«Οφείλουμε να κάνουμε μια βασική προεπιλογή: αν θα συνεχίσουμε, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, να είμαστε σε καθεστώς διαρκούς υπερέντασης στη σχέση μας με την Τουρκία ή αν θα συζητούμε με νηφαλιότητα και διαβουλευτικό πνεύμα, ώστε να αναζητούμε συνθέσεις και να μην επιτρέπουμε η κάθε διαφωνία να ανάγεται σε κρίση», αναφέρει ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Τα Νέα».
«Σε αυτό το δίλημμα πρέπει όλοι να σταθούμε με υπευθυνότητα και χωρίς αφορισμούς. Διότι αφορά την ειρήνη και την ευημερία της πατρίδας μας για το παρόν και το μέλλον», προσθέτει.
«Η αυτοπεποίθηση, όπως και η σύνεση και η ορθή αντίληψη των γεγονότων, είναι αναγκαία χαρακτηριστικά σε έναν διάλογο με πολυσύνθετα χαρακτηριστικά και ιστορικά βάρη», τονίζει ο κ. Γεραπετρίτης.
Αναφέρει δε ότι σε αυτό το πνεύμα, η Ελλάδα θα προσέλθει στα επόμενα βήματα του αυστηρού χρονοδιαγράμματος που αφορά τον πολιτικό διάλογο στις 11 Μαρτίου, τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης στις 11 Απριλίου, τη θετική ατζέντα στις 15 Απριλίου και, βεβαίως, την επίσκεψη του Πρωθυπουργού στην 'Αγκυρα τον Μάιο.
«Δεν θεωρώ ότι από τη μια στιγμή στην άλλη είναι δυνατόν να επιλύσουμε χρονίζοντα θέματα. Και, βεβαίως, αντιλαμβάνομαι ότι οι δύο χώρες διατηρούν τις βασικές υποκείμενες θέσεις τους, γεγονός, άλλωστε, που καταγράφηκε ρητά στη Διακήρυξη των Αθηνών. Αυτό δεν εμποδίζει να υφίσταται μια ηπιότερη καταρχήν ρητορική και λιγότερες εστίες έντασης», τονίζει.
Αναφερόμενος στις πολλαπλές εκλογικές αναμετρήσεις του 2024 ο κ. Γεραπετρίτης σημειώνει πως «ζούμε στην εποχή των πολλαπλών αποκλίσεων και των μεγάλων προκλήσεων».
«Ως προς τις αποκλίσεις, αναζητούνται τομές μεταξύ Βορρά-Νότου και Ανατολής-Δύσης, με περισσότερες φυγόκεντρες παρά κεντρομόλες δυνάμεις. Ως προς τις προκλήσεις, ο διάχυτος χαρακτήρας των κρίσεων -κλιματικής, επισιτιστικής, υγειονομικής- καλεί για οικουμενικές λύσεις που ξεπερνούν σύνορα και χρονικό ορίζοντα».
Όπως τονίζει, «σε ένα τέτοιο σύνθετο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, μια λειτουργική δημοκρατία οφείλει να είναι συνεκτική και συμπεριληπτική, να κοιτά το μέλλον και να είναι εξωστρεφής».
«Αποδείχτηκε με τρόπο επώδυνο ότι οι δημοκρατίες είναι ευάλωτες στον βάκιλο του λαϊκισμού και της δημαγωγίας. Το τίμημα όμως σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να είναι βαρύ και να παράγει πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα για μεμονωμένα άτομα, κοινότητες και χώρες».
«Δεν μπορούμε ρεαλιστικά να αναμένουμε, ιδιαίτερα σε μία χρονιά κατά την οποία το ήμισυ του πληθυσμού ανά την υφήλιο προσέρχεται στις κάλπες, ότι οι εξελίξεις θα είναι γραμμικές», αναφέρει.
«Είναι υποχρέωση μια συγκροτημένης εξωτερικής πολιτικής να επεξεργάζεται όλα τα δυνατά σενάρια και να προβαίνει σε μία προοπτική διερεύνηση, ώστε να είναι σε θέση να διαχειριστεί την οποιαδήποτε ασυμμετρία. Και αυτό πράττουμε. Με σοβαρότητα, επαγγελματισμό και υγιή πατριωτισμό»
Για την Ελλάδα θέμα αποστολής στρατευμάτων στην Ουκρανία δεν υφίσταται
Από την πρώτη μέρα της παράνομης ρωσικής εισβολής, η Ελλάδα στέκεται αλληλέγγυα στην Ουκρανία και στον αγώνα της για την υπεράσπιση της κυριαρχίας και της εδαφικής της ακεραιότητας», σημειώνει ο κ. Γεραπετρίτης.
Όπως αναφέρει ο υπουργός Εξωτερικών, στο Παρίσι εξετάστηκαν τρόποι ενίσχυσης της αρωγής προς το Κίεβο αλλά, τονίζει ότι «για την Ελλάδα θέμα αποστολής στρατευμάτων δεν υφίσταται».
Αναφερόμενος στην Ερυθρά Θάλασσα, ο κ. Γεραπετρίτης αναφέρει πως η διατήρηση της ασφάλειας στη θάλασσα έχει μείζονα σημασία, καθώς αφορά τη ζωή των ναυτικών, την ελληνική ναυτιλία, την παγκόσμια οικονομία, την εφοδιαστική αλυσίδα και τη διεθνή ενεργειακή και επισιτιστική ασφάλεια.
