Η ανάπτυξη στην ευρωζώνη αναμένεται να επιβραδυνθεί τα επόμενα χρόνια καθώς το μπλοκ αντιμετωπίζει κινδύνους από τις αμερικανικές οικονομικές πολιτικές, τους ασαφείς όρους του Brexit και τις αυξημένες δημοσιονομικές δαπάνες, όπως για παράδειγμα της Ιταλίας.
Στις φθινοπωρινές της προβλέψεις σημειώνει ότι η ευρωζώνη θα έχει ανάπτυξη 2,1% φέτος, μετά το 2,4% του 2017, που ήταν το υψηλότερο επίπεδο της δεκαετίας. Η επιβράδυνση θα συνεχιστεί και του χρόνου, όπου αναμένεται ανάπτυξη κατά 1,9%, ελαφρώς χαμηλότερα από την προηγούμενη εκτίμηση του 2%. Το 2020 κατεβάζει περαιτέρω τόνους με επέκταση κατά 1,7%, όπως μεταδίδει το Reuters.
Η ίδια τάση αναμένεται για την ΕΕ των 27, με προβλεπόμενη ανάπτυξη 2,2% το 2018, 2,0% το 2019 και 1,9% το 2020.
Η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, η γερμανική αναμένεται να αναπτυχθεί κατά 1,7% φέτος μετά το 2,2% του 2017. Η Κομισιόν αναθεώρησε την προηγούμενη εκτίμηση της που έκανε λόγο για 1,9%. Το 2019 θα διαμορφωθεί στο 1,8% αντί για 1,9%, ενώ θα επιστρέψει στο 1,7% το 2020.
Η ιταλική οικονομία θα αναπτυχθεί με χαμηλότερο ρυθμό από ότι αναμένει η Ρώμη τα επόμενα δύο χρόνια, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Κομισιόν το ιταλικό ΑΕΠ θα αυξηθεί 1,1% φέτος, χαμηλότερα από την πρόβλεψη της Ρώμης για 1,2%.
Οπως μεταδίδει το Reuters, το 2019, το ΑΕΠ θα αυξηθεί 1,2%, αντί για 1,5% που ανέμενε η Ιταλία και το 2020 κατά 1,3%, από 1,6% που περίμενε η ιταλική κυβέρνηση. Η χαμηλότερη αύξηση σημαίνει ότι το έλλειμμα στον προϋπολογισμό της Ιταλίας θα είναι στο 1,9% του ΑΕΠ φέτος, έναντι των προβλέψεων της Ιταλίας για το 1,8%.
Την επόμενη χρονιά, με ώθηση από τις υψηλότερες δαπάνες και περικοπές φόρων θα φτάσει το 2,9%, από 2,4% που ανέμενε η Ιταλία και στο 3,1% το 2020, από 2,1% που προέβλεπε η Ρώμη.
Ο Βάλντις Ντομπρόβσκις, Aντιπρόεδρος της Επιτροπής και επίτροπος αρμόδιος για το Ευρώ και τον Κοινωνικό Διάλογο, καθώς και για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα, τις Χρηματοπιστωτικές Υπηρεσίες και την Ένωση Κεφαλαιαγορών, δήλωσε τα εξής:
«Όλες οι οικονομίες της ΕΕ αναμένεται να σημειώσουν ανάπτυξη κατά το τρέχον και το επόμενο έτος, γεγονός που θα δημιουργήσει περισσότερες θέσεις εργασίας. Ωστόσο, η αβεβαιότητα και οι κίνδυνοι, τόσο εξωτερικοί όσο και εσωτερικοί, αυξάνονται και αρχίζουν να ανακόπτουν τον ρυθμό της οικονομικής δραστηριότητας. Δεν πρέπει να εφησυχάζουμε, αλλά αντίθετα να εντείνουμε τις προσπάθειές μας για να ενισχύσουμε την ανθεκτικότητα των οικονομιών μας.
