να έχουν τα προϊόντα τους στο κλίμα. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τα εσωτερικά έγγραφα της Exxon από τη δεκαετία του 1970 και του 1980, οι επιστήμονες της εταιρείας είχαν προβλέψει την υπερθέρμανση του πλανήτη ήδη από τη δεκαετία του 1970, ωστόσο ο αμερικανικός πετρελαϊκός κολοσσός «έθαψε» τα στοιχεία. Οι επιστήμονες στην έκθεσή τους ανέφεραν τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να λυθεί το πρόβλημα.
«Ανέφεραν διάφορες επιλογές για την αποφυγή αυτών των επιπτώσεων», εξήγησε ο Φράντα. «Βασικά, η απάντηση στην οποία κατέληξαν ήταν ότι, για να αποφύγουν αυτές τις καταστροφικές επιπτώσεις, έπρεπε να αρχίσουν να αντικαθιστούν άμεσα τα ορυκτά καύσιμα, επειδή γνώριζαν ότι θα χρειαστούν πολλές δεκαετίες για να το πετύχουν αυτό. Επομένως, δεν ήταν κάτι που μπορούσε να αφεθεί για αργότερα. Αλλά αυτό ακριβώς έκαναν», πρόσθεσε.
Ήδη από το 1959, ο φυσικός Έντουαρντ Τέλερ (γνωστός και ως πατέρας της βόμβας υδρογόνου) προειδοποίησε το κοινό, σε μια μεγάλη εκδήλωση της βιομηχανίας, ότι τα ορυκτά καύσιμα θα έπρεπε να αντικατασταθούν επειδή προκαλούσαν συσσώρευση διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα.
«Αποδεικνύει πραγματικά πόσο απλή είναι η βασική επιστήμη της υπερθέρμανσης του πλανήτη», είπε χαρακτηριστικά ο Φράντα.
Μέχρι τότε, οι πετρελαϊκές εταιρείες είχαν ήδη αρχίσει να συνεδριάζουν για να μελετήσουν το πρόβλημα του νέφους, καθώς τα παράπονα για τον θολό καφέ αέρα στις αμερικανικές πόλεις αυξάνονταν. Η βιομηχανία χρηματοδότησε πανεπιστημιακούς ερευνητές για να αποδείξουν ότι η καύση πετρελαίου δεν προκαλούσε αιθαλομίχλη και ότι χρειαζόταν περισσότερη έρευνα. Ήταν μια τακτική που σύντομα άρχισαν να χρησιμοποιούν για να καταπολεμήσουν τη δράση για το κλίμα – υποστηρίζοντας επανειλημμένα ότι η επιστήμη ήταν πολύπλοκη και ότι έπρεπε να γίνουν περισσότερες μελέτες, ακόμη και όταν ήδη γνώριζαν ότι τα στοιχεία ήταν σαφή.
Το 1965, όταν μια λεπτομερής έκθεση του Λευκού Οίκου εξήγησε ποιες θα μπορούσαν να είναι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής -και προέβλεψε με ακρίβεια ότι η ποσότητα του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα θα αυξανόταν κατά περίπου 25% μέχρι το 2000-, ο πρόεδρος του Αμερικανικού Ινστιτούτου Πετρελαίου συνόψισε την έρευνα σε μια συνάντηση του κλάδου.
«Η ουσία της έκθεσης είναι ότι υπάρχει μεν χρόνος για να σωθούν οι λαοί του κόσμου από τις καταστροφικές συνέπειες της ρύπανσης, αλλά ότι ο χρόνος τελειώνει», είπε.
Η εσωτερική έρευνα της βιομηχανίας κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, αλλά αντί να αρχίσει να στρέφεται προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας συνέχισε να πολεμά οποιαδήποτε δράση για το κλίμα. Η στρατηγική τους περιλάμβανε επενδύσεις στην έρευνα για το κλίμα, όπως το πρόγραμμα ατμοσφαιρικής επιστήμης της Exxon, έτσι ώστε οι πετρελαϊκές εταιρείες να θεωρούνται ειδικές στο κλίμα και να μπορούν να επηρεάσουν τους νόμους. Οι εταιρείες υποστήριξαν ότι η ηλιακή ενέργεια, οι μπαταρίες και τα ηλεκτρικά οχήματα δεν αποτελούσαν βιώσιμες λύσεις, ενώ ταυτόχρονα διαφήμιζαν τη δική τους έρευνα σχετικά με αυτά.
Η βιομηχανία χρηματοδοτούσε μελέτες που υποστήριζαν ότι η μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα θα έβλαπτε την οικονομία, ενώ αγνοούσαν τις πιθανές εξελίξεις στην τεχνολογία και την οικονομική ζημία που θα προκαλούσε η ίδια η κλιματική αλλαγή. Ένας οικονομολόγος υποστήριξε -χωρίς να προσκομίσει στοιχεία- ότι η προσαρμογή σ' έναν κόσμο με υψηλή περιεκτικότητα σε διοξείδιο του άνθρακα και υψηλές θερμοκρασίες θα ήταν η πιο οικονομική επιλογή.
Καθώς η κλιματική επιστήμη συνέχισε να εξελίσσεται, η βιομηχανία άρχισε να αμφισβητεί την αξιοπιστία των επιστημόνων. Το 1989, στις ΗΠΑ, οι αυτοκινητοβιομηχανίες και οι πετρελαϊκές εταιρείες, μαζί με την Εθνική Ένωση Κατασκευαστών, ίδρυσαν τον Παγκόσμιο Συνασπισμό για το Κλίμα με στόχο την αντίθεση στις υποχρεωτικές ενέργειες για την αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Ο συνασπισμός αυτός, αν και σχεδιάστηκε για να φαίνεται ανεξάρτητος, ασκούσε πιέσεις σε Κογκρέσο και ΜΜΕ υπέρ ιδεών φιλικών προς τη βιομηχανία. Αργότερα, ορισμένες εταιρείες αποστασιοποιήθηκαν και άρχισαν να προωθούν μικρές αλλαγές, όπως βελτιώσεις στην παραγωγή πετρελαίου, ωστόσο αυτές οι κινήσεις δεν αντιμετώπιζαν το πρόβλημα.
Στη μελέτη του, ο Φράντα αποκαλεί τις συλλογικές ενέργειες της βιομηχανίας ως το μεγαλύτερο εταιρικό έγκλημα στην ιστορία.
«Ήταν όλα εντελώς ανεύθυνα», είπε. «Αυτή η βιομηχανία πρόβλεψε ότι τα προϊόντα της θα προκαλέσουν μη αναστρέψιμη παγκόσμια καταστροφή και δεν προειδοποίησε κανέναν γι’ αυτό. Δεν έλαβε προληπτικά μέτρα για να αποτρέψει τη ζημιά. Και στη συνέχεια, όταν ορισμένοι άρχισαν να αναλαμβάνουν δράση, η βιομηχανία παρενέβη για να τους εμποδίσει», δήλωσε.
Εάν η Καλιφόρνια κερδίσει την αγωγή, οι επιπτώσεις θα μπορούσαν να είναι σημαντικές, σύμφωνα με τον Φράντα. Πέρα από την αύξηση της χρηματοδότησης για τις ολοένα αυξανόμενες καταστροφές, θα μπορούσε να αναγκάσει τις πετρελαϊκές εταιρείες να αλλάξουν τακτική. Τα τεράστια πρόστιμα που μπορεί να αναγκαστούν να πληρώσουν θα έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην κερδοφορία τους.
ΠΗΓΗ: ΕΡΤ