Οι Διευθύνοντες Σύμβουλοι σε παγκόσμιο επίπεδο δηλώνουν πιο προβληματισμένοι από ποτέ μέσα στην τελευταία εξαετία για τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει η έλλειψη δεξιοτήτων στις επιχειρήσεις τους, σύμφωνα με έρευνα που διεξήγαγε η PwC.
Όπως σημειώνεται, οι εταιρίες δυσκολεύονται πλέον να βρουν εργαζόμενους που να διαθέτουν τις δεξιότητες που απαιτούνται για την ανάπτυξη των επιχειρήσεών τους. Μάλιστα, τα τρία τέταρτα των 1.300 ερωτηθέντων χαρακτηρίζουν την έλλειψη δεξιοτήτων ως τη μεγαλύτερη απειλή για τις επιχειρήσεις τους. Αυτή η εκτίμηση έχει σημειώσει αύξηση 10% σε σχέση με το 2014 και έχει αυξηθεί κατά 46% μέσα στην τελευταία εξαετία.
Πιο προβληματισμένοι εμφανίζονται οι διευθύνοντες σύμβουλοι στην Ιαπωνία και στην Αφρική, με πάνω από 9 στους 10 ερωτηθέντες δηλώνουν ότι η περιορισμένη διαθεσιμότητα βασικών δεξιοτήτων θέτει σε κίνδυνο τις προοπτικές ανάπτυξης των οργανισμών τους, με την Κίνα (90%), το Χονγκ Κονγκ (85%), το Ηνωμένο Βασίλειο (84%) και τη Ρουμανία (84%) να ακολουθούν.
Σύμφωνα με την έρευνα, προκειμένου να καλύψουν το κενό αυτό, οι εταιρίες έχουν αυξήσει τον αριθμό των προσωρινά απασχολούμενων, των εξωτερικών συνεργατών και των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών. Ταυτόχρονα, ψάχνουν για ένα πιο πλήρες μίγμα δεξιοτήτων σε σχέση με το παρελθόν και αναζητούν τις δεξιότητες που χρειάζονται σε διαφορετικές γεωγραφικές τοποθεσίες, κλάδους ή δημογραφικές ομάδες.
Επίσης, η κάλυψη του κενού δεξιοτήτων αποτελεί σημαντικό λόγο για εξαγορές και συγχωνεύσεις, με πάνω από το ένα τέταρτο των Διευθύνοντων Συμβούλων να δηλώνει ότι η εξασφάλιση κορυφαίων στελεχών είναι ο κύριος λόγος συνεργασίας με άλλους οργανισμούς.
Αυτό, σύμφωνα με την έρευνα, οδηγεί σε μια νέου είδους οικονομία στην οποία κυριαρχούν τα ελεύθερα επαγγέλματα, την επονομαζόμενη "gig economy", στην οποία οι εργαζόμενοι με τις πιο περιζήτητες δεξιότητες θα είναι σε θέση να αποφασίζουν το πού και το πώς θα εργάζονται αλλά και για ποιον.
Ο Jon Andrews, επικεφαλής σε παγκόσμιο επίπεδο της PwC στις Συμβουλευτικές Υπηρεσίες Ανθρώπινου Δυναμικού και Οργάνωσης, δήλωσε σχετικά: «Παρά τα φιλόδοξα σχέδια προσλήψεων, οι οργανισμοί δυσκολεύονται περισσότερο από ποτέ να βρουν τους ανθρώπους εκείνους με τις κατάλληλες δεξιότητες που θα τους βοηθήσουν να επιτύχουν τα σχέδια ανάπτυξής τους. Η ψηφιακή εποχή έχει μετατρέψει την έλλειψη δεξιοτήτων από μόνιμη ανησυχία των Διευθύνοντων Συμβούλων σε κάτι πολύ πιο περίπλοκο. Οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν έναν περίπλοκο και μεταβαλλόμενο κόσμο στον οποίο η τεχνολογία ευθύνεται για σημαντικές αλλαγές. Χρειάζονται απεγνωσμένα ανθρώπους με ισχυρές τεχνολογικές δεξιότητες που έχουν την ικανότητα να προσαρμόζονται και να εργάζονται σε πολλούς και διαφορετικούς κλάδους, όμως οι άνθρωποι αυτοί είναι δύσκολο να βρεθούν και είναι σε θέση να απαιτήσουν υψηλή αμοιβή για τις δεξιότητές τους».
«Οι οργανισμοί δεν μπορούν πλέον να αναζητούν ανθρώπους όπως το έκαναν μέχρι τώρα - πρέπει να ψάξουν σε νέους χώρους, νέες γεωγραφικές περιοχές και νέες πηγές ικανών στελεχών. Ακόμη, οι επιχειρήσεις χρειάζεται να αξιοποιήσουν τα δεδομένα για να μπορέσουν να προσδιορίσουν ποιες ακριβώς δεξιότητες χρειάζονται, πού τις χρειάζονται, ώστε να επικεντρωθούν στις μελλοντικές προσλήψεις τους», σημειώνει ο κ. Andrews.
Η Isabelle Moser, διευθύντρια Συμβουλευτικών υπηρεσιών Ανθρωπίνου Δυναμικού (People & Organisation) της PwC Ελλάδας προσθέτει: «Στην Ελλάδα αρκετοί Διευθύνοντες Σύμβουλοι και στελέχη Ανθρωπίνου Δυναμικού συμμερίζονται τη δυσκολία ανεύρεσης συγκεκριμένων νεοσύστατων δεξιοτήτων, σχετικών κυρίως με την ψηφιακή τεχνολογία, όπως ψηφιακό μάρκετινγκ (Digital Marketing) και Business/Data analytics. Σε κάθε περίπτωση όμως, παρόλο που η συγκεκριμένη δυσκολία έχει αναγνωριστεί ως σημαντική, δεν αποτελεί και τη βασική ανησυχία τους. Οι οργανισμοί αντιμετωπίζουν πλέον σε καθημερινή βάση πολύ πιο σημαντικές προκλήσεις όπως είναι ο αποτελεσματικός επιχειρηματικός σχεδιασμός, η προσαρμογή τους στις απαιτήσεις των νέων εργασιακών δεδομένων καθώς και η διασφάλιση ικανοποίησης των υπαλλήλων τους, ενώ καλούνται ταυτόχρονα να ανταπεξέλθουν σε ένα ασαφές και συνεχώς μεταβαλλόμενο οικονομικό περιβάλλον».