Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 ήταν μια κρίσιμη στιγμή για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους. Ήταν μπροστά τους μια επείγουσα αποστολή: να βοηθήσουν την Ουκρανία καθώς αντιμετώπιζε τη ρωσική επιθετικότητα και να τιμωρήσουν τη Μόσχα για τις κινήσεις της. Ενώ η απάντηση της Δύσης ήταν ξεκάθαρη από την αρχή, ο στόχος -το τέλος αυτού του πολέμου- ήταν νεφελώδης, γράφει ο Samuel Charap στο Foreign Affairs, σε ένα άρθρο που έχει τύχει ιδιαίτερης προβολής. Ο συγγραφέας άλλωστε είναι πολιτικός επιστήμονας της Rand Corporation, που στο παρελθόν διετέλεσε στέλεχος στον σχεδιασμό πολιτικής του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών κατά τη διακυβέρνηση Ομπάμα.
Αυτή η ασάφεια, υποστηρίζει, ήταν περισσότερο χαρακτηριστικό στοιχείο παρά σφάλμα της πολιτικής των ΗΠΑ. Όπως το έθεσε ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Τζέικ Σάλιβαν τον Ιούνιο του 2022, «στην πραγματικότητα, αποφύγαμε να παρουσιάσουμε αυτό που βλέπουμε ως "τελικό παιχνίδι"... Έχουμε επικεντρωθεί σε αυτό που μπορούμε να κάνουμε σήμερα, αύριο, την επόμενη εβδομάδα, για να ενισχύσουμε τους Ουκρανούς στον μέγιστο δυνατό βαθμό, πρώτα στο πεδίο της μάχης και μετά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων».
Αλλά τώρα είναι καιρός οι Ηνωμένες Πολιτείες να αναπτύξουν ένα όραμα για το πώς τελειώνει ο πόλεμος. Δεκαπέντε μήνες μαχών κατέστησαν σαφές ότι καμία πλευρά δεν έχει την ικανότητα -ακόμη και με εξωτερική βοήθεια- να επιτύχει μια αποφασιστική στρατιωτική νίκη έναντι της άλλης. Ανεξάρτητα από το πόση περιοχή μπορούν να απελευθερώσουν οι ουκρανικές δυνάμεις, η Ρωσία θα διατηρήσει την ικανότητα να αποτελεί μόνιμη απειλή για την Ουκρανία. Ο ουκρανικός στρατός θα έχει επίσης την ικανότητα να είναι επικίνδυνος για οποιεσδήποτε περιοχές της χώρας καταλαμβάνονται από τις ρωσικές δυνάμεις -και να επιφέρει κόστος σε στρατιωτικούς και πολιτικούς στόχους εντός της ίδιας της Ρωσίας.
Αυτοί οι παράγοντες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια καταστροφική, χρόνια σύγκρουση, που δεν παράγει οριστικό αποτέλεσμα. Επομένως, μια αποτελεσματική στρατηγική από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους είναι να αλλάξουν την εστίασή τους και να αρχίσουν να διευκολύνουν το τέλος της σύγκρουσης.
Με τι δεν μοιάζει η νίκη
Από τα τέλη Μαΐου, ο ουκρανικός στρατός ήταν στα πρόθυρα διεξαγωγής μιας σημαντικής αντεπίθεσης. Μετά τις επιτυχίες του Κιέβου σε δύο προηγούμενες επιχειρήσεις το φθινόπωρο του 2022 και δεδομένης της γενικά απρόβλεπτης φύσης αυτής της σύγκρουσης, είναι σίγουρα πιθανό η αντεπίθεση να αποφέρει σημαντικά κέρδη.
Γενικότερα, όμως, οι διακρατικοί πόλεμοι δεν τελειώνουν όταν οι δυνάμεις της μιας πλευράς ωθούνται πέρα από ένα ορισμένο σημείο του χάρτη. Με άλλα λόγια, η εδαφική κατάκτηση -ή η ανακατάκτηση- δεν είναι από μόνη της μια μορφή τερματισμού του πολέμου.
