Δεν είναι ασύνηθες η Γερμανία να είναι στη λάθος πλευρά της ιστορίας, επισημαίνει σε άρθρο του το Politico. Γι' αυτό δεν πρέπει να εκπλήσσει κανέναν το γεγονός ότι το Βερολίνο πέρασε τα τελευταία 16 χρόνια σταθερά στη λάθος πλευρά σε ό,τι αφορά ποια έπρεπε να είναι η διαχείριση της Ρωσίας.
Λιγότερο προβλέψιμη ήταν η ταχύτητα με την οποία η Γερμανία άλλαξε τη στάση της έναντι της Μόσχας τις τελευταίες εβδομάδες, σταματώντας το αμφιλεγόμενο έργο του αγωγού Nord Stream 2, στέλνοντας όπλα στην Ουκρανία, υιοθετώντας κυρώσεις κατά της Ρωσίας και ανακοινώνοντας μεγάλα σχέδια για την ενίσχυση του στρατού της.
Με άλλα λόγια, συμφώνησε σχεδόν από τη μια μέρα στην άλλη να κάνει ό,τι οι ΗΠΑ και άλλοι σύμμαχοι προωθούσαν εδώ και χρόνια.
Αυτό δεν οφείλεται στο ότι η Γερμανία «εκτίμησε λάθος τον Πούτιν», όπως είπε την περασμένη εβδομάδα ο επί μακρόν σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής της Άνγκελα Μέρκελ, Christoph Heusgen, ο νέος πρόεδρος της Διάσκεψης για την Ασφάλεια του Μονάχου.
Η πεισματική επιμονή της Γερμανίας να εμπλέκεται με τον Ρώσο ηγέτη παρά τη συνεχώς αυξανόμενη επιθετικότητα (ένας κατάλογος λαθών που ξεκινούν από την εισβολή στη Γεωργία έως τις δολοφονίες εχθρών στο εξωτερικό και τα εγκλήματα πολέμου στη Συρία) δεν ήταν παρά μια καταστροφική γκάφα, που, όπως γράφει το Politico, εξασφαλίζει στη Μέρκελ μια θέση στο πάνθεον της πολιτικής αφέλειας δίπλα στον Νέβιλ Τσάμπερλεν.
Αργά αλλά σταθερά, άρχισε να φανερώνεται στους Γερμανούς ότι η ήπια προσέγγιση της Μέρκελ -η οποία έφτασε στο ζενίθ της με την απόφαση του 2015 να δώσει το πράσινο φως στον αγωγό Nord Stream 2 παρά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία και τον ρόλο της στον αυτονομιστικό πόλεμο στην ανατολική Ουκρανία- δεν άνοιξε απλώς την πόρτα στον Πούτιν να προχωρήσει παραπέρα, αλλά ουσιαστικά τον ενθάρρυνε να το κάνει, υποστηρίζει το άρθρο.
Ωστόσο, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δεν οδήγησε απλώς στην αποκήρυξη της καγκελαρίας Μέρκελ, αλλά μιας ολόκληρης γενιάς Γερμανών πολιτικών από όλο το φάσμα. Η συλλογική ευθύνη της Γερμανίας εξηγεί το γιατί είναι πιο εύκολο να λες ότι γυρίζεις σελίδα παρά να το κάνεις.
Δεν υπάρχει προσωπικότητα μεγέθους ενός Τσόρτσιλ στη γερμανική πολιτική που να προειδοποιεί εδώ και χρόνια για τους κινδύνους της εμπιστοσύνης στον Πούτιν. Ενώ στη Μέρκελ ανήκει το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για το ότι έπεσε στην παγίδα του Ρώσου ηγέτη, η αλήθεια είναι ότι ολόκληρη η πολιτική τάξη της Γερμανίας είναι ένοχη.
Ως υπουργός Οικονομικών και αντικαγκελάριος της Μέρκελ, ο σημερινός καγκελάριος Όλαφ Σολτς, του οποίου οι σοσιαλδημοκράτες ήταν η κινητήρια δύναμη πίσω από τους αγωγούς Nord Stream, υποστήριξε την ιδέα ότι ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης του Πούτιν ήταν μέσω ενός ατελείωτου «διαλόγου».
Ο Jens Plötner, επί του παρόντος σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Scholz, ήταν ένας από τους κύριους αρχιτέκτονες αυτής της πολιτικής στη θητεία του ως ανώτερου διπλωμάτη στο υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας, όπου υπηρέτησε ως επικεφαλής του επιτελείου του τότε υπουργού Εξωτερικών Frank-Walter Steinmeier (σοσιαλδημοκράτης που είναι τώρα Γερμανός πρόεδρος) και πιο πρόσφατα ως πολιτικός διευθυντής του υπουργείου.
