Το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων του 2015 της ΕΚΤ παραβιάζει «εν μέρει» το σύνταγμα, αποφάσισε το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, το οποίο πάντως δεν θεωρεί πως το PSPP παραβιάζει την απαγόρευση νομισματικής χρηματοδότησης των προϋπολογισμών των κρατών-μελών.
Όπως επισημαίνει το Δικαστήριο, η απόφαση που δημοσιοποιήθηκε σήμερα για το PSPP δεν αφορά τα οποιαδήποτε μέτρα χρηματοοικονομικής βοήθειας λαμβάνει η Ευρωπαϊκή Ένωση ή η ΕΚΤ στο πλαίσιο της τρέχουσας κρίσης του κορωνοϊού.
Κατά το Δικαστήριο, μετά από μια μεταβατική περίοδο που δεν θα ξεπερνά τους τρεις μήνες, η Bundesbank δεν θα μπορεί πλέον να συμμετέχει στο PSPP, εκτός και αν η ΕΚΤ δείξει την αναγκαιότητά του.
Επίσης, η Bundesbank πρέπει να διασφαλίσει πως τα ομόλογα που έχει ήδη αγοράσει και διακρατά στο χαρτοφυλάκιό της θα πωληθούν με βάση μια -πιθανότατα μακροπρόθεσμη- στρατηγική που θα συντονίζεται με το Ευρωσύστημα.
Έχοντας ήδη συγκεντρώσει ομόλογα ύψους σχεδόν 3 τρισ. ευρώ από το 2015, η ΕΚΤ από καιρό βασιζόταν στις αγορές ομολόγων για να στηρίξει την οικονομία σε περιόδους κρίσεων και απειλής αποπληθωρισμού. Και επειδή είναι η κεντρική τράπεζα της μεγαλύτερης οικονομίας της ευρωζώνης, η Bundesbank έχει τη μερίδα του λέοντος στις αγορές αυτών των ομολόγων.
Καθώς το μεγαλύτερο μέρος της ευρωζώνης βρίσκεται σε lockdown για να περιορίσει την εξάπλωση της πανδημίας του κορωνοϊού, η ΕΚΤ σχεδιάζει να τυπώσει άλλο 1 τρισ. ευρώ για να κρατήσει χαμηλά τα κόστη δανεισμού για τις επιχειρήσεις και τα κράτη. Έτσι μια απόρριψη της συμμετοχής της Bundesbank στο πρόγραμμα θα ήταν καταστροφική για την ΕΚΤ.
Όμως, ομάδα ακαδημαϊκών στη Γερμανία από καιρό υποστηρίζει πως η ΕΚΤ παραβιάζει την εντολή της και πως οι αγορές αυτές συνιστούν άμεση χρηματοδότηση κυβερνήσεων -κάτι που αντίκειται στις υποχρεώσεις της κεντρικής τράπεζας στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Συνθήκης.
Σημειώνεται πως η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας έρχεται μετά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, που έχει ήδη εγκρίνει το πρόγραμμα, υποστηρίζοντας ότι δεν συνιστά παράνομη χρηματοδότηση και θεωρεί αναλογικά τα μέτρα που έχει λάβει η ΕΚΤ.
Όπως σχολιάζει ο Edward Parker, CIO της Brooks MacDonald, «η απόφαση του δικαστηρίου μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τη μελλοντική συμμετοχή της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας σε πανευρωπαϊκά προγράμματα. Δεδομένου του οικονομικού μεγέθους της Γερμανίας τόσο στην ΕΕ όσο και στην ευρωζώνη, αν η Bundesbank αποτύχει να στηρίξει μια μελλοντική αμοιβαιοποίηση του ρίσκου, αυτό θα ήταν αρνητικό για τα ευρωπαϊκά risk assets. Δεν θα δημιουργήσει πρόβλημα μόνο στη μελλοντική συμμετοχή στην ποσοτική χαλάρωση, αλλά επίσης θα δημιουργήσει πολιτικές πιέσεις ώστε να μη στηριχθεί ένας δημοσιονομικός διαμοιρασμός των βαρών. Η απόφαση τονίζει την έλλειψη ενότητας στην Ευρώπη αναφορικά με την ανάγκη ή τη νομική δυνατότητα παροχής στήριξης για τα πιο αδύναμα κράτη-μέλη», τονίζει.
Από την πλευρά του, ο Holger Schmiedling, επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg, λέει πως πρέπει να εξεταστούν όλες οι λεπτομέρειες της απόφασης για να κατανοηθούν οι επιπτώσεις της, όμως «πρακτικά αυτό δεν θα περιορίσει και πολύ την ΕΚΤ. Αλλά η Καρλσρούη υπογράμμισε πως υπάρχουν όρια στις αγορές ομολόγων. Αυτό θα καταστήσει δυσκολότερο για την ΕΚΤ να επεκτείνει το PEPP».
Κομισιόν: Υπερέχει το Ευρωπαϊκό Δίκαιο
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επικαλέσθηκε την «υπεροχή» του ευρωπαϊκού δικαίου έναντι των εθνικών δικαίων, μετά την απόφαση της γερμανικής δικαιοσύνης. «Επαναδιατυπώνουμε την υπεροχή του κοινοτικού δικαίου και το γεγονός ότι οι αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι δεσμευτικές απέναντι σε όλες τις εθνικές δικαστικές αρχές», δήλωσε ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ερίκ Μαμέρ απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας.