H αγορά στοιχείων ενεργητικού συνεχίζεται ομαλά και έχει θετικό αντίκτυπο, δήλωσε ο Μάριο Ντράγκι στη συνέντευξη Τύπου μετά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ.
Πρόσθεσε ωστόσο ότι λόγω των κινδύνων στις προοπτικές του πληθωρισμού, που πηγάζουν κυρίως από τις αναδυόμενες οικονομίες και τις χαμηλές τιμές των εμπορευμάτων, η ΕΚΤ θα επανεξετάσει τον Δεκέμβριο τη νομισματική πολιτική.
Ο κ. Ντράγκι διευκρίνισε ότι η κατανάλωση συνεχίζει να στηρίζει την ανάκαμψη στην οικονομία της ευρωζώνης, λαμβάνοντας ώθηση και από τις χαμηλές τιμές στο πετρέλαιο. Ωστόσο, η εξωτερική ζήτηση είναι αδύναμη λόγω των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι αναδυόμενες οικονομίες.
Όπως τόνισε, το Διοικητικό Συμβούλιο είναι πρόθυμο να χρησιμοποιήσει όλα τα διαθέσιμα εργαλεία. Δεν υπήρξε κάποια συγκεκριμένη προτίμηση για κάποιο εργαλείο, επισήμανε ο κ. Ντράγκι, υπογραμμίζοντας ότι συζητήθηκαν όλα τα διαθέσιμα εργαλεία.
Το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) θα διαρκέσει μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2016 και αν χρειαστεί, θα συνεχιστεί μέχρι η ΕΚΤ να δει μια σταθερή προσαρμογή στο μονοπάτι του πληθωρισμού, που θα είναι συμβατή με τον στόχο του 2%. Επανέλαβε ότι το QE προσφέρει ευελιξία.
Όσον αφορά την πορεία του πληθωρισμού, ο επικεφαλής της ΕΚΤ ανέφερε ότι προβλέπεται να παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα βραχυπρόθεσμα και θα αρχίσει να αυξάνεται προς το τέλος του έτους. Περαιτέρω άνοδος θα καταγραφεί το 2016 και το 2017.
Συζητήθηκε νέα μείωση του επιτοκίου καταθέσεων
«Αυτή την φορά πραγματικά συζητήθηκε και είναι ένα από τα εργαλεία νομισματικής πολιτικής στα οποία αναφέρθηκα όταν είπα πως πρέπει να εξεταστούν όλα τα εργαλεία» σημείωσε ο κ. Ντράγκι.
«Πρέπει να πω ξεκάθαρα ότι η αξιοπιστία μιας κεντρικής τράπεζας μετριέται από την δυνατότητα της να επιτύχει τον στόχο της και στον βαθμό αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί οποιοδήποτε εργαλείο» πρόσθεσε.
Aμετάβλητα στο 0,05% τα επιτόκια
Στα ιστορικά χαμηλά του 0,05% διατήρησε, όπως αναμενόταν, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τα επιτόκια του ευρώ.
Αμετάβλητα παρέμειναν επίσης το επιτόκιο οριακού δανεισμού στο 0,3% και το επιτόκιο καταθέσεων στην ΕΚΤ από άλλα τραπεζικά ιδρύματα στο -0,2%.
Η απόφαση ήταν αναμενόμενη για τη συντριπτική πλειοψηφία των αναλυτών.