Ακόμη και όταν ο Πούτιν συγκέντρωσε δεκάδες χιλιάδες στρατεύματα στα σύνορα της Ουκρανίας τον Δεκέμβριο, ο Plötner συμβούλεψε τον Scholz να επιμείνει στον Nord Stream 2 και να επαναλάβει δημόσια τη μυθοπλασία ότι ήταν κάτι περισσότερο από ένα «εμπορικό έργο».
Το παλιό αφεντικό του Plötner, Steinmeier, ο οποίος κατηγόρησε το ΝΑΤΟ το 2016 ως «πολεμοχαρή» γιατί προχώρησε στη διεξαγωγή στρατιωτικής άσκησης στην ανατολική πλευρά της συμμαχίας, υποστήριξε σχεδόν μέχρι να αρχίσουν οι πρώτες μάχες στην Ουκρανία ότι η Γερμανία πρέπει να χρησιμοποιήσει την ενέργειά της, ώστε να χτίσει γέφυρες με Ρωσία.
Αυτές τις μέρες, ο Steinmeier, ο οποίος ως πρόεδρος λειτουργεί ως η «ηθική αρχή» της Γερμανίας, απασχολείται οργανώνοντας συναυλίες «ελευθερίας και ειρήνης» με Ρώσους και Ουκρανούς μουσικούς.
Αν και λιγότερο υπεύθυνα από τους Χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ και τους Σοσιαλδημοκράτες, τα μικρότερα κόμματα του κυβερνώντος συνασπισμού της Γερμανίας -οι φιλελεύθεροι Ελεύθεροι Δημοκράτες και οι Πράσινοι- έχουν μερίδιο ευθύνης, συνεχίζει το Politico.
Οι Πράσινοι αντιτάχθηκαν στον Nord Stream 2, αλλά το έκαναν για οικολογικούς λόγους όσο και ως αλληλεγγύη με την Ουκρανία. Πιο σημαντική ήταν η σταθερή αντίθεσή τους στις παραδόσεις όπλων στο Κίεβο, η οποία άλλαξε μόνο μετά την έναρξη των μαχών.
Οι Ελεύθεροι Δημοκράτες ήταν διχασμένοι σχετικά με το τι πρέπει να κάνουν με το Nord Stream 2, με πολλούς στο κόμμα, συμπεριλαμβανομένου του αναπληρωτή αρχηγού, Βόλφγκανγκ Κουμπίτσκι, να τάσσονται υπέρ μεγαλύτερης εμπλοκής με τη Ρωσία.
Τον σκεπτικισμό για τις προοπτικές της Ουκρανίας, για να μην αναφερθεί η ανησυχία για τις συνέπειες μιας υπερβολικά σκληρής στάσης έναντι της Ρωσίας, συμμερίστηκαν πολλοί στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τους Χριστιανοδημοκράτες (CDU). Λίγες εβδομάδες πριν από την εισβολή της Ρωσίας, ο ηγέτης του CDU Friedrich Merz προειδοποίησε ότι η αποβολή της Ρωσίας από το SWIFT θα μπορούσε να προκαλέσει μια «ατομική έκρηξη στις κεφαλαιαγορές».
«Όλοι κάναμε λάθος»
Έχοντας κάνει λάθος με τη Ρωσία και τον Πούτιν σε κάθε βήμα, οι Γερμανοί πολιτικοί τώρα λένε: «Ποιος να ήξερε;».
«Έκανα λάθος, όλοι κάναμε λάθος», είπε το σαββατοκύριακο στη Welt am Sonntag ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο εξέχων κρίκος της γερμανικής πολιτικής και επί μακρόν υπουργός Οικονομικών του CDU. Αυτό που ο Σόιμπλε και οι συνάδελφοί του παραλείπουν, ωστόσο, είναι ότι οι σύμμαχοι της Γερμανίας την προειδοποιούσαν εδώ και χρόνια ότι υποτιμούσε τον Πούτιν.
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ο όρος «χρήσιμος ηλίθιος» έγινε ταμπέλα για μετριοπαθείς στη Δύση που έπεσαν θύματα των επιχειρημάτων των κομμουνιστών, γράφει το Politico. Από το βέτο της Γερμανίας για την ένταξη της Ουκρανίας και της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ το 2008 μέχρι την επιδίωξη συμφωνιών για το φυσικό αέριο με τη Μόσχα μέχρι την άρνησή της να στείλει όπλα στο Κίεβο, οι ηγέτες της χώρας υπηρέτησαν ως «χρήσιμοι ηλίθιοι» του Πούτιν.
Όλο αυτό το διάστημα, οι λεγόμενοι Russlandversteher, οι αυτάρεσκοι Ρώσοι συμπαθούντες που βρίσκονται στο πολιτικό κατεστημένο της χώρας, απέρριπταν την κριτική για τις κινήσεις τους, επιμένοντας ότι... ήξεραν καλύτερα.
Όπως γνωρίζει, όμως, πολύ καλά η Γερμανία, ακόμα κι αν είναι δυνατό να κρυφτείς από την ιστορία για λίγο, δεν υπάρχει διαφυγή, καταλήγει.