Η ακραία φτώχεια θα αυξηθεί στη Λατινική Αμερική το 2022, παρά το ότι προβλέπεται ελαφριά μείωση της φτώχειας συνολικά στην περιφέρεια, με φόντο την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και τη ραγδαία άνοδο του πληθωρισμού, προειδοποίησε χθες Πέμπτη η Οικονομική Επιτροπή για τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική των Ηνωμένων Εθνών (CEPALC).
Η φτώχεια στη Λατινική Αμερική εκτιμάται πως θα πλήξει το 32,1% του συνολικού πληθυσμού το 2022, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 201 εκατομμύρια ανθρώπους, έναντι 32,3% έναν χρόνο νωρίτερα, σύμφωνα με έκθεση της υπηρεσίας αυτής του ΟΗΕ.
Όμως αντίθετα, η ακραία φτώχεια θα πλήξει το 13,1% του πληθυσμού της περιφέρειας, με άλλα λόγια 82 εκατ. ανθρώπους, ενώ βρισκόταν στο 12,9% έναν χρόνο νωρίτερα.
«Οι επιπτώσεις της πανδημίας στη φτώχεια και στην ακραία φτώχεια δεν αντιστράφηκαν και οι χώρες (της περιφέρειας) είναι αντιμέτωπες με σιωπηρή κρίση στην παιδεία, που πλήττει το μέλλον των νέων γενιών», τόνισε ο Χοσέ Μανουέλ Σαλασάρ-Σιρινάς, ο εκτελεστικός γραμματέας της Οικονομικής Επιτροπής, παρουσιάζοντας την έκθεση.
Η αύξηση της ακραίας φτώχειας εξηγείται από τις «συνδυασμένες συνέπειες» της επιβράδυνσης της οικονομίας, «της δυναμικής της αγοράς εργασίας και του πληθωρισμού», διευκρινίζεται στην έκθεση.
Σε σύγκριση με το 2019, τη χρονιά προτού ξεσπάσει η πανδημία, 12 εκατ. άνθρωποι επιπλέον είναι βυθισμένοι στην ακραία φτώχεια και 15 εκατ. επιπλέον έχουν περιπέσει στη φτώχεια, λογαριάζει η Οικονομική Επιτροπή.
Το επίπεδο της ακραίας φτώχειας το 2022 γυρίζει πίσω «ένα τέταρτο του αιώνα» την περιφέρεια, υπογραμμίζει έτσι ο θεσμός, που έχει την έδρα του στο Σαντιάγο, την πρωτεύουσα της Χιλής.
Στο πεδίο της εκπαίδευσης, η Λατινική Αμερική και η Καραϊβική υφίστανται τις συνέπειες του παρατεταμένου κλεισίματος των σχολείων κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων ετών της πανδημίας, με κατά μέσον όρο 70 εβδομάδες κλεισίματος, έναντι 41 στον υπόλοιπο κόσμο.
Στη Λατινική Αμερική και στην Καραϊβική το ποσοστό των νέων (18 ως 24 ετών) που δεν σπουδάζουν ούτε εργάζονται αυξήθηκε από το 22,3% το 2019 στο 28,7% το 2020.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