Το ίδιο πιθανότατα θα ισχύει και στην Ουκρανία: ακόμη κι αν το Κίεβο ήταν επιτυχημένο πέρα από κάθε προσδοκία και ανάγκαζε τα ρωσικά στρατεύματα να υποχωρήσουν πέρα από τα διεθνή σύνορα, η Μόσχα δεν θα σταματούσε απαραίτητα να πολεμά. Αλλά λίγοι στη Δύση αναμένουν αυτό το αποτέλεσμα σε οποιοδήποτε χρόνο, πόσο μάλλον στο εγγύς μέλλον. Αντίθετα, η αισιόδοξη προσδοκία για τους επόμενους μήνες είναι ότι οι Ουκρανοί θα σημειώσουν κάποια κέρδη στο νότο, ίσως ανακτώντας τμήματα των περιοχών Ζαπορίζια και Χερσώνα, ή θα απωθήσουν τη ρωσική επίθεση στα ανατολικά.
Η ελπίδα στις δυτικές πρωτεύουσες είναι ότι τα κέρδη του Κιέβου στο πεδίο της μάχης θα αναγκάσουν τον Πούτιν να κάτσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Και είναι πιθανό μια άλλη τακτική ήττα να μειώσει την αισιοδοξία της Μόσχας για τη συνέχιση του πολέμου. Όμως, όπως η απώλεια εδαφικού ελέγχου δεν ισοδυναμεί με την απώλεια ενός πολέμου, έτσι δεν προκαλεί απαραίτητα πολιτικές παραχωρήσεις. Ο Πούτιν θα μπορούσε να ανακοινώσει έναν ακόμη γύρο επιστράτευσης, να εντείνει τους βομβαρδισμούς στις πόλεις της Ουκρανίας ή απλώς να κρατήσει τη γραμμή άμυνάς του, πεπεισμένος ότι ο χρόνος θα λειτουργήσει υπέρ του και εναντίον της Ουκρανίας. Μπορεί κάλλιστα να συνεχίσει να αγωνίζεται ακόμα κι αν πιστεύει ότι τελικά θα χάσει.
Αδύνατη αποστολή;
Μετά από περισσότερο από ένα χρόνο μαχών, η πιθανή κατεύθυνση αυτού του πολέμου έρχεται στο επίκεντρο. Το που θα είναι η πρώτη γραμμή αποτελεί σημαντικό κομμάτι αυτού του παζλ, όχι όμως το πιο σημαντικό. Αντίθετα, οι βασικές πτυχές αυτής της σύγκρουσης είναι δύο: η επίμονη απειλή που θα θέτουν και οι δύο πλευρές, η μία στην άλλη, και η άλυτη διαμάχη για τις περιοχές της Ουκρανίας που η Ρωσία ανακοίνωσε ότι προσάρτησε. Αυτά είναι πιθανό να παραμείνουν σταθερά για πολλά χρόνια ακόμα.
Η Ουκρανία έχει δημιουργήσει μια εντυπωσιακή μαχητική δύναμη με βοήθεια δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, εκτεταμένη εκπαίδευση και υποστήριξη πληροφοριών από τη Δύση. Ο ρωσικός στρατός θα έχει επίσης την ικανότητα να απειλήσει την ουκρανική ασφάλεια. Αν και οι ένοπλες δυνάμεις της έχουν υποστεί σημαντικές απώλειες και θα χρειαστεί χρόνια για να ανακάμψουν, εξακολουθούν να είναι τρομερές.
Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από το πού βρίσκεται η πρώτη γραμμή, η Ρωσία και η Ουκρανία θα έχουν τις δυνατότητες να αποτελούν μόνιμη απειλή η μία για την άλλη. Αλλά τα στοιχεία του περασμένου έτους δείχνουν ότι κανένας από τους δύο δεν έχει ή δεν θα έχει την ικανότητα να επιτύχει μια αποφασιστική νίκη -υποθέτοντας, φυσικά, ότι η Ρωσία δεν καταφεύγει σε όπλα μαζικής καταστροφής (και ακόμη και αυτό μπορεί να μην εξασφαλίσει τη νίκη).
Οι περιορισμοί που αντιμετωπίζουν και οι δύο πλευρές υποδηλώνουν ότι καμία δεν θα επιτύχει τους δηλωμένους εδαφικούς στόχους της με στρατιωτικά μέσα τους επόμενους μήνες ή και χρόνια. Για την Ουκρανία, ο στόχος είναι εξαιρετικά σαφής: το Κίεβο θέλει τον έλεγχο σε όλο το διεθνώς αναγνωρισμένο έδαφός του, το οποίο περιλαμβάνει την Κριμαία και τα τμήματα του Ντονμπάς που έχει καταλάβει η Ρωσία από το 2014.
