Ο νεαρός φερόμενος ως δράστης της μαζικής κυβερνοεπίθεσης στη Γερμανία ενήργησε αντιδρώντας σε δηλώσεις πολιτικών αξιωματούχων και προσωπικοτήτων οι οποίες τον είχαν εκνευρίσει, δήλωσαν σήμερα οι αρχές, αποκλείοντας σε αυτό το στάδιο μια σχέση με την ακροδεξιά.
Αυτή η μεγάλης κλίμακας πειρατεία, που αποκαλύφθηκε την Παρασκευή, συγκλόνισε τη χώρα, με την υπουργό Δικαιοσύνης Καταρίνα Μπάρλεϊ να κάνει λόγο για «επίθεση εναντίον της δημοκρατίας».
Σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία της έρευνας, φαίνεται πως ήταν έργο ενός Γερμανού 20 ετών, που πηγαίνει ακόμη σχολείο, ζει με τους γονείς του και προσπάθησε από το δωμάτιό του να υποκλέψει και να διοχετεύσει σε λογαριασμούς στο Twitter προσωπικά δεδομένα περίπου χιλίων πολιτικών αξιωματούχων, μεταξύ των οποίων της καγκελαρίου Άγγελα Μέρκελ, δημοσιογράφων και δημοσίων προσώπων.
«Όσον αφορά το κίνητρό του, είπε πως είχε εκνευριστεί από πολιτικές δηλώσεις» των θυμάτων του, «αλλά χωρίς να δίνει περισσότερες λεπτομέρειες», εξήγησε σε συνέντευξη Τύπου ο Γκέοργκ Ούνγκεφουκ, εκπρόσωπος του τμήματος καταπολέμησης του κυβερνοεγκλήματος στην εισαγγελία της Φρανκφούρτης.
Όπως μεταδίδει το ΑΠΕ, ο Ούνγκεφουκ είπε πως ο ύποπτος έδειξε μεταμέλεια και φαίνεται πως δεν είχε συνείδηση των συνεπειών των ενεργειών του, προσθέτοντας πως βοήθησε επίσης τις αρχές σε άλλα θέματα ενδιαφέροντος όσον αφορά το κυβερνοέγκλημα.
Μπορεί οι εκλεγμένοι με το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) να ήταν οι μόνοι που δεν έπεσαν θύματα πειρατείας, όμως «δεν υπάρχει καμία αντικειμενική ένδειξη που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπήρχε πολιτικό κίνητρο», πρόσθεσε.
Νωρίτερα, η γερμανική αστυνομία είχε ανακοινώσει ότι συνέλαβε έναν νεαρό άνδρα την Κυριακή στην κατοικία του στην περιοχή της Φρανκφούρτης, έπειτα από έρευνα στο σπίτι των γονιών του.
Ο νεαρός άνδρας, που λέει πως ενήργησε μόνος, αφέθηκε ελεύθερος μετά την ομολογία του, δήλωσαν οι αρχές.
Ο «χάκερ» απέκτησε τις τεχνικές γνώσεις του από μόνος του περνώντας «πολύ χρόνο στον υπολογιστή του», σύμφωνα με τον Ούνγκεφουκ.
Μέσω δύο λογαριασμών στο Twitter, οι οποίοι έχουν στο μεταξύ μπλοκαριστεί, ο νεαρός δημοσιοποιούσε μέρα τη μέρα τα δεδομένα των θυμάτων του τον Δεκέμβριο.
Τα υποκλαπέντα δεδομένα βρίσκονταν σε λογαριασμούς στους ιστοτόπους κοινωνικής δικτύωσης ή ήταν αποθηκευμένα στο “cloud”.
Ωστόσο δεν διέρρευσε καμία υπερευαίσθητη πληροφορία, πέραν ως επί το πλείστον επαφών, διευθύνσεων, συνομιλιών στο Ίντερνετ, ταυτοτήτων, διοικητικών εγγράφων και επιστολών.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, διέρρευσαν φωτογραφίες, ιδιωτικές διευθύνσεις, ή αριθμοί κινητών τηλεφώνων, όπως της προέδρου του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Αντρέα Νάλες που δήλωσε «πολύ επηρεασμένη και πληγωμένη».
Ήταν ο προκάτοχός της, ο πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς, ο οποίος ειδοποίησε τις αρχές. Επικοινώνησε την περασμένη εβδομάδα με την αστυνομία αφού έλαβε στο κινητό του πολλές κλήσεις από αγνώστους.
Όσον αφορά την Άγγελα Μέρκελ, η δημοσιοποίηση αφορούσε διευθύνσεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (emails), που ήταν ήδη κατά το ήμισυ-δημόσιες και συνδέσμους (links) σε επιστολές που της είχαν απευθύνει.
Η υπόθεση έφερε σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση, η οποία κατηγορείται για αμέλεια στη μάχη κατά του κυβερνοεγκλήματος, πολύ περισσότερο που οι αρχές ήταν ενήμερες από τον Δεκέμβριο ότι βρισκόταν σε εξέλιξη μια πειρατεία, αλλά δεν προειδοποίησαν αμέσως τους ενδιαφερόμενους πολιτικούς αξιωματούχους και τις προσωπικότητες.
«Πρέπει να αναφέρουμε πως μια τέτοια κατάχρηση δεδομένων (…) δεν είναι κάτι ασυνήθιστο», υπογράμμισε η Ζαμπίνε Φογκτ, επικεφαλής του τμήματος οργανωμένου εγκλήματος της ομοσπονδιακής αστυνομίας, στη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου. «Υπάρχει στο διαδίκτυο μια εγκληματική δραστηριότητα», την οποία πρέπει να συνειδητοποιήσουμε, είπε.
Όμως απέρριψε το ενδεχόμενο επιβολής αυστηρότερων ελέγχων, λέγοντας ότι επαφίεται στον καθένα να φροντίζει για την ασφάλεια των δεδομένων του.
«Δεν θέλουμε ένα κράτος που θα επιτηρεί στη βάση του ότι κάτι σαν αυτό μπορεί να συμβεί εδώ», δήλωσε στους δημοσιογράφους
Ωστόσο ο Κονσταντίν φον Νοτζ, ένας βουλευτής των Πρασίνων που ήταν θύμα των υποκλοπών, χαρακτήρισε την υπόθεση «τελευταία προειδοποιητική βολή»: «Ως ψηφιακή κοινωνία πρέπει να δώσουμε την ύψιστη πολιτική προτεραιότητα στη βασική πολιτική προστασία, στη βελτιωμένη ασφάλεια της Τεχνητής Νοημοσύνης και στην ενίσχυση της ψηφιακής υποδομής.»