Ο Ντόναλντ Τραμπ κρίθηκε ένοχος από σώμα ενόρκων ομοσπονδιακού δικαστηρίου του Μανχάταν ότι κακοποίησε σεξουαλικά την αρθρογράφο Ε. Τζιν Κάρολ πριν από σχεδόν τρεις δεκαετίες, και ακολούθως τη δυσφήμισε.
Οι εννέα ένορκοι (έξι άνδρες και τρεις γυναίκες) διαβουλεύτηκαν λιγότερο από τρεις ώρες και δικαίωσαν τελικά την Κάρολ, επιδικάζοντας στην ενάγουσα αποζημίωση πέντε εκατομμυρίων δολαρίων.
Για «επαίσχυντη ετυμηγορία» έκανε λόγο ο Ρεπουμπλικάνος μεγιστάνας, στην πρώτη του αντίδραση μέσω ανάρτησής του στην πλατφόρμα Truth Social, επαναλαμβάνοντας τον ισχυρισμό ότι δεν έχει ιδέα ποια είναι αυτή η γυναίκα. Εκπρόσωπός του προανήγγειλε πως θα ασκήσει έφεση, μέχρι την εκδίκαση της οποίας ο Τραμπ δεν είναι υποχρεωμένος να καταβάλει την αποζημίωση.
Στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, η 79χρονη Κάρολ κατέθεσε ενώπιον των ενόρκων. «Είμαι εδώ επειδή ο Ντόναλντ Τραμπ με βίασε και όταν το έγραψα αυτό, είπε ψέματα και είπε ότι δεν συνέβη», κατέθεσε προ ημερών η Ε. Τζιν Κάρολ στο ομοσπονδιακό δικαστήριο του Μανχάταν. «Είπε ψέματα και έβλαψε το όνομά μου και είμαι εδώ για να προσπαθήσω να πάρω πίσω τη ζωή μου», πρόσθεσε.
Η Κάρολ, που διατηρούσε μια στήλη συμβουλών στο περιοδικό Elle, αξίωνε αποζημίωση από τον Τραμπ, ο οποίος διεκδικεί και πάλι το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων για τις προεδρικές εκλογές του 2024. Η υπόθεση αφορά μια συνάντηση που, σύμφωνα με την Κάρολ, είχαν οι δύο τους στο πολυκατάστημα Bergdorf Goodman, στα τέλη του 1995 ή τις αρχές του 1996, όπου κατηγόρησε τον Τραμπ ότι τη βίασε.
Η Κάρολ τον μήνυσε για δυσφήμιση, αφού ο πρώην πρόεδρος αρνήθηκε ότι τη βίασε και σε μια ανάρτησή του στον ιστότοπο Truth Social υποστήριξε ότι δεν τη γνωρίζει, «δεν είναι ο τύπος του» και ότι έκανε αυτό τον ισχυρισμό για να πουλήσει τα απομνημονεύματά της. Τον μήνυσε επίσης για βιασμό, βασιζόμενη σε ένα νόμο της Νέας Υόρκης που έδινε τη δυνατότητα, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, στα θύματα να προσφύγουν στα δικαστήρια ακόμη και αν έχει παραγραφεί το αδίκημα.
Η Κάρολ κατέθεσε ότι γνώρισε τον Τραμπ χρόνια πριν από τη συνάντησή τους στο πολυκατάστημα και τον θεωρούσε «ευχάριστο» και «κοινωνικό». Στο Bergdorf, όπως είπε, έφευγε όταν ο Τραμπ την αναγνώρισε και της έτεινε το χέρι του, αναγκάζοντάς την να σταματήσει.
«Είπε: Έι, εσύ είσαι εκείνη η κυρία με τις συμβουλές και απάντησα "Ει, εσύ είσαι εκείνος ο μεγιστάνας των ακινήτων"», είπε. Οι δυο τους άρχισαν να αστειεύονται και ο τόνος του Τραμπ ήταν «πειρακτικός», συνέχισε, καταθέτοντας ότι εκείνος ήθελε να αγοράσει εσώρουχα για μια άλλη γυναίκα. Της ζήτησε να δοκιμάσει ένα εσώρουχο και εκείνη αστειεύτηκε, αντιπροτείνοντάς του να το φορέσει ο ίδιος. Όπως υποστήριξε, στη συνέχεια την οδήγησε σε ένα δοκιμαστήριο, έκλεισε την πόρτα, την έσπρωξε στον τοίχο και τη βίασε.
Η Κάρολ προσπάθησε να συγκρατήσει τα δάκρυά της ενώ περιέγραφε πώς τον απώθησε.
Όταν ρωτήθηκε από τον δικηγόρο της αν είπε «όχι», απάντησε: «Δεν θυμάμαι να το λέω. Ίσως να το είπα». Πρόσθεσε ότι εκείνη την εποχή έριχνε το φταίξιμο στον εαυτό της, φοβόταν ότι θα έχανε τη δουλειά της και ότι ο Τραμπ θα την εκδικείτο εάν τον κατέδιδε.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