Η θέση της Ρωσίας δεν είναι τόσο κατηγορηματική αφού η Μόσχα διατηρεί ασάφεια σχετικά με την τοποθεσία των συνόρων σε δύο από τις πέντε ουκρανικές περιφέρειες που ισχυρίζεται ότι έχει προσαρτήσει: τη Ζαπορίζια και τη Χερσώνα. Ανεξάρτητα από αυτή την ασάφεια, το συμπέρασμα είναι ότι ούτε η Ουκρανία ούτε η Ρωσία πιθανότατα θα αποκτήσουν έλεγχο σε αυτό που θεωρούν δικό τους έδαφος (αυτό δεν σημαίνει ότι οι διεκδικήσεις και των δύο μερών πρέπει να τυγχάνουν ίσης νομιμότητας. Αλλά η έκδηλη παρανομία της ρωσικής θέσης δεν φαίνεται να αποτρέπει τη Μόσχα από το να την κρατήσει).
Με άλλα λόγια, ο πόλεμος θα τελειώσει χωρίς επίλυση της εδαφικής διαφοράς. Είτε η Ρωσία είτε η Ουκρανία, ή, το πιθανότερο, και οι δύο, θα πρέπει να συμβιβαστούν με μια de facto γραμμή ελέγχου που καμία δεν αναγνωρίζει ως διεθνή σύνορα.
Ενας «πόλεμος για πάντα»
Αυτοί οι, σε μεγάλο βαθμό, αμετάβλητοι παράγοντες θα μπορούσαν κάλλιστα να προκαλέσουν έναν παρατεταμένο θερμό πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας. Πράγματι, η ιστορία δείχνει ότι αυτό είναι το πιο πιθανό αποτέλεσμα. Μια μελέτη από το Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών, χρησιμοποιώντας δεδομένα από το 1946 έως το 2021 που συγκεντρώθηκαν από το Πανεπιστήμιο της Ουψάλα, διαπίστωσε ότι το 26% των διακρατικών πολέμων τελειώνουν σε λιγότερο από ένα μήνα και ένα άλλο 25% μέσα σε ένα χρόνο. Αλλά η μελέτη διαπίστωσε επίσης ότι «όταν οι διακρατικοί πόλεμοι διαρκούν περισσότερο από ένα χρόνο, εκτείνονται σε πάνω από μια δεκαετία κατά μέσο όρο».
Ένας μακρύς πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας θα είναι επίσης εξαιρετικά προβληματικός για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους. Μια παρατεταμένη σύγκρουση θα διατηρούσε τον κίνδυνο πιθανής κλιμάκωσης, είτε με τη χρήση πυρηνικών από τη Ρωσία, είτε με έναν πόλεμο Ρωσίας-ΝΑΤΟ. Η Ουκρανία θα χρειαστεί πλήρη οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη από τη Δύση, κάτι που τελικά θα προκαλέσει δημοσιονομικές προκλήσεις για τις δυτικές χώρες και προβλήματα ετοιμότητας για τους στρατούς τους. Οι παγκόσμιες οικονομικές συνέπειες του πολέμου, συμπεριλαμβανομένης της αστάθειας στις τιμές των σιτηρών και της ενέργειας, θα συνεχίζονταν. Αν και ένας μακρύς πόλεμος θα αποδυνάμωνε περαιτέρω τη Ρωσία, το όφελος δεν υπερτερεί αυτού του κόστους.
Ενώ οι δυτικές κυβερνήσεις θα πρέπει να συνεχίσουν να κάνουν ό,τι μπορούν για να βοηθήσουν την Ουκρανία να προετοιμαστεί για την αντεπίθεση, πρέπει επίσης να υιοθετήσουν μια στρατηγική για τον τερματισμό του πολέμου -ένα όραμα για αποτέλεσμα που να είναι εύλογο κάτω από αυτές τις συνθήκες, που δεν είναι ιδανικές.
Επειδή μια αποφασιστική στρατιωτική νίκη είναι εξαιρετικά απίθανη, ορισμένα σενάρια δεν είναι πλέον πιθανά. Δεδομένων των θεμελιωδών διαφορών μεταξύ Μόσχας και Κιέβου σε βασικά ζητήματα όπως τα σύνορα, μια συνθήκη ειρήνης ή μια συνολική πολιτική διευθέτηση που εξομαλύνει τις σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας φαίνεται επίσης αδύνατη. Οι δύο χώρες θα είναι εχθροί πολύ μετά το τέλος του θερμού πολέμου.
