Η Goldman Sachs δεν είναι πολύ αισιόδοξη ότι η απόφαση για το πλαφόν στην αγορά του φυσικού αερίου, με ανώτατο όριο τιμών τα €180 ανά MWh στο TTF, θα βοηθήσει στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς ενέργειας της ΕΕ.
Ο αμερικανικός επενδυτικός οίκος επισημαίνει ότι η τιμή των €180 ανά MWh που συμφωνήθηκε είναι σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από το όριο των €275 ανά MWh που προτάθηκε τον περασμένο μήνα και θα τεθεί σε εφαρμογή από τις 15 Φεβρουαρίου 2023.
Η συμφωνημένη τιμή, κατά την άποψη της τράπεζας, αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα ενεργοποίησης του ανώτατου ορίου τιμών σε σχέση με την προηγούμενη πρόταση, αυξάνοντας τελικά σημαντικά τον κίνδυνο εκδήλωσης διαταραχής της αγοράς.
Η Goldman Sachs επισημαίνει ότι όπως έχει υποστηρίξει και σε προηγούμενο report, ένα ανώτατο όριο τιμών χωρίς σχετικό ανώτατο όριο ζήτησης όχι μόνο δεν λύνει το έλλειμμα φυσικού αερίου στην Ευρώπη, αλλά δημιουργεί τον κίνδυνο να επιδεινωθεί το συνεχιζόμενο έλλειμμα, δίνοντας κίνητρα στην κατανάλωση.
Περαιτέρω, η τράπεζα εξηγεί ότι η θέσπιση ανώτατων τιμών φυσικού αερίου σε επίπεδο χρηματιστηρίου ειδικότερα έχει πρόσθετα επιζήμια αποτελέσματα, όπως:
- Την περαιτέρω μείωση της ρευστότητας σε μια ήδη φτωχή σε ρευστότητα αγορά,
- Την αύξηση του κινδύνου μείωσης της προσφοράς φυσικού αερίου,
- Τη διατάραξη της διαχείρισης εμπορικών κινδύνων.
Οι προϋποθέσεις ενεργοποίησης του ανώτατου ορίου είναι η μηνιαία τιμή στο TTF να υπερβαίνει τα €180 ανά MWh για τρεις εργάσιμες ημέρες και η τιμή είναι κατά €35 ανά MWh υψηλότερη από μια τιμή αναφοράς για το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), που πιθανόν να περιλαμβάνει τις τιμές LNG της Βόρειας Ευρώπης αλλά και της Μεσογείου κατά τη διάρκεια των ίδιων τριών ημερών.
Σύμφωνα με την αμερικανική τράπεζα, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ακόμη και αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις ενεργοποίησης, αν ανεβούν οι τιμές κοντά στο προτεινόμενο ανώτατο όριο, είναι πιθανό να προκληθεί προληπτική δράση από τους συμμετέχοντες στην αγορά, οδηγώντας ενδεχομένως σε όλες τις αρνητικές επιπτώσεις του ανώτατου ορίου που συζητήθηκαν ανωτέρω.
«Θεωρούμε ότι αυτό είναι πιθανό να συμβεί κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 2023, όταν πιστεύουμε ότι θα απαιτηθεί πρόσθετη μείωση της βιομηχανικής ζήτησης λόγω τιμών σε σχέση με το περασμένο καλοκαίρι. Συγκεκριμένα, αν και το πρόσφατο κύμα ψύχους στην Ευρώπη αντισταθμίστηκε εν μέρει από τις εξαιρετικά υψηλές εισαγωγές ΥΦΑ και την εξοικονόμηση πόρων από τους οικιακούς καταναλωτές, διατηρούμε την άποψή μας ότι θα χρειαστούν τιμές κατά μέσο όρο €180 ανά MWh κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού το επόμενο έτος, για να διατηρηθεί αρκετή μείωση της ζήτησης, ώστε να βοηθηθεί η Ευρώπη να επαναλάβει την επιτυχή πλήρωση των αποθηκών πάνω από το 90%, όπως φέτος», εξηγεί η τράπεζα.
«Τέλος, σημειώνουμε ότι η χρήση των ευρωπαϊκών τιμών αναφοράς LNG ως υποκατάστατου για τις ευρωπαϊκές αγορές φυσικού αερίου, όπως προτείνεται από το προτεινόμενο ανώτατο όριο TTF, μπορεί να είναι λανθασμένη. Για να είμαστε σαφείς, το περασμένο καλοκαίρι, η τιμή στο TTF ήταν συχνά πάνω από €40 ανά MWh πάνω από τις ευρωπαϊκές τιμές LNG, επειδή η ικανότητα εισαγωγής LNG στην Ολλανδία ήταν στον μέγιστο δυνατό βαθμό εξαντλημένη και η τιμή στο TTF έπρεπε να τιμολογήσει την πρόσθετη «καταστροφή» της βιομηχανικής ζήτησης για να εξισορροπήσει την αγορά. Παρόλο που στην Ολλανδία αύξησαν έκτοτε την ικανότητα εισαγωγής LNG, ακολουθούμενες από την πρόσφατη έναρξη λειτουργίας των πρώτων τερματικών σταθμών εισαγωγής LNG της Γερμανίας, εάν οι τερματικοί αυτοί σταθμοί χρησιμοποιηθούν πλήρως το επόμενο καλοκαίρι, η ίδια αποσύνδεση τιμών TTF - LNG ενδέχεται να προκύψει και πάλι. Όχι επειδή η τιμή στο TTF βρίσκεται σε "υπερβολικά επίπεδα", αλλά επειδή θα αναζητήσει ποσότητες για να γεμίσουν οι αποθήκες ενόψει του χειμώνα 2023/24, είτε αυτό προέρχεται από το LNG είτε, αν χρειαστεί, από την καταστροφή της εγχώριας ζήτησης», συμπεραίνει η Goldman Sachs.