Ο Ερντογάν μετατρέπει την Τουρκία σε κράτος-πελάτη της Κίνας

Χωρίς συμμάχους στη Δύση, η Άγκυρα στρέφεται σταδιακά προς την Κίνα. Η σύσφιξη των οικονομικών σχέσεων και η στήριξη του Πεκίνου σε κρίσιμες στιγμές. Tα πρώτα βήματα στην αμυντική συνεργασία των δυο πλευρών.

Ο Ερντογάν μετατρέπει την Τουρκία σε κράτος-πελάτη της Κίνας

O Toύρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν εξαπέλυε συχνά επιθέσεις στο Πεκίνο για την αντιμετώπιση της μουσουλμανικής μειονότητας των Οιγούρων, η οποία έχει υποστεί διωγμούς και διακρίσεις. «Τα συμβάντα στην Κίνα αποτελούν, πολύ απλά, γενοκτονία» είχε δηλώσει το 2009 ο Ερντογάν, όταν ήταν πρωθυπουργός.

Δεν επρόκειτο απλώς για στήριξη σε επίπεδο δηλώσεων. Η Τουρκία ήταν παραδοσιακά ένα ασφαλές καταφύγιο για τους Ουιγούρους που αποφάσιζαν να εγκαταλείψουν την Κίνα και φιλοξενεί μια από τις μεγαλύτερες ουιγουρικές κοινότητες στον κόσμο.

Αλλά το 2016 παρατηρήθηκε μια αναπάντεχη στροφή. Η Τουρκία συνέλαβε έναν επιφανή ουιγούρο ακτιβιστή ο οποίος ζούσε στη χώρα από το 2001. To 2017 η Τουρκία και η Κίνα υπέγραψαν συμφωνία που επιτρέπει την έκδοση κατηγορουμένων, ακόμα και αν το αδίκημα θεωρείται παράνομο μόνο σε μία από τις δύο χώρες. Από τις αρχές του 2019, η Τουρκία έχει συλλάβει εκατοντάδες Ουιγούρους και τους έχει στείλει σε κέντρα απέλασης. Εν τω μεταξύ, ο Ερντογάν έχει σταματήσει τις επιθέσεις κατά της Κίνας, ενώ παρόμοια σιωπή παρατηρεί κανείς και στα τουρκικά μέσα ενημέρωσης.

Η «κωλοτούμπα» του Ερντογάν έχει μια απλή εξήγηση υποστηρίζουν σε άρθρο τους στο Foreing Policy οι Ayca Alemdaroglu και Sultan Tepe. Όπως τονίζουν, η Άγκυρα έχει απομείνει με ελάχιστους φίλους στη Δύση και βλέπει το Πεκίνο ως πιθανό σύμμαχο.

Τα προβλήματα του Ερντογάν αυξάνονται διαρκώς, σημειώνουν οι αρθρογράφοι. Η τουρκική οικονομία έχει δεχθεί ισχυρό πλήγμα από την πανδημία, η οποία έχει μειώσει δραματικά τα τουριστικά έσοδα. Την ίδια στιγμή τα συναλλαγματικά αποθέματα εξανεμίζονται, το εμπορικό έλλειμμα αυξάνεται και η τουρκική λίρα δέχεται διαρκές σφυροκόπημα. Οι δυτικές εταιρείες και επενδυτές, τους οποίους είχε προσελκύσει στο παρελθόν η ταχύτατα αναπτυσσόμενοι τουρκική οικονομία, έχουν αρχίσει να εγκαταλείπουν τα τουρκικά στοιχεία ενεργητικού.

