Η εβδομάδα που ξεκίνησε είναι κρίσιμη από κάθε άποψη: την Κυριακή, το συνέδριο του παλαιότερου γερμανικού κόμματος καλείται να αποφασίσει όχι μόνον εάν η Γερμανία θα κυβερνηθεί για άλλα τέσσερα χρόνια από τον μεγάλο συνασπισμό ή εάν, σε διαφορετική περίπτωση, η χώρα οδηγηθεί στη μεγαλύτερη κυβερνητική κρίση της μεταπολεμικής ιστορίας της. Οι σύνεδροι κρατούν στα χέρια τους και το πολιτικό μέλλον του προέδρου του κόμματός τους. Σε περίπτωση αρνητικής έκβασης θεωρείται σχεδόν απίθανο να μπορέσει να παραμείνει ο Μ. Σουλτς στο πόστο του. Ενδεχόμενη παραίτησή του θα δρομολογούσε ραγδαίες εσωκομματικές εξελίξεις, οι οποίες με τη σειρά τους θα είχαν πιθανότατα άμεσο αντίκτυπο στις εκλογικές επιδόσεις του SPD.
Μολονότι όλα αυτά αποτελούν ακόμη απλά σενάρια, τα μηνύματα από τις περιφερειακές οργανώσεις του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος είναι μέχρι στιγμής κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά. Το βράδυ της Δευτέρας, το SPD Βερολίνου τάχθηκε κατά της έναρξης διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό κυβέρνησης με τη CDU/CSU. Τη γραμμή Σουλτς, αντίθετα, στηρίζει η περιφερειακή οργάνωση του Βρανδεμβούργου που ψήφισε υπέρ. Αμφότερες οργανώσεις ωστόσο εκπροσωπούνται με μικρό αριθμό συνέδρων στη Βόννη. Η μεγάλη μάχη δίνεται από χθες στις οργανώσεις του κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, που αποστέλλει το 1/4 του συνολικού αριθμού. Χθες ο Μ. Σουλτς μίλησε σε συντρόφους του στο Ντόρτμουντ. Ο ίδιος έκανε λόγο για μια «εποικοδομητική ανταλλαγή απόψεων», επισημαίνοντας ότι παραμένει αισιόδοξος για την έκβαση της ψηφοφορίας της Κυριακής.
Τα επιχειρήματα των αντιπάλων
Ο πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχει άλλες πέντε μέρες στη διάθεσή του για να πείσει την ιδιαίτερα δύσπιστη κομματική βάση για τα οφέλη μιας νέας συγκυβέρνησης με τους συντηρητικούς της Άνγκελα Μέρκελ. Όπως δείχνουν σχετικές έρευνες, η πλειοψηφία των 440.000 περίπου μελών του SPD δεν επιθυμούν τη συνέχιση του μεγάλου συνασπισμού, εκτιμώντας ότι αυτός ζημιώνει εντέλει τη χώρα αλλά και το ίδιο το κόμμα.
Βασικό επιχείρημα των αντιπάλων της λεγόμενης Groko είναι ότι στις τελευταίες εκλογές, οι πολίτες ουσιαστικά την «τιμώρησαν», με τα δύο μεγάλα κόμματα να χάνουν σημαντικό μέρος των ψηφοφόρων τους και το ίδιο το SPD να πετυχαίνει το χειρότερο εκλογικό αποτέλεσμα στην ιστορία του. Οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι με τους συντηρητικούς στην κυβέρνηση δεν μπορεί να υλοποιηθεί μια κοινωνικά πιο δίκαιη ατζέντα. Παραπέμπουν μάλιστα στα αποτελέσματα των διερευνητικών επαφών, τονίζοντας ότι λείπουν αμιγώς σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές, όπως ήταν ο κατώτατος μισθός που υλοποιήθηκε στη βάση της τελευταίας κυβερνητικής συμφωνίας μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων το 2013.
Ένα από τα κεντρικά επιχειρήματα όσων εναντιώνονται στη συνέχιση του αναγκαστικού πολιτικού γάμου μεταξύ της κεντροαριστεράς και του -κεντροδεξιού πλέον υπό τη Μέρκελ- συντηρητικού στρατοπέδου είναι επίσης το γεγονός ότι σε περίπτωση νέας Groko, τα ηνία της μείζονος αντιπολίτευσης θα αναλάβει ως τρίτο κόμμα το εθνολαϊκιστικό AfD. Ως το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης μάλιστα το AfD θα μπορούσε να αξιώσει την προεδρία της σημαντικότερης επιτροπής της Bundestag, της επιτροπής Δημοσιονομικών (η οποία παρεμπιπτόντως αποφασίζει συνήθως για την εκταμίευση δόσεων προς την Ελλάδα).
Το φόβητρο της περαιτέρω πτώσης
Η αποστολή του Μ. Σουλτς είναι δύσκολη αλλά όχι ακατόρθωτη. Ο ισχυρισμός ότι το αποτέλεσμα των διερευνητικών δεν έχει σοσιαλδημοκρατική σφραγίδα είναι αναληθής. Μπορεί να μη συμπεριελήφθησαν θεαματικά σοσιαλδημοκρατικά πρότζεκτ και πολιτικές, εντούτοις η συμφωνία για τη «βασική σύνταξη» που εξασφαλίζει ένα μίνιμουμ αποδοχών ή η σταδιακή κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης που μακροπρόθεσμα θα ωφελήσει τα μικρομεσαία εισοδήματα συνιστούν αναμφίβολα επιτυχίες της διαπραγματευτικής ομάδας του SPD, που θα πρέπει όμως τώρα να εξηγηθούν δεόντως στην κομματική βάση.
Σημαντικό ρόλο στην τελική απόφαση των συνέδρων θα παίξει βέβαια, σύμφωνα με την Deutsche Welle, και το φόβητρο της περαιτέρω πτώσης: δημοσκόπηση που δημοσιεύει σήμερα η Bild δείχνει τα ποσοστά του SPD να κατρακυλούν στο 18,5%. Πρόκειται για ένα από τα χαμηλότερα που έχει καταγραφεί ποτέ για το κόμμα. Σε ενδεχόμενες πρόωρες εκλογές, λοιπόν, οι κάλπες δεν αποκλείεται να επιφυλάσσουν στους Σοσιαλδημοκράτες ακόμη πιο δυσάρεστες εκπλήξεις απ' ό,τι τον περασμένο Δεκέμβριο.