«Η εκτίναξη των τιμών του φυσικού αερίου από τον Ιούνιο σημαίνει υψηλότερο πληθωρισμό, με τεράστιο πλήγμα στην αγοραστική δύναμη και ύφεση στην Ευρωζώνη», υποστηρίζει ο Simon Wells, Chief European Economist της HSBC Global Research. Από την πλευρά του, δε ο Jack Allen-Reynolds της Capital Economics εξηγεί ότι η Eυρωζώνη θα περιέλθει σύντομα σε ύφεση, καθώς ο υψηλός πληθωρισμός, η αυστηρότερη νομισματική πολιτική και η αδύναμη παγκόσμια ανάπτυξη θα έχουν το τίμημά τους.
«Όταν οριστικοποιήσαμε τις προηγούμενες προβλέψεις μας προς τα τέλη Ιουνίου, δεν πιστεύαμε ότι η ύφεση ήταν αναπόφευκτη, παρά τους μεγάλους κινδύνους. Αλλά οι περικοπές στην προμήθεια ρωσικού φυσικού αερίου και η τεράστια συνακόλουθη αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου σημαίνει ότι ο πληθωρισμός είναι πιθανό να είναι πολύ υψηλότερος από ό,τι προβλέπαμε πριν από τρεις μήνες», συνεχίζει η HSBC. H βρετανική τράπεζα βλέπει τώρα ότι ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης θα κορυφωθεί στο 10% τον Οκτώβριο και θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο στο 8,3% φέτος και στο 6,0% το 2023 (από τις προβλέψεις για 7,6% και 3,9% πριν από τρεις μήνες).
H Capital Economics θεωρεί ότι η πορεία προς την ύφεση οφείλεται στο ότι η κατανάλωση των νοικοκυριών θα πληγεί καθώς άνοδος του πληθωρισμού μειώνει το συνολικό πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών και επιπρόσθετα, οι εξαγωγές και η αύξηση των επενδύσεων είναι πιθανό να επιβραδυνθούν. Το υψηλό κόστος ενέργειας και τα αυξανόμενα επιτόκια θα καταστήσουν τις επιχειρήσεις λιγότερο πρόθυμες και ικανές να επενδύσουν.
«Η άποψη μας είναι ότι το ΑΕΠ των χωρών της ζώνης ευρώ θα αρχίσει να μειώνεται αργότερα φέτος και η οικονομία δεν θα αρχίσει να αναπτύσσεται ξανά πριν από το δεύτερο τρίμηνο του 2023. Μέχρι τότε, υποθέτουμε ότι οι τιμές της ενέργειας θα μειωθούν και ότι τα πραγματικά εισοδήματα θα ανακάμψουν», προβλέπει ο Allen-Reynolds της CE.
«Ενώ οι κυβερνήσεις θα λάβουν περαιτέρω μέτρα για να αμβλύνουν το πλήγμα από τις υψηλές τιμές της ενέργειας, θα σταματήσουν να χαλαρώνουν τη δημοσιονομική πολιτική συνολικά. Συνδυάζοντας όλα αυτά, προβλέπουμε ότι το ΑΕΠ θα σταματήσει το τρίτο τρίμηνο και θα συρρικνωθεί τα επόμενα δύο τρίμηνα προτού αρχίσει να ανακάμπτει. Η πρόβλεψή μας ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί μόλις κατά 0,5% το 2023 και κατά 1,8% το 2024 είναι πολύ ασθενέστερη από τις τελευταίες προβλέψεις συναίνεσης και τις προβλέψεις των επίσημων φορέων», καταλήγει η Capital Economics.
Ο υψηλότερος πληθωρισμός συνεπάγεται μεγαλύτερη πτώση των πραγματικών εισοδημάτων των νοικοκυριών και τα συνολικά πραγματικά εισοδήματα θα μειωθούν κατά περίπου 1% φέτος και 2% το επόμενο έτος. Αυτό συμβαίνει παρά τα περισσότερα δημοσιονομικά μέτρα για την άμβλυνση της ενεργειακής πίεσης, εκτιμά από την πλευρά της η HSBC.