Η προσπάθεια της Κίνας να επεκταθεί στη Δυτική Ασία και την Ευρώπη προσφέρει «σανίδα σωτηρίας» στον Ερντογάν, εκτιμούν οι δύο αρθρογράφοι. Όπως επισημαίνουν, η συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών έχει ενισχυθεί σημαντικά. Από το 2016 οι δύο χώρες έχουν υπογράψει 10 διμερείς συμφωνίες. Η Κίνα είναι πλέον ο δεύτερος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας μετά τη Ρωσία. To Πεκίνο έχει επενδύσει 3 δισ. δολάρια στην Τουρκία από το 2016 και 2019 και σκοπεύει να διπλασιάσει το ποσό ως το τέλος του έτους. Τα κεφάλαια από την Κίνα είναι πλέον ζωτικής σημασίας για το καθεστώς του Ερντογάν και έχουν βοηθήσει τον πρόεδρο σε κρίσιμες στιγμές. Όταν η αξία της λίρας βούτηξε πάνω από 40% το 2018, η Βιομηχανική και Εμπορική Τράπεζα της Κίνας προσέφερε στην τουρκική κυβέρνηση δάνεια 3,6 δισ. δολαρίων για υπό εξέλιξη έργα στην ενέργεια και στις μεταφορές.

Toν Ιούνιο του 2019, μετά τις δημοτικές εκλογές στην Κωνσταντινούπολη, η κεντρική τράπεζα της Κίνας έκανε διαθέσιμα $1 δισ. μέσω συμφωνίας ανταλλαγής νομισμάτων. Ενώ από φέτος, το Πεκίνο επιτρέπει σε τουρκικές εταιρείες να χρησιμοποιούν το κινεζικό γουάν για συναλλαγές με κινεζικές εταιρείες.

Η πρωτοβουλία «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος»

Το σχέδιο υποδομής «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» που προωθεί η Κίνα προσφέρει στην Τουρκία μια νέα πηγή εσόδων και στο Πεκίνο ένα στρατηγικό προπύργιο στη Μεσόγειο, υποστηρίζουν οι Ayca Alemdaroglu και Sultan Tepe.

Η Τουρκία ολοκλήρωσε ένα μέρος του «Μεσαίου Διαδρόμου», της σιδηροδρομικής γραμμής που ξεκινάει από την τουρκική πόλη Καρς και περνάει από τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν, όπου συνδέεται με σιδηροδρομικά δίκτυα προς την Κίνα. Το 2015, κινεζική κοινοπραξία εξαγόρασε το 65% του τρίτου μεγαλύτερου εμπορικού λιμανιού της Τουρκίας, το Κούμπορτ στην Κωνσταντινούπολη.

Εν τω μεταξύ, κινέζοι επενδυτές έσωσαν αποτυχημένα κατασκευαστικά έργα του Ερντογάν. Τον Ιανουάριο του 2020, κινεζική κοινοπραξία απέκτησε το 51% τα γέφυρας που συνδέει το ευρωπαϊκό με το ασιατικό κομμάτι της Κωνσταντινούπολης.

Πέρα από τα έργα υποδομής, η συνεργασία μεταξύ Κίνας και Τουρκίας έχει επεκταθεί και στον τομέα της άμυνας. Ο βαλλιστικός πύραυλος Bora της Τουρκίας που χρησιμοποιήθηκε σε επιχείρηση κατά του PKK τον Μάιο του 2019 είναι προϊόν συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών. Την ίδια στιγμή, η Huawei, η οποία έχει χαρακτηριστεί απειλή για την εθνική ασφάλεια στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες, δεν αντιμετωπίζει τέτοια προβλήματα στην Τουρκία. Το μερίδιο της στην τουρκική αγορά έχει αυξηθεί από 3% το 2017 σε 30% το 2019.

Μια άλλη κινεζική τεχνολογική εταιρεία, η ZTE, απέκτησε το 48% του τουρκικού κολοσσού Netas το 2016.

Οι Ayca Alemdaroglu και Sultan Tepe εκτιμούν ότι ένας ακόμη λόγος πίσω από τη σύσφιξη των σχέσεων της Τουρκίας με την Κίνα είναι η αντιμετώπιση τους από τις χώρες της Δύσης ως αυταρχικών καθεστώτων. Καμία από τις δύο χώρες δεν έχει φιλικές σχέσεις με τους γείτονες της. Και οι δύο οραματίζονται την αμφισβήτηση της αμερικανικής κυριαρχίας και της υφιστάμενης διεθνούς τάξης.

* H Ayca Alemdaroglu είναι υπεύθυνη του ακαδημαϊκού προγράμματος του Stanford για την Τουρκία. Η Sultan Tepe είναι καθηγήτρια πολιτικής επιστήμης στο πανεπιστήμιο Illinois στο Σικάγο. 

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v