Δεν είναι το γνήσιο τέκνο του Συντηρητικού Κόμματος –προέρχεται από το φιλεργατικό Πόρτσμουθ και δεν μεγάλωσε στα πούπουλα–, ωστόσο από τα φοιτητικά της χρόνια εντάχθηκε συνειδητά και με συνέπεια στους Τόρις. Αποτελεί ανερχόμενο αστέρι της παράταξης και, παρόλο που έχει μικρή αναγνωρισιμότητα, συγκεντρώνει σαφές δημοσκοπικό προβάδισμα έναντι οποιουδήποτε πιθανού αντιπάλου της εφόσον φτάσει στον εσωκομματικό τελικό, όπου τον λόγο έχει διά της ψήφου της η βάση του κόμματος. Στην τελευταία μέχρι στιγμής προκριματική ψηφοφορία ανάμεσα στους βουλευτές αναδείχθηκε δεύτερη, με 83 ψήφους έναντι 101 του προπορευόμενου Ρίσι Σουνάκ, υπουργού Οικονομικών, και μπροστά από την υπουργό Εξωτερικών Λιζ Τρας.
Πιο άφθαρτη και πιο άγνωστη σε σχέση με τους ανθυποψηφίους της, εμφανίζει διαπερατότητα και αποδοχή σε κάθε πτέρυγα και συνιστώσα των Τόρις, παρά τα χτυπήματα ενίοτε και κάτω από τη μέση που έχει δεχτεί. Βάσει των στοιχηματιών είναι το νέο φαβορί για την πρωθυπουργία.
Το «τυπικό φαβορί» Σουνάκ έχει κατηγορηθεί και έχει να απολογηθεί για πολλά: Πρωτοστάτησε στην εκπαραθύρωση Τζόνσον, σαν έτοιμος από καιρό, και πρέπει να δείξει ότι δεν είναι αγνώμων, καιροσκόπος ή φιλόδοξος. Κουβαλά τη ρετσινιά του πολυεκατομμυριούχου που διεκδικεί την πρωθυπουργία σε μια περίοδο που οι Βρετανοί βλέπουν τον πληθωρισμό να χτυπά υψηλό 40ετίας και την αγοραστική τους δύναμη να φθίνει. Και κυρίως καλείται να υπερασπιστεί μια υπερδιετή θητεία στο υπουργείο Οικονομικών που, παρά τις εξαγγελίες και τους ευσεβείς πόθους περί του αντιθέτου, χαρακτηρίστηκε από αύξηση της φορολογίας.
Η Πένι Μόρνταντ, με τη βοήθεια και ενός αρκετά ασαφούς ή κατ’ άλλους εξισορροπητικού λόγου, ποντάρει στη δύναμη του αουτσάιντερ που κομίζει κάτι καινούριο: χαρισματική αλλά όχι συμβατικά ηγετική, λανσάρει ως μότο της ένα ευφυές λογοπαίγνιο για το κυβερνητικό μοντέλο που ευαγγελίζεται. Ομαδική εργασία και ηγεσία για τη χώρα, και όχι για τον ηγέτη. «Στο νέο leadership, πρέπει να περάσουμε από τον leader στο ship (πλοίο)», δήλωσε. Σ’ αυτό, στη «διακυβέρνηση του πλοίου», βοηθά και η θητεία της ως εφέδρου αξιωματικού του Βασιλικού Ναυτικού, που εγείρει τα πατριωτικά ανακλαστικά των Βρετανών.
Αν και ο συνυποψήφιός της, Ρίσι Σουνάκ έχει δηλώσει ότι θέλει "να κυβερνήσει σαν τη Θάτσερ", η Πένι Μόρνταντ δείχνει να έχει τα προσόντα που απαιτούνται για να αποτελέσει τη νέα Θάτσερ στη Γηραιά Αλβιώνα.
Με γαλόνια σκληρού Brexit
Κινείται στο τρίπτυχο «Brexit, κοινωνικός φιλελευθερισμός, πατριωτισμός». Από την αρχή υπέρμαχος της καθαρής εξόδου από την ΕΕ, επικαλείται τη στάση της για να χτυπήσει τη Λιζ Τρας που είχε μετριοπαθέστερη θέση.
