Με την Ελλάδα να βρίσκεται μεταξύ δύο εκλογικών αναμετρήσεων, ο γερμανικός τύπος έχει αναφερθεί εκτενώς στην ελληνική κυβέρνηση, εκθειάζοντας ιδίως την οικονομική πολιτική του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Ο δημοσιογράφος Φέρρυ Μπατζόγλου της tageszeitung, ωστόσο, καταθέτει μία διαφορετική άποψη:
«Τα περί υγειών δημοσιονομικών στην Ελλάδα αποτελούν μια όμορφη αφήγηση, αλλά δυστυχώς είναι ψευδή. Αν ρίξει κανείς μια πιο προσεκτική ματιά, θα παρατηρήσει πως το υποτιθέμενο success story με την υπογραφή του Μητσοτάκη δεν έχει ακόμη προχωρήσει.
Η ανάπτυξη στην Ελλάδα μετά τον κορωνοϊό, την οποία αρέσκονται να επισημαίνουν οι οπαδοί του Μητσοτάκη, διαδέχθηκε μια βίαιη οικονομική ύφεση της τάξης του 9% κατά το έτος της πανδημίας 2020 και από τότε έως το 2022, η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε συνολικά μόνο κατά 5,2%. Το ήδη υπερβολικά υψηλό δημόσιο χρέος της χώρας έφτασε στο ιστορικό υψηλό των 401,5 δισεκατομμυρίων ευρώ κατά την εποχή της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, παρουσιάζοντας μία αύξηση κατά 45 δισεκατομμύρια ευρώ. Επί Μητσοτάκη απλώς δεν υπήρξαν μέτρα λιτότητας, αλλά δημιουργήθηκαν νέα χρέη.
Το ποσοστό ανεργίας μπορεί να μειώθηκε από 17,3% το 2019 σε 12,4% το 2022. Ωστόσο, η πτώση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη δημιουργία χαμηλόμισθων θέσεων εργασίας μερικής απασχόλησης, με την Ελλάδα να εκφυλίζεται σε μια χώρα φτηνού εργατικού δυναμικού.
Αυτό ισχύει σε μεγάλο βαθμό και για τις θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης: ένα ζευγάρι με δύο παιδιά είχε κατά μέσο όρο καθαρό εισόδημα 33.044 ευρώ το 2021, δηλαδή τόσο χαμηλό όσο και το 2003 και κατά 20.000 ευρώ χαμηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (53.397 ευρώ).
Ο Μητσοτάκης βασίζεται στο νεοφιλελεύθερο "trickle-down effect” (σ.σ.: διάχυση του πλούτου από τα ανώτερα στα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα), το οποίο ελάχιστα έχει επηρεάσει τη μεσαία τάξη μέχρι στιγμής».
Τέλος, επικαλούμενος την άποψη του πολιτικού επιστήμονα Λευτέρη Κουσούλη, ο δημοσιογράφος της taz καταλήγει πως ο κύριος λόγος που η Ν.Δ. συγκέντρωσε το 40% των ψήφων, οφείλεται κυρίως στο ότι «μιλάει για σταθερότητα, ως εγγυητής της στασιμότητας, της αδράνειας και της ακαμψίας. Και στην οπισθοδρομική ελληνική κοινωνία, αυτά έχουν απήχηση».
ΠΗΓΗ: DEUTSCHE WELLE