Ο ΟΠΕΚ και οι σύμμαχοί του περιορίζουν την παραγωγή τους σε αναζήτηση υψηλότερων τιμών στο μαύρο χρυσό, ωστόσο ο μεγαλύτερος ανεξάρτητος trader πετρελαίου στον κόσμο προειδοποιεί πως οι προσπάθειές τους ενδέχεται να είναι μάταιες.
Η ζήτηση δεν αναπτύσσεται τόσο όσο αναμενόταν και η αμερικανική παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου ενισχύεται περισσότερο από το αναμενόμενο, σύμφωνα με την Vitol Group.
Αυτό αυξάνει το βάρος που θα πρέπει να σηκώσουν οι μεγαλύτεροι παραγωγοί του κόσμου, οι οποίοι χρειάζεται να μείνουν πιστοί στις δεσμεύσεις τους για μείωση της προσφοράς, τόνισε ο Kho Hui Meng, επικεφαλής του ασιατικού βραχίονα της εταιρίας.
Στο τρέχον περιβάλλον, οποιαδήποτε ανάκαμψη στο αργό θα εξαρτηθεί από την παρατεταμένη χρήση από κράτη όπως η Κίνα, η Ινδία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, πέραν των προσπαθειών του καρτέλ να ελέγξει την προσφορά.
«Αυτό που χρειαζόμαστε είναι πραγματική ανάπτυξη της ζήτησης, γρηγορότερη ανάπτυξη της ζήτησης», τόνισε ο Kho, πρόεδρος της Vitol Asia, σε συνέντευξη που παραχώρησε από την Κουάλα Λουμπούρ. «Η ανάπτυξη υπάρχει, αλλά δεν είναι αρκετά γρήγορη», επεσήμανε.
Ο ειδικός διευκρίνισε ότι, παρότι η κατανάλωση προβλεπόταν να αυξηθεί φέτος κατά περίπου 1,3 εκατ. βαρέλια την ημέρα, η ανάπτυξή της έχει περιοριστεί σε περίπου 800.000 βαρέλια/ημέρα μέχρι στιγμής. Όπως πρόσθεσε, η αμερικανική παραγωγή έχει αυξηθεί κατά 400.000-500.000 βαρέλια/ημέρα παραπάνω από το αναμενόμενο.
«Αν η ζήτηση επιστρέψει εκεί όπου θα έπρεπε να ήταν, εκεί όπου έχει προβλεφθεί, αυτό θα βοηθήσει. Αλλά το ένστικτό μου μού λέει ότι αυτό θα αργήσει ακόμη να γίνει», σχολίασε.
Σύμφωνα με το Bloomberg, ο Kho αναφέρθηκε και στα μεγαλύτερα από το αναμενόμενο αποθέματα βενζίνης: «Συνεχίζω να παρακολουθώ την καλοκαιρινή ζήτηση για βενζίνη από τις ΗΠΑ (…) Ο ΟΠΕΚ έχει δηλώσει πως θα προσπαθήσει να παρατείνει τις μειώσεις παραγωγής και μετά τον Ιούνιο. Επομένως αν συμβεί αυτό και η πειθαρχία τους είναι ικανοποιητική, και αν αλλάξει το καλοκαίρι η ανάπτυξη της ζήτησης από τις ΗΠΑ, τότε μπορεί να δούμε το πετρέλαιο να επιστρέφει λίγο άνω των 50 δολαρίων».
«Αλλά το αίσθημα που επικρατεί αυτή τη στιγμή δεν είναι αυτό», κατέληξε πάντως.