Για τις δυτικές κυβερνήσεις και το Κίεβο, ο τερματισμός του πολέμου χωρίς διαπραγματεύσεις μπορεί να φαίνεται προτιμότερος από τη συνομιλία με τους εκπροσώπους μιας κυβέρνησης που διέπραξε μια απρόκλητη επιθετική ενέργεια και φρικτά εγκλήματα πολέμου. Αλλά οι διακρατικοί πόλεμοι που έχουν φτάσει σε αυτό το επίπεδο έντασης δεν τείνουν απλώς να τελειώνουν χωρίς διαπραγματεύσεις.
Δεδομένου ότι θα χρειαστούν συνομιλίες αλλά αποκλείεται η διευθέτηση, το πιο εύλογο τέλος είναι μια συμφωνία ανακωχής. Μια ανακωχή -ουσιαστικά μια διαρκής συμφωνία κατάπαυσης του πυρός που δεν γεφυρώνει τις πολιτικές διαφορές- θα τερμάτιζε τον θερμό πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας αλλά όχι την ευρύτερη σύγκρουση.
Η αρχέτυπη περίπτωση είναι η κορεατική ανακωχή του 1953, η οποία αφορούσε αποκλειστικά τη μηχανική διατήρησης της κατάπαυσης του πυρός και άφησε όλα τα πολιτικά ζητήματα εκτός τραπεζιού. Αν και η Βόρεια και η Νότια Κορέα εξακολουθούν να βρίσκονται τεχνικά σε πόλεμο και αμφότερες διεκδικούν το σύνολο της χερσονήσου ως κυρίαρχο έδαφός τους, η ανακωχή έχει σε μεγάλο βαθμό επικρατήσει. Ένα τόσο μη ικανοποιητικό αποτέλεσμα είναι ο πιο πιθανός τρόπος με τον οποίο θα τελειώσει αυτός ο πόλεμος.
Το κόστος της αναμονής
Η λήψη μέτρων για την εκκίνηση της διπλωματίας δεν χρειάζεται να επηρεάσει τις προσπάθειες για στρατιωτική βοήθεια της Ουκρανίας ή την επιβολή κόστους στη Ρωσία. Ιστορικά, το να μάχεσαι και να μιλάς ταυτόχρονα ήταν μια κοινή πρακτική στους πολέμους.
Η αναμονή για τη δημιουργία του σκηνικού για τις διαπραγματεύσεις έχει το κόστος της. Όσο περισσότερο οι σύμμαχοι και η Ουκρανία μένουν χωρίς να αναπτύξουν διπλωματική στρατηγική, τόσο πιο δύσκολο θα είναι να το κάνουν. Όσο περνούν οι μήνες, τόσο το πολιτικό τίμημα του πρώτου βήματος θα αυξάνεται. Ήδη, κάθε κίνηση που κάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους για να ανοίξουν τη διπλωματική οδό -ακόμη και με την υποστήριξη της Ουκρανίας- θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με λεπτότητα, ώστε να μην παρουσιαστεί ως ανατροπή πολιτικής ή εγκατάλειψη της δυτικής υποστήριξης προς το Κίεβο.
Πράγματι, θα χρειαστούν εβδομάδες ή ίσως μήνες για να έρθουν οι σύμμαχοι και η Ουκρανία στην ίδια θέση σχετικά με μια διαπραγματευτική στρατηγική -και ακόμη περισσότερο για να καταλήξουν σε συμφωνία με τη Ρωσία όταν αρχίσουν οι συνομιλίες. Στην περίπτωση της κορεατικής ανακωχής, απαιτήθηκαν 575 συναντήσεις σε διάστημα δύο ετών για να οριστικοποιηθούν οι σχεδόν 40 σελίδες της συμφωνίας. Ωστόσο, ακόμη κι αν δημιουργηθεί αύριο μια πλατφόρμα διαπραγματεύσεων, θα περνούσαν μήνες μέχρι να σωπάσουν τα όπλα (αν οι συνομιλίες πετύχαιναν, κάτι που απέχει πολύ από το να είναι δεδομένο).
