Οι γερμανικές επιχειρήσεις περιορίζουν όλο και περισσότερο τις επενδύσεις και λοξοκοιτάζουν προς την παραγωγή στο εξωτερικό, εν μέσω υψηλών τιμών ενέργειας εγχωρίως.
Όπως μεταδίδει το Blolomberg, περισσότερες από τις μισές εταιρείες που συμμετείχαν σε έρευνα του Γερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου εκτιμούν ότι η ενεργειακή μετάβαση έχει αρνητικές ή πολύ αρνητικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητά τους. Μεταξύ των κατασκευαστών, σχεδόν το ένα τρίτο σκέφτεται ή ήδη εκτελεί μια μετατόπιση της παραγωγής στο εξωτερικό -σε διπλάσιο ποσοστό απ' ό,τι κατά την περυσινή ενεργειακή κρίση.
«Η εμπιστοσύνη της γερμανικής οικονομίας στην ενεργειακή πολιτική έχει βυθιστεί σε χαμηλό σημείο», δήλωσε ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου Αχίμ Ντερκς. «Οι ανησυχίες για την ανταγωνιστικότητα δεν ήταν ποτέ μεγαλύτερες».
Η βαριά βιομηχανία της Γερμανίας γνώρισε παρατεταμένη περίοδο αδυναμίας, που δείχνει ελάχιστα σημάδια υποχώρησης τη στιγμή που βουτά η επιχειρηματική εμπιστοσύνη, και μάλιστα στη μόνη μεγάλη ευρωπαϊκή χώρα της οποίας η παραγωγή προβλέπεται να συρρικνωθεί φέτος. Ενώ οι κατασκευαστές απολάμβαναν σχετικά φθηνό κόστος ενέργειας, όταν η Γερμανία εξακολουθούσε να λαμβάνει φυσικό αέριο από τη Ρωσία, η κρίση του περασμένου έτους ανάγκασε τη χώρα να ανανεώσει τον σχεδιασμό των προμηθειών της. Οι τιμές ενέργειας στη Γερμανία είναι σήμερα από τις υψηλότερες στην Ευρώπη.
Αν και η επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας αναμένεται τελικά να μειώσει το κόστος, εντούτοις οι τιμές είναι πιθανό να παραμείνουν αυξημένες τουλάχιστον έως το 2027, σύμφωνα με την κυβέρνηση. Μεταξύ των μεγάλων βιομηχανιών -οι οποίες συχνά έχουν ήδη συνδέσμους στο εξωτερικό-, μία στις τέσσερις έχει ήδη ξεκινήσει ή ολοκληρώσει εναλλακτικά σχέδια για την παραγωγή.
Ο κυβερνητικός συνασπισμός συνεδριάζει σε διήμερο υπουργικό συμβούλιο-απόδραση στο Μέσεμπεργκ, βάζοντας στο τραπέζι πιθανές επιδοτήσεις ενέργειας για τη βιομηχανία. Το αρχικό σχέδιο δεν έλαβε υποστήριξη απ' όλα τα κόμματα, ωστόσο νέα πρόταση των Σοσιαλδημοκρατών υποστηρίζει μια προσωρινή τιμή 5 σεντς ανά κιλοβατώρα για μεγάλες εταιρείες που στριμώχνονται από τον διεθνή ανταγωνισμό.