Η ύφεση στην Ευρωζώνη μοιάζει αναπόφευκτη
Το μέγεθος της εισοδηματικής πίεσης, σε συνδυασμό με τα στοιχεία για περιορισμένη προθυμία να μειωθούν οι αποταμιεύσεις, σημαίνει ότι η ύφεση είναι μάλλον αναπόφευκτη (η τέταρτη ύφεση της Ευρωζώνης σε 15 χρόνια, μετά από σχεδόν 15 χρόνια σχεδόν αδιάλειπτης επέκτασης μέχρι το 2008). «Βλέπουμε τώρα ότι το ΑΕΠ της Ευρωζώνης θα παραμείνει στάσιμο το γ' τρίμηνο του 2022 και θα συρρικνωθεί κατά 0,3% τα δύο επόμενα τρίμηνα, πριν επιστρέψει σε μέτρια ανάπτυξη το δεύτερο εξάμηνο του επόμενου έτους», προβλέπει ο Wells.
Αυτό συνεπάγεται μηδενική ανάπτυξη για το 2023 (από 1,5% προηγουμένως), κάτω από το consensus του Ιουλίου για 1,4% και την πρόβλεψη της ΕΚΤ για ανάπτυξη 2,1%, αλλά όχι τόσο δυσοίωνο όσο η εκτίμηση για ύφεση 1% από την Τράπεζα της Αγγλίας. Η ύφεση προβλέπεται να είναι αρκετά επιφανειακή χάρη στα αναμενόμενα δημοσιονομικά μέτρα και σε μια αγορά εργασίας που φαίνεται ότι θα παραμείνει σχετικά ανθεκτική. Όμως, με την πιθανότητα ενεργειακού δελτίου να εξακολουθεί να υφίσταται, οι κίνδυνοι είναι στραμμένοι προς τα κάτω.
Δύσκολο έργο για την ΕΚΤ και λιγότερες αυξήσεις επιτοκίων
Ο φόβος της Capital Economics είναι η πιθανότητα λάθους στην πολιτική της ΕΚΤ. «Η ΕΚΤ θα αυξήσει τα επιτόκια πάνω από το ουδέτερο επίπεδο και θα αποδεχθεί μια ασθενέστερη οικονομία ως αναγκαίο κόστος για τη μείωση του πληθωρισμού. Από την άλλη, όμως αν η ΕΚΤ αυξήσει τα επιτόκια πολύ περισσότερο από ό,τι προβλέπουμε και δεν μπορεί να συμφωνήσει πότε θα χρησιμοποιήσει το νέο μηχανισμό προστασίας της μετάδοσης της κρίση (ΤΡΙ), αυτό θα μπορούσε προκαλέσει νέα κρίση δημόσιου χρέους», εκτιμά ο οικονομολόγος της CE.
«Αν και η οικονομία θα πρέπει να ανακάμψει το επόμενο έτος, η ανάκαμψη θα αναχαιτιστεί από την έλλειψη πολιτικής στήριξης, ενώ αν η Ρωσία κλείσει εντελώς τις στρόφιγγες του φυσικού αερίου ή η ΕΚΤ αποτύχει να αποτρέψει μια κρίση δημόσιου χρέους οι κίνδυνοι θα είναι ακόμα μεγαλύτεροι από ότι προβλέπουμε», επισημαίνει η Capital Economics.
Τον Ιούλιο, η ΕΚΤ αιφνιδίασε με αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μ.β., η οποία, όπως είπε, αντανακλούσε τις ανοδικές εκπλήξεις στον πληθωρισμό και την εμπιστοσύνη της στο πρόσφατα ανακοινωθέν μέσο προστασίας της μετάδοσης (Transmission Protection Instrument - TPI), που αποσκοπεί στην αποτροπή της απότομης απόκλισης των αποδόσεων των ομολόγων μεταξύ των χωρών, εκτιμά η HSBC.
«Με τον πληθωρισμό να συνεχίζει να αυξάνεται και την ΕΚΤ να ανησυχεί για τις προσδοκίες του πληθωρισμού, εξακολουθούμε να βλέπουμε άλλη μια αύξηση 50 μ.β. το Σεπτέμβριο (με κίνδυνο 75 μ.β.) και στη συνέχεια αυξήσεις 25 μ.β. τον Οκτώβριο και τον Δεκέμβριο», εκτιμά η HSBC. Μέχρι το α΄ τρίμηνο του επόμενου έτους, καθώς οι επιπτώσεις της ύφεσης γίνονται όλο και πιο εμφανείς και ο πληθωρισμός αρχίζει να μειώνεται, ο κύκλος σύσφιξης θα έχει τελειώσει χωρίς πρόσθετες αυξήσεις επιτοκίων το 2023», συμπεραίνει ο Wells.