Μία ακόμη περίοδο -από τις πολλές στην ιστορία της- διανύει η Ελλάδα έχοντας να αντιμετωπίσει ταραχώδεις γείτονες περιμετρικά της επικράτειάς της. Σε μια χρονική συγκυρία στην οποία οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις είναι συνεχείς και οι αλλαγές στον συσχετισμό δυνάμεων των χωρών της Βαλκανικής και της Ανατολικής Μεσογείου πολλές, η κυβέρνηση έχει αρκετά ανοιχτά μέτωπα γύρω της, άλλα σοβαρότερα και άλλα λιγότερο. Όλα τους όμως επικίνδυνα, υπό τις ανάλογες προϋποθέσεις, να ανατρέψουν δεδομένα δεκαετιών και να ανάψουν για μία ακόμη φορά το φυτίλι, εν μέσω μιας ήδη τεταμένης ατμόσφαιρας.
Οι τουρκικές προκλήσεις στα Κατεχόμενα της Κύπρου είναι μια χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση, την ώρα που η προσπάθεια επανέναρξης των συνομιλιών με στόχο την επίλυση του πολυετούς προβλήματος στο νησί έχει επιφέρει έντονη κινητικότητα στο ζήτημα. Παρά δε τους υψηλούς τόνους της Άγκυρας, η ελληνοκυπριακή πλευρά «δεν καταθέτει τα όπλα», αλλά αντιθέτως προσδοκά ότι με τις ανάλογες προτροπές - πιέσεις και του διεθνούς παράγοντα, η Τουρκία θα συμμορφωθεί στο διεθνές δίκαιο και θα υπάρξουν βήματα προόδου.
Στο Μέγαρο Μαξίμου εκφράζουν την ικανοποίησή τους που το θέμα έχει πλέον προτεραιοποιηθεί διεθνώς και δεν εκπλήσσονται που η γείτονα εμφανίζεται με πιο ακραία γραμμή και εκτός πλαισίου ΟΗΕ όσον αφορά τον χωρισμό του νησιού.
Το επόμενο βήμα θα είναι οι δύο ηγέτες, ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και ο Τουρκοκύπριος, να συζητήσουν οι ίδιοι υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και τη φροντίδα της προσωπικής απεσταλμένης του γ.γ. του Οργανισμού. Εφόσον απαιτηθεί, η Ελλάδα είναι έτοιμη να παρέχει τις υπηρεσίες της, χωρίς να αποκλείεται μια ευρεία διάσκεψη το φθινόπωρο με τη συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων μερών.
Στόχος της Αθήνας είναι η επανέναρξη του διαλόγου για το Κυπριακό, στο πλαίσιο των αποφάσεων του ΟΗΕ. Όπως είπε και ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην ομιλία του στην εκδήλωση για τα 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή, η ακινησία δεν παράγει κίνηση, αντιθέτως, εάν είμαστε σε κινητικότητα μπορεί να επέλθει λύση που είναι η επανένωση του νησιού.
«Χρήσιμος ο διάλογος»
Αλλά και το «κεφάλαιο Τουρκία» είναι από μόνο του ένα διαρκές ανοιχτό ζήτημα. Την τελευταία διετία υπάρχει μία σχετική βελτίωση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με την κυβέρνηση να θεωρεί χρήσιμο τον διάλογο με την απέναντι πλευρά, με την οποία «μπορούμε να συζητάμε, χωρίς κατ’ ανάγκη να συμφωνούμε πάντα».
Από τον διάλογο, όπως τόνισε χθες ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης, «προκύπτουν πολύ ξεκάθαρα οι θέσεις οι ελληνικές και οι διαφωνίες που έχουμε με την άλλη πλευρά. Διάλογος δεν σημαίνει υποχώρηση ούτε αφέλεια. Διάλογος δεν σημαίνει την παραμικρή υποχώρηση από τα κυριαρχικά δικαιώματα. Αυτό πρέπει να καταστεί σαφές». Υπογράμμισε, στο πλαίσιο αυτό, τις θετικές εξελίξεις στο μεταναστευτικό καθώς οι ροές έχουν μειωθεί σημαντικά, τον εκμηδενισμό των τουρκικών παραβιάσεων, αλλά και τις επισκέψεις Τούρκων τουριστών στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και όχι παράνομων μεταναστών.
Εσχάτως έχουν αναζωπυρωθεί δύο ακόμα μέτωπα, προερχόμενα από το παρελθόν, το πρώτο με τα Σκόπια και το δεύτερο με τα Τίρανα.
Αναφορικά με τη Βόρεια Μακεδονία και τη Συμφωνία των Πρεσπών, στην κυβέρνηση επισημαίνουν ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει μία σαφής παραβίαση εκ μέρους της νέας πολιτικής και πολιτειακής ηγεσίας της χώρας. «Δεν στέκει σε καμία νομική βάσανο το επιχείρημα ότι μπορεί οποιοσδήποτε πολιτικός ή πολιτειακός ηγέτης να αναφέρεται πέραν του τυπικού πλαισίου σε άλλο όνομα για τη χώρα του, διότι αυτό στην πραγματικότητα θα συνιστούσε μία ευθεία παραβίαση», σημειώνουν αρμόδιες πηγές και συνεχίζουν: «Δεν μπορεί ο πρόεδρος, ο πρωθυπουργός μιας χώρας, όταν βρίσκεται σε δημόσιο λόγο, να επικαλείται ιδιωτική αυτονομία. Αυτά δεν στέκουν ούτε στο εσωτερικό συνταγματικό δίκαιο ούτε στο διεθνές δίκαιο. Η Συμφωνία των Πρεσπών έχει σημαντικά προβλήματα, και νομικά και πολιτικά, ωστόσο αυτήν τη στιγμή δεσμεύει τους πάντες και αυτό είναι κάτι το οποίο εμείς θα απαιτήσουμε».
Σχετικά με την Αλβανία και με φόντο την υπόθεση του Φρέντι Μπελέρη, στο Μέγαρο Μαξίμου τονίζουν πως στο συγκεκριμένο θέμα υπήρχαν σοβαρότατες αμφιβολίες τόσο σε ό,τι αφορά το κράτος δικαίου, το τεκμήριο αθωότητας, όσο και τις συνθήκες εντός των οποίων έγινε η δίκη αυτή. «Εμείς συνεχίζουμε να αναδεικνύουμε το ζήτημα αυτό. Ήταν πράξη καλής θέλησης η άδεια που δόθηκε, όχι μόνο για να ορκιστεί αλλά και να παρασταθεί στο σύνολο των εργασιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Δεν είναι απαίτηση μόνο της Ελλάδας οι δίκαιες και ελεύθερες εκλογές για την ανάδειξη δημάρχου στη Χειμάρρα, αλλά είναι και απαίτηση του Συμβουλίου της Ευρώπης, το οποίο παρακολουθεί τη διενέργεια των εκλογών. Το ελάχιστο το οποίο μπορεί να γίνει, είναι οι εκλογές αυτές να πραγματοποιηθούν υπό όρους δημοκρατικούς», αναφέρουν.