Η Βρετανία και οι ΗΠΑ θα ξεκινήσουν τον επόμενο μήνα διαπραγματεύσεις επάνω σε μια μετα-Brexit εμπορική συμφωνία. Πρόκειται για μια δοκιμασία, τόσο της ικανότητας του Ηνωμένου Βασιλείου να κλείσει τέτοιου είδους συμφωνίες, όσο και της σχέσης του με τον Ντόναλντ Τραμπ.
«Υπάρχουν κάποιες πολύ, πολύ μεγάλες αγορές που θα μπορέσουμε να εκμεταλλευτούμε», τόνισε ο Λίαμ Φοξ Βρετανός υπουργός Εμπορίου αργά την Πέμπτη, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο BBC. «Σας έχω νέα: πραγματικά ξεκινάμε τις διαπραγματεύσεις στις 24 Ιουλίου», τόνισε.
Η Βρετανία δεν μπορεί να υπογράψει επισήμως εμπορικές συμφωνίες με άλλες χώρες μέχρι να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση το Μάρτιο του 2019, αλλά μπορεί να προετοιμάσει το έδαφος για την επικύρωσή τους αμέσως αφότου φύγει.
Τέτοιου είδους συμφωνίες είναι κρίσιμες για την ικανότητα της Τερέζα Μέι να πραγματοποιήσει αυτό που αποκαλεί «ευκαιρία του Brexit», τονίζει το Bloomberg.
Η Βρετανία εξάγει αγαθά και υπηρεσίες αξίας 37 δισ. στερλινών (48 δισ. δολάρια) παραπάνω στις ΗΠΑ σε σύγκριση με την αξία που εισάγει, δυναμική που υπογραμμίζει τη σημασία μιας συμφωνίας για την ευρωπαϊκή χώρα. Παρότι ο πρώην πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα είχε προειδοποιήσει τους Βρετανούς πως θα ήταν «τελευταίοι στην ουρά» για πιθανή εμπορική συμφωνία, αν ψήφιζαν υπέρ του Brexit, ο Τραμπ δείχνει πιο θετικός.
Ο Αμερικανός πρόεδρος είχε αναφέρει στους Times τον Ιανουάριο πως οι ΗΠΑ «θα δουλέψουν πολύ σκληρά για να τα καταφέρουν γρήγορα και σωστά». Έπειτα τόνισε στη Μέι πως η Βρετανία θα έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει μετά το Brexit να εμπορεύεται με τις Ηνωμένες Πολιτείες, τουλάχιστον με τους ίδιους όρους όπως και προηγούμενα.
Ωστόσο, οι Times μετέδωσαν τον Απρίλιο πως έπειτα από συζήτηση με την Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, ο Τραμπ μπορεί τελικά να δώσει προτεραιότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εξέλιξη που θα κατέφερε σημαντικό πλήγμα για την Τερέζα Μέι.
Όταν πράγματι ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις, η Βρετανία δεν θα έχει πλεονέκτημα, δεδομένου ότι έχει μεγαλύτερη ανάγκη τη συμφωνία απ’ ότι ο διατλαντικός εταίρος της. Οι ΗΠΑ μπορεί να προσπαθήσουν να εξαναγκάσουν τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες της χώρας να δηλώσουν συμφωνία με τους ρυθμιστικούς κανόνες της Wall Street, αλλά και να πιέσουν το Ηνωμένο Βασίλειο να ανοίξει βιομηχανίες, όπως η υγεία, στον αμερικανικό ανταγωνισμό. Μπορεί παράλληλα να προσπαθήσει να αποδυναμώσει τα βρετανικά πρότυπα στα τρόφιμα.
Τα σχόλια του Λίαμ Φοξ δείχνουν πως η κυβέρνηση της Μέι εξακολουθεί να σχεδιάζει αποχώρηση από την τελωνειακή ένωση της ΕΕ, η οποία εμποδίζει την υπογραφή συμφωνιών με τρίτα μέρη. Πάντως, υπάρχουν εικασίες ότι θα μπορούσε και να προσπαθήσει να μείνει στη συμφωνία, στο πλαίσιο ενός πιο ήπιου Brexit, αν και μια τέτοια εξέλιξη θα έθετε ερωτήματα για τη θέση του Λίαμ Φοξ.
«Το 90% της παγκόσμιας ανάπτυξης τα επόμενα 10 χρόνια θα είναι έξω από την Ευρώπη», ανέφερε ο υπουργός. «Αν εμείς, ως χώρα, θέλουμε να παράγουμε τον πλούτο που θα χρειαστούμε για όλα αυτά τα πράγματα που όλοι επιθυμούν, σε όρους δαπανών στις δημόσιες υπηρεσίες, αυτή η ανάπτυξη θα έρθει από κάπου αλλού», υποστήριξε.