Οι κεντρικοί τραπεζίτες ξεχνούν μαθήματα της δεκαετίας του 1970

Μονεταρισμός και πληθωρισμός, ενεργειακή κρίση και προσφορά χρήματος. Η εξίσωση, οι ιστορικές αστοχίες και η εμμονή της οικονομίας να μαθαίνει από την εμπειρία και όχι από τα επιστημονικά εγχειρίδια.

Οι κεντρικοί τραπεζίτες ξεχνούν μαθήματα της δεκαετίας του 1970

Ο πληθωρισμός είναι πολύπλοκο φαινόμενο, ωστόσο όλοι οι μεγάλοι πληθωρισμοί συνοδεύονται από μεγάλες αυξήσεις στην προσφορά χρήματος.

Σήμερα, βέβαια, η θεωρία του μονεταρισμού δεν έχει πέραση. Το ίδιο συνέβαινε και στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Η εμπειρία εκείνης της δεκαετίας υποδηλώνει ότι ίσως χρειαστούν αρκετά χρόνια για να επανανακαλυφθεί η ουσιαστική φύση του πληθωρισμού. Μέχρι να γίνει αυτό, δεν θα μπορέσουν να τον δαμάσουν, αναφέρει κείμενο γνώμης που δημοσιεύει το Reuters. 

Ο Γάλλος οικονομολόγος του 16ου αιώνα Ζαν Μποντέν ήταν ο πρώτος που συνέδεσε ρητά τις αλλαγές στις τιμές με την ποσότητα χρήματος που κυκλοφορεί. Επιδιώκοντας να εξηγήσει τις υψηλές τιμές της εποχής του, έγραφε: «Κύρια και σχεδόν μόνη αιτία είναι η αφθονία χρυσού και αργύρου, η οποία είναι σήμερα πολύ μεγαλύτερη στο βασίλειό μας απ' ό,τι πριν από τετρακόσια χρόνια».

Μέχρι τον 19ο αιώνα, η λέξη inflation (ελλ. πληθωρισμός) σήμαινε απλώς «φούσκωμα». Εκείνη την εποχή προσέλαβε την οικονομική σημασία της. Το 1864, το Webster's Dictionary την ορίζει ως «αδικαιολόγητη επέκταση ή υπερβολική αύξηση στην έκδοση νομισμάτων». Τον επόμενο αιώνα, ο όρος αναφέρεται σε μια απότομη άνοδο του γενικού επιπέδου των τιμών. Από εκεί και πέρα, ήταν απλό να αποκοπεί από την τελική αιτία του, δηλαδή τη μεγάλη αύξηση της προσφοράς χρήματος. 

Η σύνδεση μεταξύ προσφοράς χρήματος και πληθωρισμού δεν είναι τόσο απλή όσο υποδηλώνει η κλασική ποσοτική θεωρία του χρήματος.

Οι οικονομολόγοι διαφωνούν ασταμάτητα για το τι είναι χρήμα και πώς μετριέται. Στη δεκαετία του 1970, ο Βρετανός Τσαρλς Γκούντχαρτ έδειξε ότι η σχέση μεταξύ πληθωρισμού και προσφοράς χρήματος ήταν ασταθής. Μονεταριστές όπως ο Μίλτον Φρίντμαν έτειναν να υποθέτουν ότι η ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος είναι δεδομένη, όπως και ότι οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να ελέγξουν την προσφορά χρήματος. Στον πραγματικό κόσμο, όμως, τα χρήματα τα δημιουργούν οι εμπορικές τράπεζες, όταν δανείζουν.

Ωστόσο, ο πληθωρισμός ήταν πιο ατιθάσευτος σε περιόδους που οι κεντρικοί τραπεζίτες έδιναν ελλιπή προσοχή στην προσφορά χρήματος. Αυτό έλαβε κωμικοτραγικές διαστάσεις στη Γερμανία της Βαϊμάρης, όταν ο πρόεδρος της Ράιχσμπανκ Ρούντολφ Χαβενστάιν επέμεινε ότι ο υπερπληθωρισμός της χώρας προκλήθηκε από την κατάρρευση του νομίσματος στην αγορά συναλλάγματος και όχι από τη δική του αλόγιστη εκτύπωση χρήματος. Η προσφορά χρήματος αγνοήθηκε επίσης τη δεκαετία του 1970.

Το 1998, ο Αμερικανός οικονομολόγος Τόμας Μάγιερ περιέγραψε τα πολιτικά λάθη εκείνης της δεκαετίας. Οι οικονομολόγοι της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ υποτιμούσαν συνεχώς τον πληθωρισμό. Καθώς οι τιμές άρχισαν να αυξάνονται, η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Ανοιχτής Αγοράς (FOMC) ανέβαλε τη λήψη δύσκολων αποφάσεων και προχώρησε μόνο σε μικρές αυξήσεις επιτοκίων, επιτρέποντας στο επίσημο κόστος δανεισμού να παρακάμψει τον πληθωρισμό. Ο πρόεδρος της Fed Άρθουρ Μπερνς αντιμετώπισε επίσης πολιτική πίεση από την κυβέρνηση του Ρίτσαρντ Νίξον.