Χρησιμοποιώντας δεδομένα από πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ 1946 και 1997, η πολιτική επιστήμων Βιρτζίνια Πέιτζ Φόρτνα έδειξε ότι ισχυρές συμφωνίες που ρυθμίζουν θέματα όπως οι αποστρατιωτικοποιημένες ζώνες, οι εγγυήσεις τρίτων καθώς και κοινές επιτροπές για την επίλυση διαφορών, οι οποίες περιέχουν συγκεκριμένη (αντί για ασαφή) γλώσσα παρήγαγαν πιο διαρκή κατάπαυση πυρός. Αυτοί οι μηχανισμοί ενισχύουν τις αρχές της αμοιβαιότητας και της αποτροπής οι οποίες επιτρέπουν σε ορκισμένους εχθρούς να επιτύχουν ειρήνη, χωρίς να επιλύσουν τις θεμελιώδεις διαφορές τους. Επειδή αυτοί οι μηχανισμοί θα είναι δύσκολο να προσαρμοστούν στον πόλεμο της Ουκρανίας, οι κυβερνήσεις πρέπει να εργαστούν από τώρα για την ανάπτυξή τους.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους μπορούν και πρέπει να βοηθήσουν την Ουκρανία στη διαπραγματευτική της στρατηγική. Επιπλέον, θα πρέπει να εξετάσουν ποια μέτρα μπορούν να λάβουν παράλληλα για να παράσχουν κίνητρα στα μέρη να φτάσουν στο τραπέζι και να ελαχιστοποιήσουν τις πιθανότητες να καταρρεύσει οποιαδήποτε κατάπαυση του πυρός.
Οι δεσμεύσεις για την ασφάλεια στην Ουκρανία -κάποια διαβεβαίωση ότι το Κίεβο δεν θα αντιμετωπίσει μόνο του τη Ρωσία, εάν η Μόσχα επιτεθεί ξανά- θα πρέπει να αποτελούν μέρος αυτής της εξίσωσης. Από την οπτική γωνία της Μόσχας, η ένταξη στο ΝΑΤΟ θα μετατρέψει την Ουκρανία σε μια χώρα όπου οι ΗΠΑ θα μπορούν να αναπτύξουν δυνάμεις. Έτσι, ακόμη κι αν υπήρχε συναίνεση μεταξύ των συμμάχων για να προσφερθεί η ένταξη στο Κίεβο (και δεν υπάρχει), η χορήγηση εγγύησης ασφάλειας στην Ουκρανία μέσω της ένταξης στο ΝΑΤΟ θα μπορούσε κάλλιστα να κάνει την ειρήνη τόσο μη ελκυστική για τη Ρωσία που ο Πούτιν θα αποφάσιζε να συνεχίσει να πολεμά.
Ο τετραγωνισμός αυτού του κύκλου θα είναι μια πολιτική πρόκληση. Ένα πιθανό μοντέλο είναι το μνημόνιο συνεννόησης ΗΠΑ-Ισραήλ του 1975, το οποίο ήταν μια από τις βασικές προϋποθέσεις για να συμφωνήσει το Ισραήλ σε ειρήνη με την Αίγυπτο. Το έγγραφο αναφέρει ότι υπό το φως της «μακροχρόνιας δέσμευσης των ΗΠΑ για την επιβίωση και την ασφάλεια του Ισραήλ, η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών θα αντιμετωπίσει με ιδιαίτερη σοβαρότητα τις απειλές για την ασφάλεια ή την κυριαρχία του Ισραήλ από μια παγκόσμια δύναμη». Συνεχίζει λέγοντας ότι σε περίπτωση τέτοιας απειλής, η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα διαβουλεύεται με το Ισραήλ «σε σχέση με το ποια υποστήριξη, διπλωματική ή άλλη, ή βοήθεια μπορεί να προσφέρει στο Ισραήλ, σύμφωνα με τις συνταγματικές πρακτικές του».
Το έγγραφο υπόσχεται επίσης ρητά «επανορθωτικές ενέργειες από τις Ηνωμένες Πολιτείες», εάν η Αίγυπτος παραβιάσει την κατάπαυση του πυρός. Δεν πρόκειται για ρητή δέσμευση να αντιμετωπίζεται μια επίθεση στο Ισραήλ ως επίθεση στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά πλησιάζει.
