Σε δυσεπίλυτο γρίφο εξακολουθεί για την κυβέρνηση το πρόβλημα της ακρίβειας. Αυτή παραμένει το υπ’ αριθμό ένα «αγκάθι» για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, με το Μέγαρο Μαξίμου και το υπουργείο Ανάπτυξης να αναζητούν τρόπους για τη διαχείρισή της.
Η χθεσινή δημοσκόπηση της GPO (για το ραδιόφωνο των Παραπολιτικών) επιβεβαίωσε τις δυσκολίες που βιώνει η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών: από τους ερωτηθέντες, το 39% δηλώνει ότι «καλύπτουμε τις ανάγκες με δυσκολία», το 19,9% ότι «δεν καλύπτουμε τις ανάγκες, δυσκολευόμαστε» και το 6,8% ότι «δεν καλύπτουμε ούτε τις βασικές ανάγκες». Δηλαδή δύο στους τρεις πολίτες πιέζονται, παρά τα διάφορα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, κατά την εισήγησή του στο χθεσινό υπουργικό συμβούλιο, αναγνώρισε τη διάσταση του θέματος, χαρακτήρισε μονόδρομο την πολιτική με βάση το τρίπτυχο μείωσης φόρων – πτώσης της ανεργίας - ενίσχυσης των εισοδημάτων και εκτίμησε ότι σταδιακά η κατάσταση θα βελτιώνεται, με χρονικό ορίζοντα το 2027.
Απαίτησε δε «απόλυτη συναίσθηση της πραγματικότητας» από τα κυβερνητικά στελέχη και μίλησε για μια «ευκαιρία για το ξεκίνημα ενός νέου ουσιαστικού διαλόγου με τις Ελληνίδες και τους Έλληνες, τόσο για τα καλά νέα τα οποία φέρνει ο προϋπολογισμός του 2025 όσο και για τα καλύτερα τα οποία δρομολογούνται για τα επόμενα χρόνια».
Στο Μέγαρο Μαξίμου εκφράζουν την απόλυτη ικανοποίησή τους για όσα έχουν γίνει στην ελληνική οικονομία την τελευταία πενταετία, όμως γνωρίζουν καλά ότι αυτό δεν συνάδει με την αίσθηση που έχει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Επισημαίνουν δε ότι, παρά το γεγονός ότι οι μισθοί έχουν αυξηθεί και σχεδόν 500.000 άνεργοι έχουν βρει απασχόληση από το 2019 έως σήμερα, πολλοί είναι αυτοί που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, εξαιτίας κυρίως του «συσσωρευμένα αυξημένου κόστους ζωής».
Διπλή στήριξη
Προς τη διόρθωση του προβλήματος, λένε αρμόδιες πηγές, κινείται ο προϋπολογισμός του επόμενου έτους, ο οποίος στοχεύει στην ύφεση των υψηλών πληθωριστικών πιέσεων, με διπλή στήριξη: αφενός με την ελάφρυνση από τα βάρη και αφετέρου με την αύξηση των αποδοχών. Κάτι πάντως που θα χρειαστεί χρόνο για να φανεί στις τσέπες του κόσμου.
Δεν είναι τυχαία η αναφορά του πρωθυπουργού στην «οικονομική τεκμηρίωση ενός πολιτικού οδικού χάρτη, ο οποίος κρατά την πατρίδα μας σε μια σταθερή τροχιά προόδου, επιδιώκοντας στο εξής να μεταφράζει τους θετικούς δείκτες της ανάπτυξης σε ένα χειροπιαστό κοινωνικό αποτέλεσμα».
Ειδικά όσον αφορά την φορολογία, το οικονομικό επιτελείο έχει καταλήξει στην προτεραιότητα μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών έναντι της μείωσης ΦΠΑ, καθώς -όπως επισημαίνεται- έχει μεγαλύτερο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα. Ο Αλέξης Πατέλης, προϊστάμενος στο Οικονομικό Γραφείο του πρωθυπουργού, σημείωσε χαρακτηριστικά (στο Πρώτο Πρόγραμμα): «Καλώς ή κακώς εισάγουμε πολλά προϊόντα. Καλώς ή κακώς έχουμε αρκετούς τουρίστες. Άρα, ο ΦΠΑ είναι ένας φόρος ο οποίος η μείωσή του απλώς αυξάνει τις εισαγωγές και εν τέλει την καρπώνονται και διάφοροι οι οποίοι δεν είναι Έλληνες πολίτες. Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, όμως, αντ’ αυτού δίνει κίνητρα στις επιχειρήσεις να δημιουργήσουν και άλλες θέσεις εργασίας. Μειώνεται η ανεργία και ταυτόχρονα αυξάνεται το διαθέσιμο εισόδημα του μισθωτού και εν τέλει στηρίζεται και η μισθωτή εργασία που είναι αναγκαία στη χώρα μας».