Η αιτία του κακού όμως, κατά τον Μάγιερ, δεν είναι η πολιτική παρέμβαση, αλλά η επικρατούσα οικονομική ιδεολογία. Ο Μπερνς ήταν διακεκριμένος οικονομολόγος, ωστόσο κατά τη διάρκεια της θητείας του (1970-1978), η Fed έδωσε λίγη προσοχή στα νομισματικά μεγέθη. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι ασχολούνταν τότε με την ανεργία. Πίστευαν ότι υπήρχε αντιστρόφως ανάλογη σχέση μεταξύ ανεργίας και πληθωρισμού (όπως αντικατοπτρίζεται στη λεγόμενη καμπύλη Phillips). Αυτή η ιδέα απαξιώθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας, καθώς ο πληθωρισμός διατηρούνταν παρά τα ολοένα υψηλότερα επίπεδα ανεργίας.

Οι οικονομολόγοι απέδωσαν την απογείωση του πληθωρισμού στην ενεργειακή κρίση του 1973. Η νομισματική πολιτική, είπαν, ήταν ανίσχυρη μπροστά στις «πιέσεις του κόστους». Ωστόσο, τόνισε τότε ο Φρίντμαν, οι αυξανόμενες τιμές ενέργειας δεν θα μπορούσαν να προκαλέσουν άνοδο στο συνολικό επίπεδο τιμών, εάν η κεντρική τράπεζα δεν είχε επιτρέψει τη μεγάλη αύξηση στην προσφορά χρήματος.

Οι ενέργειες της Fed, λέει ο Μάγιερ, ποτέ δεν απομακρύνθηκαν ιδιαίτερα από τα οικονομικά εγχειρίδια της εποχής. Το 1975, ο οικονομολόγος Γουίλιαμ Πουλ έγραψε ότι «η νομισματική πολιτική ήταν γενικά συνεπής προς την κυρίαρχη -δηλαδή κεϋνσιανή- οικονομία, κι έτσι η αποτυχία της πολιτικής πρέπει να αποδοθεί τόσο στο επάγγελμα των οικονομολόγων όσο και στο σύστημα της Fed».

Μόνο όταν ανέλαβε πρόεδρος της Fed ο Πολ Φόλκερ (1979) και έθεσε υπό έλεγχο την προσφορά χρήματος έφτασε στο τέλος του ο μεγάλος πληθωρισμός. Ωστόσο, ο συνάδελφός του Μπρους ΜακΛόρι πίστευε ότι τα μαθήματα της δεκαετίας του 1970 δεν θα αντέξουν στον χρόνο. «Είναι στην ανθρώπινη φύση», έλεγε, «κάθε γενιά να μαθαίνει από την εμπειρία και όχι από τα βιβλία».

Και δικαιώθηκε η άποψή του. Σήμερα ο μονεταρισμός είναι τόσο απαξιωμένος, λέει ο Γκούντχαρτ, που οι κεντρικές τράπεζες δεν αναφέρουν πλέον τα νομισματικά μεγέθη. Η καμπύλη Phillips συμπεριφέρεται επίσης «περίεργα» τα τελευταία χρόνια, προσθέτει. Οι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν εμμονή με τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό, αλλά ανατρέχουν στο παρελθόν και πέφτουν έξω στις προβλέψεις τους.

Ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας Άντριου Μπέιλι επιμένει ότι η εκτύπωση χρήματος κατά τη διάρκεια των lockdown και η συνακόλουθη ισχυρή ανάπτυξη στη Βρετανία δεν ευθύνονται για την κρίση του κόστους ζωής. Όπως υποστηρίζει, δεδομένου ότι η παραγωγή είναι κάτω από την τάση, δεν μπορεί να κατηγορηθεί η κεντρική τράπεζα για τόνωση της πλεονάζουσας ζήτησης. Το πρόβλημα είναι ότι η δυνητική απόδοση μιας οικονομίας δεν είναι άμεσα παρατηρήσιμη και τα μέτρα του «παραγωγικού κενού» δεν είναι αξιόπιστα για την πρόβλεψη του πληθωρισμού. Αυτό είναι άλλο ένα μάθημα της δεκαετίας του 1970, που προφανώς έχει ξεχαστεί.

Για άλλη μια φορά, οι κεντρικοί τραπεζίτες αποδίδουν τον αυξανόμενο πληθωρισμό σε μια ενεργειακή κρίση. Όπως και οι προκάτοχοί του της δεκαετίας του 1970, ο Μπέιλι δηλώνει «ανήμπορος» μπροστά στην αύξηση των τιμών της ενέργειας. Ενώ ο Μπερνς υποστήριζε την εισοδηματική πολιτική του Νίξον, ο Μπέιλι πρότεινε οι Βρετανοί εργαζόμενοι να δείξουν αυτοσυγκράτηση στους μισθούς. Ωστόσο, προηγούμενες προσπάθειες να ελεγχθεί ο πληθωρισμός με τη συγκράτηση των μισθών απέτυχαν.

Όπως και στη δεκαετία του 1970, οι προβλέψεις των κεντρικών τραπεζών είναι άστοχες. Ο πληθωρισμός των ΗΠΑ έφτασε σε υψηλό 40 ετών, στο 8,6% τον Μάιο, ωθώντας τη Fed να αυξήσει τα επιτόκια κατά 75 μονάδες βάσης για πρώτη φορά από το 1994. Μονεταριστές οικονομολόγοι όπως ο Τιμ Κόνγκντον επισημαίνουν ότι η αύξηση της προσφοράς χρήματος στις ΗΠΑ τώρα επιβραδύνεται.

Έτσι, η επόμενη πληθωριστική έκπληξη μπορεί να είναι αρνητική. Ωστόσο, είναι απίθανο να επιτευχθεί σταθερότητα τιμών έως ότου οι κεντρικοί τραπεζίτες ξαναμάθουν τα μαθήματα της δεκαετίας του 1970. Ακόμη δεν φαίνεται αλλαγή γνώμης στον ορίζοντα.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v