Μια παρόμοια διαβεβαίωση προς την Ουκρανία θα έδινε στο Κίεβο μια ενισχυμένη αίσθηση ασφάλειας, θα ενθάρρυνε τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα στην οικονομία της Ουκρανίας και θα ενίσχυε την αποτροπή της μελλοντικής ρωσικής επιθετικότητας. Ενώ σήμερα η Μόσχα γνωρίζει με βεβαιότητα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα επέμβουν στρατιωτικά εάν επιτεθούν στην Ουκρανία, αυτού του είδους η δήλωση θα έκανε το Κρεμλίνο να σκεφτεί περισσότερες από δύο φορές -αλλά δεν θα δημιουργούσε νέες βάσεις των ΗΠΑ στα σύνορα της Ρωσίας.
Ξεκινήστε τις συνομιλίες
Το πρώτο βήμα προς την πραγματοποίηση αυτού του οράματος τους επόμενους μήνες είναι να υπάρξει μια προσπάθεια της κυβέρνησης των ΗΠΑ να αναπτύξει τη διπλωματική οδό. Ο Μπάιντεν θα πρέπει βρει έναν ειδικό προεδρικό απεσταλμένο που θα μπορεί να δεσμευτεί πέρα από τα υπουργεία Εξωτερικών, τα οποία έχουν παραγκωνιστεί σε αυτή την κρίση από σχεδόν όλες τις εμπλεκόμενες πρωτεύουσες. Στη συνέχεια, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να ξεκινήσουν άτυπες συζητήσεις με την Ουκρανία και μεταξύ των συμμάχων στο G-7 και στο ΝΑΤΟ σχετικά με το τέλος της σύγκρουσης.
Παράλληλα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός τακτικού καναλιού επικοινωνίας σχετικά με τον πόλεμο, που περιλαμβάνει την Ουκρανία, τους συμμάχους των ΗΠΑ και τη Ρωσία. Αυτό το κανάλι δεν θα είχε αρχικά στόχο την επίτευξη κατάπαυσης του πυρός. Αντίθετα, θα επέτρεπε στους συμμετέχοντες να αλληλεπιδρούν συνεχώς. Τέτοιες συζητήσεις θα πρέπει να ξεκινήσουν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, όπως και οι αρχικές επαφές των ΗΠΑ με το Ιράν για την πυρηνική συμφωνία που υπογράφηκε το 2015.
Αυτές οι προσπάθειες ενδέχεται να αποτύχουν να οδηγήσουν σε συμφωνία. Οι πιθανότητες επιτυχίας είναι ελάχιστες -και ακόμη κι αν οι διαπραγματεύσεις κατέληγαν σε συμφωνία, κανείς δεν θα έφευγε πλήρως ικανοποιημένος. Η κορεατική ανακωχή σίγουρα δεν θεωρήθηκε θρίαμβος της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Αλλά εδώ και σχεδόν 70 χρόνια από τότε, δεν υπήρξε άλλο ξέσπασμα πολέμου στη χερσόνησο. Εν τω μεταξύ, η Νότια Κορέα αναδύθηκε από την καταστροφή της δεκαετίας του 1950 για να γίνει μια οικονομική δύναμη και τελικά μια ακμάζουσα δημοκρατία.
Ένα endgame που βασίζεται σε μια ανακωχή θα άφηνε την Ουκρανία -τουλάχιστον προσωρινά- χωρίς όλη την επικράτειά της. Αλλά η χώρα θα είχε την ευκαιρία να ανακάμψει οικονομικά και ο θάνατος και η καταστροφή θα τελείωναν. Θα παρέμενε εγκλωβισμένη σε μια σύγκρουση με τη Ρωσία για τις περιοχές που κατέλαβε η Μόσχα, αλλά αυτή η σύγκρουση θα διαδραματιζόταν στον πολιτικό, πολιτιστικό και οικονομικό τομέα, όπου, με τη δυτική υποστήριξη, η Ουκρανία θα είχε πλεονεκτήματα.
Mια ρωσο-ουκρανική ανακωχή δεν θα τερμάτιζε την αντιπαράθεση της Δύσης με τη Ρωσία, αλλά οι κίνδυνοι μιας άμεσης στρατιωτικής σύγκρουσης θα μειώνονταν δραματικά και οι παγκόσμιες συνέπειες του πολέμου θα μετριάζονταν.