Σε επίπεδο ΕΕ, οφείλουμε να λάβουμε συγκεκριμένες αποφάσεις για την περαιτέρω ενίσχυση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Σε εθνικό επίπεδο, είναι ακόμη πιο επιτακτική η ανάγκη να δημιουργηθούν δημοσιονομικά αποθέματα και να μειωθεί το χρέος, ενώ παράλληλα πρέπει να διασφαλιστεί ότι τα οφέλη της ανάπτυξης θα γίνονται αισθητά και στα πλέον ευάλωτα μέλη της κοινωνίας.»
Ο Πιερ Μοσκοβισί, Eπίτροπος Οικονομικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων, Φορολογίας και Τελωνείων, δήλωσε τα εξής: «Η ευρωπαϊκή οικονομία επιδεικνύει ανθεκτικότητα και αναπτύσσεται με ρυθμό που σταδιακά επιβραδύνεται. Προβλέπουμε ότι η τάση αυτή θα συνεχιστεί την επόμενη διετία, καθώς η ανεργία εξακολουθεί να μειώνεται σε επίπεδα που δεν είχαν σημειωθεί από τότε που ξέσπασε η κρίση.
Το δημόσιο χρέος στη ζώνη του ευρώ αναμένεται να συνεχίσει την πτωτική του πορεία, ενώ το έλλειμμα θα παραμείνει πολύ κάτω από το 1% του ΑΕΠ. Σε ένα όλο και πιο αβέβαιο διεθνές περιβάλλον, οι πολιτικοί ιθύνοντες τόσο στις Βρυξέλλες όσο και στις εθνικές πρωτεύουσες πρέπει να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για να διασφαλίσουν ότι η ζώνη του ευρώ θα είναι αρκετά ισχυρή ώστε να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά κάθε ενδεχόμενη μελλοντική πρόκληση».
Η εγχώρια ζήτηση ως κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη
Η αύξηση της παγκόσμιας αβεβαιότητας, οι εντάσεις στο διεθνές εμπόριο και οι υψηλότερες τιμές του πετρελαίου θα έχουν αρνητικές συνέπειες για την οικονομική ανάπτυξη στην Ευρώπη. Μετά από αρκετά έτη έντονης αύξησης της απασχόλησης, η προοπτική επιβράδυνσης των βελτιώσεων στην αγορά εργασίας και αύξησης των περιορισμών από την πλευρά της προσφοράς σε ορισμένα κράτη μέλη θα μπορούσε επίσης να αυξήσει αυτές τις αρνητικές συνέπειες.
Οι κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης θα πρέπει να έχουν όλο και περισσότερο εθνικό χαρακτήρα: η ιδιωτική κατανάλωση θα πρέπει να ευνοηθεί από τη μεγαλύτερη αύξηση των μισθών και τη λήψη δημοσιονομικών μέτρων σε ορισμένα κράτη μέλη. Οι όροι χρηματοδότησης και τα υψηλά ποσοστά χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας αναμένεται να εξακολουθήσουν επίσης να ευνοούν τις επενδύσεις. Για πρώτη φορά από το 2007, οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν σε όλα τα κράτη μέλη το 2019.
Λαμβανομένων υπόψη όλων αυτών των παραγόντων, το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) σε όλα τα κράτη μέλη αναμένεται ότι θα συνεχίσει να αυξάνεται, αλλά με βραδύτερο ρυθμό, και ελαφρώς χαμηλότερο από αυτόν που είχε προβλεφθεί το καλοκαίρι.
Η ανεργία εξακολουθεί να μειώνεται
Οι συνθήκες στην αγορά εργασίας εξακολούθησαν να βελτιώνονται το πρώτο εξάμηνο του 2018, καθώς η αύξηση της απασχόλησης παρέμεινε σταθερή, παρόλο που η οικονομική ανάπτυξη επιβραδύνθηκε.
Η δημιουργία θέσεων εργασίας θα πρέπει να συνεχίσει να ευνοείται από τη συνεχή ανάπτυξη και την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε ορισμένα κράτη μέλη. Η ανεργία αναμένεται να εξακολουθήσει να μειώνεται, αλλά με βραδύτερο ρυθμό από ό,τι στο παρελθόν, καθώς η αύξηση της απασχόλησης ενδεχομένως να επηρεαστεί αρνητικά από τις αυξανόμενες ελλείψεις εργατικού δυναμικού και την επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης.