Περισσότερο «δικαιωματίστρια» από άλλους Τόρις, ιδίως σε θέματα φύλου, μπορεί να θέλξει και νεότερα ακροατήρια παρόλο που τώρα τρέχει να μαζέψει παλαιότερες δηλώσεις της υπέρ των τρανς που δεν θα άντεχε η βάση των Συντηρητικών. (Η εύνοια των νέων και η φρεσκάδα στον λόγο αναδεικνύεται σε μέγα ζητούμενο για ένα κόμμα που το 2024 θα κατέλθει στις εκλογές κουρασμένο από 14 συναπτά έτη στην εξουσία.)
Και όσον αφορά το πατριωτικό και στρατιωτικό της προφίλ, τάσσεται αναφανδόν υπέρ της αύξησης των αμυντικών δαπανών και της ενίσχυσης του ρόλου των ενόπλων δυνάμεων.
Ο πόλεμος των φόρων
Στην οικονομική της πολιτική μισοανοίγει τα χαρτιά της. Δεν σπεύδει να εξαγγείλει άμεση μείωση της φορολογίας, όπως άλλοι υποψήφιοι, αλλά δηλώνει ότι θα κινηθεί με βάση τον πληθωρισμό και τα δημοσιονομικά περιθώρια. Ούτε όμως βάζει τρικλοποδιά στον εαυτό της παίρνοντας αποστάσεις από όσα χαϊδεύουν τα αυτιά των εκλογέων. Για παράδειγμα, ο Σουνάκ ομολογεί ότι η τιθάσευση του πληθωρισμού και η δημοσιονομική πειθαρχία ιεραρχούνται υψηλότερα από τη μείωση των φόρων. Η Μόρνταντ υπερασπίζεται το μικρό κράτος και τη χαμηλή φορολογία, διευκρινίζοντας παράλληλα πως η «εστίαση στην αύξηση ή τη μείωση των φόρων αποτελεί υπεραπλούστευση» καθώς απαιτείται ευρύτερη μεταρρύθμιση της οικονομίας.
Κάνει σημαία της τον πραγματισμό για τον μέσο Βρετανό: Έχει προαναγγείλει ότι θα μειώσει στο ήμισυ τον ΦΠΑ στα καύσιμα και ότι θα αυξήσει το αφορολόγητο για τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Κατά τ’ άλλα, με «στρατιωτική πειθαρχία» προτάσσει τη μείωση του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ –«δεν θα υπονομεύσω το μέλλον των παιδιών μας»–, την αναμόρφωση της δημόσιας διοίκησης και του εθνικού συστήματος υγείας, τη στήριξη της βρετανικής οικογένειας και την υιοθέτηση μάλλον σκληρών αντιμεταναστευτικών θέσεων.
«Ναι μεν αλλά» οι θέσεις της και για τους περιβαλλοντικούς στόχους: δεσμεύεται για ένα μέλλον χωρίς άνθρακα, υπόσχεται 3 εκατομμύρια πράσινες θέσεις εργασίας τα επόμενα 8 χρόνια, ζητά επενδύσεις στην παλιρροϊκή ενέργεια, ωστόσο αντιτίθεται στο σχέδιο του Μπόρις Τζόνσον να απαγορευτούν οι πωλήσεις βενζινοκίνητων και ντιζελοκίνητων αυτοκινήτων από το 2030.
Η 49χρονη πολιτικός, με οκτώ υπουργικές θέσεις στο ενεργητικό της και στις τρεις τελευταίες κυβερνήσεις (Κάμερον, Μέι, Τζόνσον), με σπουδές φιλοσοφίας και δημοσίων σχέσεων και, μεταξύ άλλων, με συμμετοχή στους δύο επιτυχείς προεκλογικούς αγώνες του Τζορτζ Μπους του νεότερου στις ΗΠΑ, παραμένει το κρυφό χαρτί στον αγώνα διαδοχής του Μπόρις Τζόνσον. Το χαρτί στο οποίο φαίνεται πως ποντάρουν πολλοί συντηρητικοί Βρετανοί ψηφοφόροι, γιατί εξάλλου, μπουχτισμένοι από τους πολιτικούς πρώτης γραμμής και οικονομικά επιβαρυμένοι, νιώθουν πως δεν έχουν τίποτα άλλο να χάσουν.
.