Στις 3 Μαρτίου 2013, μετά την κατακραυγή για υπερβολικές αμοιβές μεγαλοστελεχών βιομηχανιών, οι Ελβετοί υιοθέτησαν κατόπιν δημοψηφίσματος μία πρωτοβουλία κατά των υπερβολικών απολαβών. Η πρωτοβουλία απαγόρευσε ορισμένες αποζημιώσεις απόλυσης και εισήγαγε μεγαλύτερη διαφάνεια στις αμοιβές των διευθυντικών στελεχών. Με ποσοστό σχεδόν 68%, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν ξεκάθαρο. Έχει αλλάξει όμως μόνιμα ο εταιρικός κόσμος μετά την ψηφοφορία;
Και ναι και όχι: Οι προειδοποιήσεις των εργοδοτών ότι οι εταιρείες πρόκειται τώρα να μεταναστεύσουν και ότι η Ελβετία θα χάσει την ελκυστικότητά της ως τόπος εγκατάστασης επιχειρήσεων, αποδείχθηκαν λανθασμένες. Η αποζημίωση απόλυσης απλώς αντικαταστάθηκε από άλλα μπόνους. Συνεπώς, η πρωτοβουλία δεν έχει επιφέρει άμεσα κάποια μόνιμη αλλαγή.
Παρ' όλα αυτά, κάτι άλλαξε, υποστηρίζει ο Τόμας Μπεσόρνερ, καθηγητής επιχειρηματικής ηθικής στο Πανεπιστήμιο του Σεν Γκάλεν: «Σήμερα, η κοινή γνώμη ασχολείται πολύ περισσότερο με το πώς θα πρέπει να διανέμεται ο πλούτος που δημιουργείται από τις εταιρείες», συζητώντας για παράδειγμα, εάν θα πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως από τους μετόχους.
Το κοινωνικό αίτημα για μία «πολιτισμένη οικονομία της αγοράς»
Η κοινωνία έχει βαρεθεί τις υπερβολές του καπιταλισμού. «Ο κόσμος είναι πολύ πιο ευαίσθητος στο ζήτημα της δικαιοσύνης, είτε πρόκειται για ζητήματα διανομής, είτε για τα ανθρώπινα δικαιώματα, είτε για ζητήματα οικολογικής οικονομίας», λέει ο Μπεσόρνερ.
«Η κοινωνία δεν αποδέχεται πλέον το παραμύθι της δικαιολογημένης μεγιστοποίησης του κέρδους από τις εταιρείες στα πλαίσια ενός σκληρού, καθοδηγούμενο από τους μετόχους, καπιταλισμό», δήλωσε, προσθέτοντας ότι η κοινή γνώμη επιθυμεί μια πιο ανθρώπινη μορφή οικονομικής δραστηριότητας, «μια πολιτισμένη οικονομία της αγοράς».
Στη Γερμανία, οι αμοιβές των κορυφαίων στελεχών αποτελούν επίσης φλέγον ζήτημα και επανέρχονται διαρκώς στη δημόσια διαβούλευση. Ενώ οι υποστηρικτές των υψηλών αμοιβών επισημαίνουν την ευθύνη των κορυφαίων διευθυντών συχνά για δεκάδες χιλιάδες υπαλλήλους, οι επικριτές βρίσκουν εκτός πραγατικότητας τους υψηλούς μισθούς εκατομμυρίων. Μια ετήσια αμοιβή άνω των 10.000.000 ευρώ θα ήταν δύσκολο να δικαιολογηθεί προς την κοινωνία, λέει η Κριστιάνε Χόλτς, διευθύνουσα σύμβουλος της ένωσης προστασίας επενδυτών DSW.
Οι στόχοι για τις αμοιβές των διευθυντικών στελεχών πρέπει να αντικατοπτρίζουν την ανάπτυξη της εταιρείας, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα, υποστηρίζει η Χολτς. Εδώ, το εκάστοτε εποπτικό συμβούλιο καλείται να θέσει φιλόδοξους στόχους -οικονομικούς και μη, καθώς και στόχους βιωσιμότητας-, όπως και να απαιτήσει την υλοποίησή τους από το εκτελεστικό συμβούλιο. Η DSW δεν θεωρεί ως αναγκαίο ένα απόλυτο ανώτατο όριο για τις αποδοχές των ανώτατων διευθυντικών στελεχών.
Σύμφωνα με ανάλυση της DSW και του Τεχνικού Πανεπιστημίου του Μονάχου, οι διευθύνοντες σύμβουλοι των εταιρειών που συγκαταλέγονται στον δείκτη Dax κέρδιζαν κατά μέσο όρο 6.000.000 ευρώ σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του 2021, λιγότερα δηλαδή από τους επικεφαλής των εταιρειών του ελβετικού δείκτη SMI και από εκείνους των εταιρειών του γαλλικού δείκτη CAC 40. Σε σύγκριση με τις Η.Π.Α., ωστόσο, τα ποσά αυτά είναι σχεδόν πενιχρά: τα ανώτατα στελέχη των εταιρειών που είναι εισηγμένες στον βιομηχανικό δείκτη Dow Jones έλαβαν κατά μέσο όρο 27,3 εκατομμύρια ευρώ.
Τα διοικητικά συμβούλια των 40 εταιρειών του Dax, συμπεριλαμβανομένων των διευθύνοντων συμβούλων των ομίλων, έλαβαν κατά μέσο όρο 3,9 εκατομμύρια ευρώ το 2021. Αυτό σημαίνει πως τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου κέρδιζαν 53 φορές περισσότερα χρήματα από τον μέσο εργαζόμενο. Σύμφωνα με την DSW, παρά τις συζητήσεις για τους μισθούς πολλών εκατομμυρίων για τα κορυφαία στελέχη, τα διοικητικά συμβούλια επωφελήθηκαν σημαντικά από τη μεγάλη αύξηση του εταιρικού κέρδους μετά το 2020 και την πανδημία - παρά τις συζητήσεις για τους μισθούς πολλών εκατομμυρίων για τα κορυφαία στελέχη.
ΠΗΓΗ: DEUTSCHE WELLE