Η ανεργία στη ζώνη του ευρώ αναμένεται να μειωθεί σε 8,4% φέτος, σε 7,9% το 2019 και σε 7,5% το 2020. Στην ΕΕ των 27, το ποσοστό ανεργίας προβλέπεται να ανέλθει σε 6,9% φέτος, και στη συνέχεια να μειωθεί σε 6,6% το 2019 και σε 6,3% το 2020. Αυτό θα είναι το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας αφότου άρχισε η μηνιαία καταγραφή της ανεργίας, τον Ιανουάριο του 2000.
Οι τιμές του πετρελαίου επηρεάζουν ανοδικά τον πληθωρισμό
Κατά την περίοδο των προβλέψεων, ο ονομαστικός πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει σε μέτρια επίπεδα. Στη ζώνη του ευρώ, ο πληθωρισμός προβλέπεται να ανέλθει σε 1,8% το 2018 και το 2019 και να μειωθεί σε 1,6% το 2020.
Η αύξηση των τιμών του πετρελαίου ώθησε προς τα πάνω τον πληθωρισμό κατά το τρέχον έτος και τα ισχυρά θετικά αποτελέσματα βάσης αναμένεται να συνεχιστούν το πρώτο τρίμηνο του επόμενου έτους. Ενώ ο δομικός πληθωρισμός, στον οποίο δεν συνυπολογίζονται οι τιμές της ενέργειας και των μη μεταποιημένων τροφίμων, είναι φέτος μέχρι στιγμής σχετικά συγκρατημένος, αναμένεται να αποτελέσει εκ νέου τη βασική κινητήρια δύναμη του ονομαστικού πληθωρισμού το 2020, καθώς οι μισθοί αυξάνονται εν μέσω της στενότητας των αγορών εργασίας.
Δημόσια οικονομικά: τα επίπεδα του χρέους μειώνονται και το συνολικό δημόσιο έλλειμμα στη ζώνη του ευρώ είναι σήμερα μικρότερο από 1%
Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης στη ζώνη του ευρώ προβλέπεται να εξακολουθήσει να μειώνεται σε σχέση με το ΑΕΠ φέτος, χάρη στη μείωση των δαπανών για τόκους. Η πτωτική αυτή τάση αναμένεται να σταματήσει το επόμενο έτος, για πρώτη φορά από το 2009, καθώς ο δημοσιονομικός προσανατολισμός αναμένεται να είναι ελαφρώς επεκτατικός το 2019, προτού καταστεί γενικά ουδέτερος το 2020.
Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης στη ζώνη του ευρώ αναμένεται να αυξηθεί από 0,6% του ΑΕΠ το 2018 σε 0,8% το 2019 και να μειωθεί σε 0,7% το 2020. Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης στην ΕΕ των 27 αναμένεται να αυξηθεί από 0,6% του ΑΕΠ το 2018 σε 0,8% το 2019 και να μειωθεί σε 0,6 % το 2020. Συνολικά, αναμένεται να σημειωθεί μία από τις πιο σημαντικές βελτιώσεις σε σύγκριση με πριν από δέκα χρόνια, το 2009, όταν το έλλειμμα κορυφώθηκε σε 6,2% στη ζώνη του ευρώ και σε 6,6% στην ΕΕ.
Ο λόγος χρέους προς το ΑΕΠ προβλέπεται να συνεχίσει να μειώνεται στη ζώνη του ευρώ και σχεδόν σε όλα τα κράτη μέλη, χάρη στη συνέχιση της ανάπτυξης και στα πρωτογενή πλεονάσματα που συμβάλλουν στη μείωση του χρέους. Στη ζώνη του ευρώ, ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί από 86,9% το 2018 σε 84,9% το 2019 και σε 82,8% το 2020, σημειώνοντας μείωση από την υψηλότερη τιμή του 94,2% το 2014. Στην ΕΕ των 27, ο λόγος χρέους της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί από 80,6 % του ΑΕΠ το 2018 σε 78,6 % το 2019 και σε 76,7 % το 2020.