Διατήρησε το ΒΒ για την Ελλάδα η DBRS

Βαρύ το πλήγμα της πανδημίας για την ελληνική οικονομία, τονίζει ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης που διατηρεί το rating αλλά και το σταθερό outlook για το αξιόχρεο. Καταλύτης αναβάθμισης η αποδοτική διαχείριση της κρίσης και οι μεταρρυθμίσεις.

Διατήρησε το ΒΒ για την Ελλάδα η DBRS

O οίκος DBRS διατήρησε την πιστοληπτική αξιολόγηση ΒΒ (low) για την Ελλάδα, διατηρώντας σταθερό outlook. 

Η επιβεβαίωση της σταθερής τάσης αντανακλά την εκτίμηση ότι η Ελλάδα εισήλθε στην εποχή της πανδημίας μετά από χρόνια δημοσιονομικής υπεραπόδοσης και με σημαντικά ταμειακά διαθέσιμα. Αυτό παρέχει στη χώρα δημοσιονομική ευελιξία για να διαχειριστεί τις επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης, με την κυβέρνηση να εφαρμόζει έκτακτα μέτρα στήριξης για να μετριάσει το οικονομικό σοκ και να περιορίσει το κλείσιμο επιχειρήσεων. 

Η πανδημία

Ωστόσο, το ξέσπασμα της πανδημίας έχει πλήξει έντονα την οικονομία, οδηγώντας το ΑΕΠ σε πτώση 15,2% το δεύτερο τρίμηνο. Ο οίκος σημειώνει ότι η Κομισιόν αναμένει πως η ελληνική οικονομία θα καταγράψει ύφεση 9% φέτος.

Ο τουρισμός, που συμβάλλει σημαντικά στην οικονομία και την αγορά εργασίας, θα πληγεί βαριά φέτος και η ανάκαμψή του θα εξαρτηθεί από την πορεία της πανδημίας. 

Η επιβεβαίωση της ελληνικής αξιολόγησης οφείλεται και στη συμμετοχή στην ευρωζώνη, με την Ελλάδα να λαμβάνει σημαντικό ύψος κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης, της τάξεως του 8,9% του ΑΕΠ, που θα βοηθήσουν την ανάκαμψη και θα οδηγήσουν σε πιο διατηρήσιμο οικονομικό μονοπάτι μεσοπρόθεσμα. 

Τα έκτακτα μέτρα θα οδηγήσουν σε μεγάλο έλλειμμα

Μετά από πέντε συνεχή χρόνια δημοσιονομικής υπεραπόδοσης, η δημοσιονομική ισορροπία θα είναι αρνητική φέτος, καθώς η πανδημία χτυπά τα δημόσια ταμεία. Ως αντίδραση στην πανδημία η κυβέρνηση εφάρμοσε μια σειρά από μέτρα που είχαν στόχο την στήριξη της οικονομίας και την μετρίαση του αντίκτυπου της πανδημίας.

Το ΔΝΤ εκτιμά ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα φέτος θα φτάσει το 9% του ΑΕΠ έναντι μικρού πλεονάσματος 0,6% το 2019. Προκειμένου να στηριχθούν τα μέτρα για την οικονομία, η Κομισιόν συμφώνησε ότι δεν απαιτείται για το 2021 να επιτευχθεί πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ και νέοι στόχοι θα συμφωνηθούν με τους θεσμούς για το 2022 και μετά.

Δεδομένης της αβεβαιότητας για την εξέλιξη της πανδημίας και την πιθανή ανάγκη για επιπρόσθετη δημοσιονομική τόνωση, η DBRS διατηρεί αρνητική εκτίμηση σε ότι αφορά το σκέλος «δημοσιονομική διαχείριση και πολιτικές»

Όπως εξηγεί, κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων διάσωσης, η Ελλάδα εφάρμοσε σειρά μεταρρυθμίσεων που διόρθωσαν τις δημοσιονομικές ανισορροπίες και βελτίωσαν την δημοσιονομική διαχείριση, οδηγώντας σε πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 4% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο μετά το 2016. Παρά την σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή, η παρατεταμένη απόκλιση από συνετές δημοσιονομικές πολιτικές μπορούν θα δημιουργήσουν κινδύνους στην βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.

