Η Εκτελεστική Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Μαργκρέιτε Βέστεϊγερ, η Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Εμπορίου (FTC) των ΗΠΑ κ. Lina Khan και ο βοηθός γενικός εισαγγελέας αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ κ. Jonathan Kanter συναντήθηκαν στην Ουάσινγκτον στο πλαίσιο της τρίτης συνεδρίασης του κοινού διαλόγου ΕΕ-ΗΠΑ για την πολιτική ανταγωνισμού στον τομέα της τεχνολογίας (TCPD).
Ο διάλογος ξεκίνησε στις 7 Δεκεμβρίου 2021 με σκοπό την περαιτέρω εδραίωση των προσπαθειών συνεργασίας για τη διασφάλιση και την προώθηση του θεμιτού ανταγωνισμού στον ψηφιακό τομέα, αναφέρει η Κομισιόν.
Μεταξύ άλλων, η συζήτηση επικεντρώθηκε στους λόγους για τους οποίους ορισμένες συγκεντρώσεις μεταξύ ψηφιακών παραγόντων ενδέχεται να προκαλέσουν προβλήματα ανταγωνισμού. Οι τρεις αρχές μοιράστηκαν επίσης τους προβληματισμούς τους όσον αφορά την πολιτική στον τομέα της κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης στον ψηφιακό τομέα, ενώ παρουσίασαν και πρόσφατες πρωτοβουλίες πολιτικής στον τομέα αυτό.
Οι τρεις αρχές συμφώνησαν ότι είναι σημαντικό να συνεχιστεί η στενή συνεργασία στο πλαίσιο του TCPD, δεδομένου ότι οι εύρυθμες και ανταγωνιστικές αγορές ωφελούν τους καταναλωτές, τις επιχειρήσεις και τους εργαζομένους και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Στο πλαίσιο αυτό, η FTC και το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ θα αποστείλουν από έναν εμπειρογνώμονα στις Βρυξέλλες, οι οποίοι θα βοηθήσουν στην εφαρμογή της πράξης για τις ψηφιακές αγορές (DMA).
Η κ. Μαργκρέιτε Βέστεϊγιερ, Εκτελεστική Αντιπρόεδρος της Επιτροπής αρμόδια για την Πολιτική Ανταγωνισμού δήλωσε σχετικά: «Η σημερινή συνάντηση απέδειξε για άλλη μια φορά πόσο εποικοδομητική είναι η συνέχιση της στενής συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των αρχών ανταγωνισμού των ΗΠΑ. Η ανταλλαγή εμπειριών και ιδεών σχετικά με τον βέλτιστο τρόπο πρόβλεψης και αντιμετώπισης των ταχέως εξελισσόμενων τάσεων στις αγορές τεχνολογίας είναι ζωτικής σημασίας για την επίτευξη του κοινού στόχου ενός δίκαιου, συμπεριληπτικού και ευνοϊκού για τον ανταγωνισμό ψηφιακού μετασχηματισμού, προς όφελος των καταναλωτών και των επιχειρήσεων τόσο στην ΕΕ όσο και στις ΗΠΑ.»