Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να εκμεταλλευτούν τα πολύ χαμηλά κόστη δανεισμού προκειμένου να αυξήσουν την επενδυτική τους δαπάνη και να μειώσουν κάποιους φόρους, απαραίτητα βήματα ώστε να ξεφύγουν από την «παγίδα της πολύ χαμηλής ανάπτυξης», υπογράμμισε σήμερα ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης.
Προσθέτοντας σε προηγούμενες εκκλήσεις για μεταστροφή σε τόνωση των προϋπολογισμών και απομάκρυνση από τις νομισματικές πολιτικές που έχουν φτάσει στα όριά τους, ο οργανισμός με έδρα στο Παρίσι τόνισε πως οι περισσότερες κυβερνήσεις έχουν περιθώριο ώστε να τονώσουν τις δαπάνες κατά μισή ποσοστιαία μονάδα της οικονομικής παραγωγής, σε μια περίοδο τριών-τεσσάρων ετών, χωρίς να διακινδυνεύσουν αύξηση των ήδη υψηλών χρεών τους.
Ο ΟΟΣΑ υπολογίζει πως μια άνοδος στις δαπάνες, της κλίμακας που προτείνει, θα ενίσχυε την οικονομική ανάπτυξη της εκάστοτε χώρας κατά 0,4 έως 0,6 μίας ποσοστιαίας μονάδας, με μια επιπρόσθετη τόνωση 0,2 ποσοστιαίας μονάδας, αν η προσπάθεια αυτή γίνει συντονισμένα διεθνώς.
Ο αντίκτυπος στην ανάπτυξη θα είναι μεγαλύτερος σε χώρες όπως η Βρετανία και η Γερμανία, όπου το think tank εκτιμά πως η τρέχουσα δημόσια δαπάνη είναι χαμηλή. Ωστόσο ενδέχεται να έχει περιορισμένο αντίκτυπο στην ανάπτυξη της Ιαπωνίας, όπου είναι υψηλή.
Σε περίπτωση που αυτή η μεταστροφή συνδυαστεί με τις απαραίτητες οικονομικές μεταρρυθμίσεις, η τόνωση στην οικονομία μπορεί να είναι αρκετή ώστε να οδηγήσει σε μείωση του κυβερνητικού χρέους σε αναλογία του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, επεσήμανε ο ΟΟΣΑ.
«Κάνοντας συνετές επιλογές, θα μπορούσαμε να καταλήξουμε με το χρέος/ΑΕΠ στην πραγματικότητα να πέφτει», επιβεβαίωσε η Catherine Mann, ανώτατη οικονομολόγος του Οργανισμού.
Όπως συμπληρώνει το MarketWatch, αν οι κυβερνήσεις ακολουθήσουν τη συμβουλή του ΟΟΣΑ, η κίνηση αυτή θα σηματοδοτήσει την περαιτέρω απομάκρυνση από τις πολιτικές λιτότητας που στάθηκαν άμεση αντίδραση στα αυξανόμενα κυβερνητικά χρέη, στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Στη διάρκεια των ετών αυτών, οι κεντρικές τράπεζες έκαναν την πιο «σκληρή δουλειά», προσφέροντας στήριξη στην οικονομία, ωστόσο ολοένα ενισχύεται η κοινή συναίνεση ότι η νομισματική πολιτική δεν έχει πολλά ακόμη να προσφέρει.
Μια βραδεία στροφή προς μεγαλύτερη εξάρτηση από τη δημοσιονομική πολιτική, ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη από πέρυσι, όταν ο Καναδάς ξεκίνησε τη δημοσιονομική τόνωση, ενώ ο ΟΟΣΑ επισημαίνει πως αυξήσεις στις δαπάνες καταγράφονται επίσης και στη Γερμανία, την Ιταλία και την Κίνα. Στο μεταξύ οι ηγέτες της G20 επεσήμαναν τον Σεπτέμβριο, στη διάρκεια συνάντησής τους στην Κίνα, τη σημασία της δημοσιονομικής πολιτικής για την επίτευξη «ισορροπημένης ανάπτυξης».
Ο επερχόμενος Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει δεσμευτεί να τονώσει τις δαπάνες σε υποδομή μέχρι και κατά ένα τρισ. δολάρια -αν και οι λεπτομέρειες των προτάσεών του δείχνουν ανεπαρκείς-, ενώ ο Βρετανός υπουργός Οικονομικών Φίλιπ Χάμοντ, ανακοίνωσε σήμερα τον σχεδιασμό ενός νέου επενδυτικού ταμείου, αξίας 23 δισ. στερλινών, που θα έχει ως στόχο την ενίσχυση της παραγωγικότητας.
«Υπάρχει αρκετά μεγαλύτερη δεκτικότητα απέναντι στην ιδέα της χρήσης της δημοσιονομικής πολιτικής με πιο ενεργό τρόπο», εκτίμησε η Mann.
Ο ΟΟΣΑ τόνισε ότι οι αυξημένες δαπάνες θα περιοριστούν από το «δημοσιονομικό κενό» που έχει ανοίξει εξαιτίας των χαμηλών επιτοκίων, το οποίο ποικίλλει από χώρα σε χώρα. Ο Οργανισμός σημείωσε ακόμα ότι μεγαλύτερο περιθώριο για επενδύσεις θα δημιουργηθεί αν οι κυβερνήσεις δράσουν με σκοπό τη μείωση των μελλοντικών κοστών από την παροχή ιατρικής φροντίδας και άλλων προνομίων.
«Δεν δίνουμε λευκή επιταγή», ισχυρίστηκε η οικονομολόγος.