Υψηλό χρέος αλλά και παράγοντες στήριξης

Η σχέση χρέος προς ΑΕΠ θα αυξηθεί, σημειώνει ο οίκος, εξαιτίας των μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας και θα φτάσει το 197,4% του ΑΕΠ φέτος, πριν υποχωρήσει στο 184,7% του ΑΕΠ το 2021, σύμφωνα με τον προϋπολογισμό. Το χρέος παραμένει πολύ υψηλό, ωστόσο ο κίνδυνος μετριάζεται από το γεγονός ότι το 80% διακρατείται από τον επίσημο τομέα. Επιπλέον έχει πολύ μεγάλο χρόνο ωρίμανσης, 22,2 χρόνια με βάση τα στοιχεία του Ιουνίου, και το μεγαλύτερο μέρος είναι με πολύ χαμηλά επιτόκια, το 90% με σταθερό επιτόκιο, στοιχεία που περιορίζουν τον κίνδυνο από την αυξημένη μεταβλητότητα της αγοράς.

Επιπρόσθετα, σημειώνει η DBRS, η συμμετοχή στο QE της ΕΚΤ, συνεισφέρει στο να υπάρχουν πολύ πιο ευνοϊκές συνθήκες στην έξοδο στις αγορές, όπως φάνηκε από τις πρόσφατες εκδόσεις με ιστορικά χαμηλά επιτόκια. Το μεγάλο μαξιλάρι ρευστότητας, γύρω στα 37 δισ. ευρώ, στηρίζει τις προσπάθειες να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη στις διεθνείς αγορές. Αυτά τα αποθέματα ρευστού μετριάζουν τους κινδύνους αναχρηματοδότησης οδηγώντας σε θετική εκτίμηση σε ότι αφορά το κριτήριο «χρέος και ρευστότητα».

Τα κόκκινα δάνεια

Μετά τις πωλήσεις και τις διαγραφές το 2019 συνεχίστηκε η μείωση των κόκκινων δανείων (NPEs) στο τραπεζικό σύστημα και πλέον ανέρχονται σε 68,5 δισ. ευρώ με βάση τα στοιχεία στα τέλη της προηγούμενης χρονιάς. Αν και καταγράφεται πτώση κατά 38,7 δισ. ευρώ από την κορύφωση του 2016, όμως, εξακολουθούν να αντιστοιχούν σε περίπου 40% του χαρτοφυλακίου, επισημαίνει ο οίκος.

Παρά την αυξημένη αβεβαιότητα και την χειροτέρευση των μακροοικονομικών συνθηκών, οι τράπεζες έκαναν πρόοδο στη μείωση των NPEs στο πρώτο εξάμηνο περιορίζοντάς τα περίπου κατά 9 δισ. ευρώ, στο 36,7%. Αυτή η μείωση αντανακλά, σύμφωνα με την DBRS, την ολοκλήρωση της τιτλοποίησης της Eurobank στο πλαίσιο του «Ηρακλή» με ποσό περί τα 7,5 δισ. ευρώ. Και οι άλλες τρεις συστημικές τράπεζες ανακοίνωσαν σχέδια αξιοποίησης του προγράμματος και αν ολοκληρωθούν εντός του 2020, ο όγκος των κόκκινων δανείων θα μειωθεί κατά 20 δισ. ευρώ τη φετινή χρονιά.

Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο καναδικός οίκος, η πανδημία μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά στην ολοκλήρωση των συναλλαγών. Επιπρόσθετα, τα μορατόρια στις πληρωμές δανείων δημιουργούν κινδύνους για την ποιότητα ενεργητικού, καθώς το συνολικό ποσό των δανείων που εντάχθηκαν σε αυτά φτάνει τα 18,9 δισ. ευρώ. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η απόφαση της ΕΚΤ να χαλαρώσει τους κανόνες σε ότι αφορά τα ελληνικά collateral συνεισφέρει στην ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών.

Οι καταλύτες για αναβάθμιση

Πιθανή αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου θα βασιστεί σε πιθανή αποδοτική διαχείριση της πανδημικής χρήσης, με επιστροφή σε διατηρήσιμη ανάπτυξη. Καταλύτης αναβάθμισης είναι επίσης η ομαλή συνεργασία με τους θεσμούς στο πλαίσιο της μεταπρογραμματικής εποπτείας και η συνέχεια των δημοσιονομικών προσπαθειών και των δομικών μεταρρυθμίσεων. 

Σε αντιδιαστολή, καταλύτες ενδεχόμενης υποβάθμισης αποτελεί η επίμονα αρνητική απόδοση της οικονομίας, ενδεχόμενο πάγωμα δομικών μεταρρυθμίσεων αλλά και ενδεχόμενοι κλυδωνισμοί στη σταθερότητα του τραπεζικού τομέα. 

 

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v