Τη δεκαετία που ακολούθησε την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση, η συνολική συσσώρευση πλούτου ξεπέρασε την αύξηση του χρέους των νοικοκυριών.
Ωστόσο, τα νοικοκυριά σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες μπορεί να είναι πιο ευάλωτα όσον αφορά την ρευστότητα, ειδικά όσα έχουν μικρότερη περιουσία και ο ρυθμός αύξησης των εισοδημάτων τους είναι πιο αδύναμος.
Όπως επισημαίνει σε έκθεση της η DBRS, η αύξηση των επιτοκίων, η αδύναμη ανάπτυξη των εισοδημάτων και η άνιση διανομή πλούτου και εισοδήματος είναι μερικοί από τους παράγοντες κινδύνου για τα νοικοκυριά.
Ο οίκος αξιολόγησης κατατάσσει τις χώρες σε τρεις ομάδες ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του χρέους των νοικοκυριών. Στην πρώτη ομάδα περιλαμβάνονται κράτη με αυξανόμενο βάρος χρέους που συνδέεται με την άνοδο των τιμών των κατοικιών. Στην δεύτερη ομάδα, αυτές στις οποίες έχει σημειωθεί απομόχλευση, αλλά το βάρος του χρέους παραμένει μεγάλο. Στην τρίτη ομάδα κράτη όπου τα βάρος του χρέους των νοικοκυριών είναι πιο ήπιο.
Η Ελλάδα κατατάσσεται στην τρίτη ομάδα, μαζί με την Αυστρία, το Βέλγιο, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιαπωνία και την Ιταλία. Η ομάδα των χωρών αυτών είναι λιγότερο ευάλωτη σε ρίσκα, αλλά κάποιες χώρες μπορεί να απειληθούν από την αδύναμη ανάπτυξη των εισοδημάτων.
Οι τιμές των κατοικιών και ο χρηματοοικονομικός πλούτος
Οι αναλυτές της DBRS υποστηρίζουν ότι οι οικονομικές συνθήκες ήταν για αρκετά χρόνια ιδανικές για τις χρηματιστηριακές αγορές. Η ανάπτυξη του ΑΕΠ τόνωσε τα κέρδη και ο πληθωρισμός παρέμεινε αρκετά χαμηλά, επιτρέποντας τη διατήρηση της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής. Οι υψηλότερες τιμές των μετοχών βελτίωσαν σημαντικά τον ισολογισμό των νοικοκυριών. Η βελτίωση αυτή φαίνεται από την σταθερή αύξηση στον δείκτη καθαρού χρηματοοικονομικού πλούτου των νοικοκυριών της DBRS από το 2008 κατά 50%.
Η άνοδος των τιμών των κατοικιών ενίσχυσε και τον μη χρηματοοικονομικό πλούτο των νοικοκυριών. Στις περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες που καλύπτει η DBRS καταγράφηκε μεγάλη αύξηση στις τιμές των κατοικιών από το 2012. Σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες ωστόσο, οι αγορές κατοικίας μόλις πρόσφατα έφτασαν στον «πάτο του βαρελιού». Μεταξύ αυτών Ελλάδα και Ιταλία.
Ανεξάρτητα από τις ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης, η DBRS εκτιμά πως η ισχυρή ανάπτυξη στις τιμές των ακινήτων είναι το αποτέλεσμα της ενίσχυσης της απασχόλησης και της αύξησης του πληθυσμού στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου η «σφιχτή» προσφορά κατοικιών δεν μπορεί να καλύψει τη ζήτηση.
Η πορεία του διαθέσιμου εισοδήματος
Το ακαθάριστο χρέος των νοικοκυριών αυξήθηκε ταχύτερα από το διαθέσιμο εισόδημα σε πολλές χώρες μετά την κρίση. Το χαρακτηριστικό αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές σε αυτές τις ανεπτυγμένες οικονομίες με υψηλή ανάπτυξη των τιμών των ακινήτων, όπως η Αυστραλία και ο Καναδάς.
Αν και ο λόγος του χρέους των νοικοκυριών προς τα διαθέσιμα εισοδήματα έχει βελτιωθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ, λόγω της απομόχλευσης των νοικοκυριών κατά την διάρκεια της κρίσης, οι δύο χώρες έχουν υψηλό χρέος σε σχέση με τα εισοδήματα. Επιπλέον, το μη στεγαστικό χρέος στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπως οι πιστωτικές κάρτες, τα φοιτητικά δάνεια και τα δάνεια για αυτοκίνητα, είναι οι τομείς καταναλωτικού χρέους με την ταχύτερη ανάπτυξη.
Στην Ευρώπη, οι χώρες που έχουν καταγράψει την υψηλότερη αύξηση στο λόγο του χρέους των νοικοκυριών προς το διαθέσιμο εισόδημα είναι αυτές με σταθερές αυξήσεις στις τιμές των κατοικιών, όπως η Νορβηγία, η Σουηδία και η Ελβετία.
Από την άλλη πλευρά, οι χώρες που επηρεάστηκαν περισσότερο από την ευρωπαϊκή κρίση χρέους, συμπεριλαμβανομένης της Ισπανίας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας, έχουν επιτύχει την μεγαλύτερη απομόχλευση.