«Συνιστά πρόκληση που καμία χώρα δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει μόνη της αλλά απαιτεί πολυεπίπεδη διεθνή συνεργασία», επισημαίνει και προσθέτει: «Ειδικά στην Ερυθρά Θάλασσα, η Ελλάδα έχει ισχυρή παρουσία τόσο επιτελικά όσο και επιχειρησιακά. Όταν είσαι ηγέτιδα δύναμη σε ένα πεδίο, όπως εμείς στην παγκόσμια ναυτιλία, δεν μπορείς να κρύβεσαι αλλά βγαίνεις μπροστά».
Ερωτηθείς για την κατάσταση στη Γάζα, ο κ. Γεραπετρίτης τη χαρακτηρίζει «εξαιρετικά κρίσιμη» και επισημαίνει πως «τυχόν επιχείρηση στη Ράφα, λόγω των ιδιαίτερων γεωγραφικών και πληθυσμιακών συνθηκών, εγκυμονεί, έτι περαιτέρω, σοβαρούς ανθρωπιστικούς κινδύνους».
«Είναι επιτακτική ανάγκη να διακοπούν άμεσα οι εχθροπραξίες και να εξασφαλιστεί απρόσκοπτη ανθρωπιστική βοήθεια», αναφέρει και προσθέτει πως αυτή τη στιγμή είναι σε εξέλιξη παράλληλες διπλωματικές προσπάθειες για την ειρήνευση στην περιοχή.
«Είναι σημαντικό αυτές οι προσπάθειες να συντεθούν, ώστε να υπάρξει βιώσιμη ειρήνη. Η Ελλάδα είναι μία από τις λίγες χώρες που συνομιλεί με όλες τις πλευρές και εξ αυτού του λόγου μπορούμε να διαδραματίζουμε έναν ουσιαστικό εποικοδομητικό ρόλο».
Αναφερόμενος στο πρόσφατο ταξίδι του πρωθυπουργού και του ίδιου στην Ινδία σημειώνει πως η Ελλάδα επιθυμεί, μέσω του Οικονομικού Διαδρόμου Ινδίας-Μέσης Ανατολής-Ευρώπης (IMEC), να λειτουργήσει ως πύλη εισόδου της στην ευρωπαϊκή αγορά.
«Είμαστε το πλησιέστερο ευρωπαϊκό κράτος στην Ινδία, η χώρα με τη μεγαλύτερη ακτογραμμή στην Ευρώπη και με τον ισχυρότερο εμπορικό στόλο. Ο οικονομικός διάδρομος προάγει τη διασυνδεσιμότητα, το διεθνές εμπόριο και την περιφερειακή και ενεργειακή συνεργασία, με προφανή οικονομικά οφέλη για τη χώρα μας. Για τον σκοπό αυτό, είμαστε επίσης σε επαφή με τις χώρες διέλευσης του Διαδρόμου, ώστε να οικοδομηθούν συνέργειες για την ανάπτυξη των αναγκαίων υποδομών».
Όπως επισημαίνει, «δεν παραβλέπουμε τα προβλήματα που ανέκυψαν με τον πόλεμο στη Γάζα και τις σοβαρές διαχυτικές του συνέπειες. Εντούτοις, οι αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις δεν μπορούν να ακυρώσουν την ισχυρή λογική πίσω από τον οικονομικό διάδρομο. Πρόκειται για ένα οραματικό σχέδιο που ξεπερνά το εμπόριο, τις επικοινωνίες και την ενέργεια. Μπορεί να εξελιχθεί σε όχημα ειρήνης και αλληλεπίδρασης πολιτισμών, στο οποίο η Ελλάδα φύσει και θέσει έχει σημαντικό ρόλο να επιτελέσει».
Τέλος, ερωτηθείς για το δυστύχημα στα Τέμπη το χαρακτηρίζει μια «ανείπωτη εθνική τραγωδία. Κανένας δεν μπορεί να αισθανθεί τον πόνο των ανθρώπων που έχασαν με τόσο τραγικό τρόπο τους οικείους τους».
«Η δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης, η οποία προχωρά με ταχείς ρυθμούς, αποτελεί ένα μέρος μόνο της υποχρέωσης κάθαρσης», τονίζει.
«Θα πρέπει, επιπλέον, να συντηρούνται επαρκώς και να αναβαθμίζονται διαρκώς οι υποδομές του σιδηροδρόμου, να ενισχύονται τα μέτρα ασφαλείας και να στελεχώνονται οι υπηρεσίες με ικανό ανθρώπινο δυναμικό».
«Γίνεται πράγματι μια εργώδης προσπάθεια από τους αρμόδιους φορείς, παρά τις προϊούσες αντίξοες συνθήκες, όπως ήταν οι καταστροφικές πλημμύρες που έπληξαν τη Θεσσαλία το περασμένο φθινόπωρο. Η μαύρη σελίδα των Τεμπών θα πρέπει να μας στοιχειώνει όλους και να μας θυμίζει την ευθύνη μας. Για να μην θρηνήσουμε ποτέ ξανά ανθρώπινη ζωή στον ελληνικό σιδηρόδρομο», καταλήγει.