Τα δύο βασικά ρίσκα για τα νοικοκυριά
Σύμφωνα με τους αναλυτές της DBRS, μια μεγάλη άνοδος στα επιτόκια μπορεί να αυξήσει τις μηνιαίες δόσεις που πληρώνουν τα νοικοκυριά και να μειώσει την δυνατότητα δανεισμού.
Μια απότομη άνοδος στα επιτόκια θα ασκούσε σημαντική πίεση στα νοικοκυριά, ειδικά στις χώρες όπου τα ενυπόθηκα δάνεια έχουν κυμαινόμενα επιτόκια.
Μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης, τα νοικοκυριά έχουν συνηθίσει σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων. Οι αλλαγές στα επιτόκια την τελευταία δεκαετία ήταν καθοδικές, κάτι που ωφελεί τα νοικοκυριά που έχουν λάβει δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο.
Μόνο πρόσφατα υπήρξαν κάποιες ήπιες αυξήσεις επιτοκίων. Μια πιο απότομη άνοδος στα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα επιτόκια θα προκαλούσε σοκ σε ορισμένα νοικοκυριά. Σε χώρες όπου τα δάνεια χορηγούνται κυρίως με σταθερό επιτόκιο, ο αντίκτυπος θα ήταν πολύ μικρότερος από ότι στις χώρες όπου τα επιτόκια ρυθμίζονται κάθε τρίμηνο ή σε ετήσια βάση.
Οι αγορές στεγαστικών δανείων σε χώρες που το χρέος των νοικοκυριών είναι υψηλό και ένα μεγάλο μέρος των δανείων έχουν χορηγηθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο, όπως η Αυστραλία, η Φινλανδία, η Νορβηγία και η Σουηδία, μπορεί να είναι πιο ευάλωτες σε απότομες αυξήσεις επιτοκίων.
Αλλά μια μεγάλη αύξηση των επιτοκίων θα ασκήσει πίεση στην δυνατότητα δανεισμού των νοικοκυριών σε όλες τις χώρες. Η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε να επηρεάσει τις αγορές κατοικιών και αυτοκινήτων και τις καταναλωτικές δαπάνες γενικότερα.
Μια τέτοια μεγάλη αύξηση των επιτοκίων, όμως, θα μπορούσε να συμβεί μόνο αν οι πληθωριστικές πιέσεις ενισχυθούν με ταχύτερο ρυθμό από αυτόν που προβλέπεται τώρα. Επιπλέον, η διεύρυνση των ελλειμμάτων σε οικονομίες όπως οι ΗΠΑ, μπορεί να ασκήσει ανοδική πίεση τον πληθωρισμό και στα επιτόκια, με πιθανό αντίκτυπο και για άλλες οικονομίες.
Η DBRS τονίζει πως η μεταβλητότητα στις χρηματιστηριακές αγορές καταδεικνύει τον κίνδυνο απότομων διακυμάνσεων στις αγορές από την σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής. Ο οίκος αξιολόγησης αναμένει ότι οι κεντρικές τράπεζες θα προχωρήσουν προσεκτικά στις αυξήσεις επιτοκίων για να αποφύγουν δυσμενείς συνέπειες στην ανάπτυξη, αλλά τονίζει πως δεν μπορεί να αποκλειστούν λάθη ή αναπάντεχες μεταβολές στην στάση των επενδυτών.
H DBRS εκτιμά ότι το ρίσκο μιας μεγάλης αύξησης των επιτοκίων μπορεί να έχει δυνητικά μεγάλο αντίκτυπο, αλλά προς το παρόν δεν θεωρεί ότι είναι ιδιαίτερα πιθανό. Όπως τονίζουν οι αναλυτές του οίκου αξιολόγησης, υπάρχουν λίγες ενδείξεις που να δείχνουν ότι επίκεται μια άνοδος των επιτοκίων λόγω υψηλότερου πληθωρισμού. Η αντίδραση του πληθωρισμού κατά την διάρκεια της ανάκαμψης ήταν ήπια, κυρίως λόγω των ανεπίλυτων διαρθρωτικών προβλημάτων στις ανεπτυγμένες οικονομίες, όπως η χαμηλή ανάπτυξη της παραγωγικότητας και η υπερβάλλουσα εργασιακή δύναμη.
Ένα δεύτερο ρίσκο που μπορεί να απειλήσει τους ισολογισμούς των νοικοκυριών είναι ο χαμηλός ρυθμός αύξησης των εισοδημάτων που περιορίζει την βελτίωση της δυνατότητας εξυπηρέτησης του χρέους.
Ένας δείκτης της ανάπτυξης των εισοδημάτων για χώρες που καλύπτει η DBRS δείχνει πως οι ονομαστικοί μισθοί αυξήθηκαν κατά περίπου 10% από το 2010 ως το 2016, αρκετά χαμηλότερα από την ανάπτυξη του καθαρού πλούτου των νοικοκυριών.
Η μέση ετήσια ανάπτυξη των πραγματικών μισθών κινήθηκε κάτω από το 1% κατά την ίδια περίοδο, ενώ οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν στην Ιταλία, την Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ιαπωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Ο χαμηλός ρυθμός ανάπτυξης των μισθών είναι σημαντικός γιατί τα κέρδη από τις υψηλότερες τιμές των στοιχείων ενεργητικού ωφελούν περισσότερα τα ήδη εύπορα νοικοκυριά.