Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Τι προβλέπει η JP Morgan για τις ελληνικές εκλογές

Η κάλπη της 21ης Μαΐου και οι πολιτικές ισορροπίες που διαμορφώνονται. Πόσο πιθανή είναι μια κυβέρνηση συνασπισμού της Αριστεράς. Το κλίμα, οι δημοσκοπήσεις και τα σενάρια.

Τι προβλέπει η JP Morgan για τις ελληνικές εκλογές

Η JP Morgan εκτιμά ότι οι ελληνικές εκλογές που έχουν προγραμματιστεί για τις 21 Μαΐου είναι πολύ πιθανό να είναι ατελέσφορες αλλά:

  • Μια δεύτερη εκλογική αναμέτρηση στις αρχές Ιουλίου θα οδηγήσει πιθανότατα σε μια κυβέρνηση της ΝΔ, είτε μόνη της είτε σε συνασπισμό με το ΚΙΝΑΛ.
  • Η πολιτική θα πρέπει να παραμείνει σε μια γραμμή συνέχειας με το πρόσφατο παρελθόν και να συνεχίσει να στηρίζει την ισχυρή ανάπτυξη.

Στις 21 Μαΐου, η Ελλάδα θα έχει βουλευτικές εκλογές. Σύμφωνα με νόμο που ψηφίστηκε από την προηγούμενη αριστερή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2016, αυτές οι βουλευτικές εκλογές θα διεξαχθούν με ένα σχεδόν εξ ολοκλήρου αναλογικό σύστημα (με όριο εισόδου στη Βουλή στο 3%).

Πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η σημερινή κεντροδεξιά ΝΔ (35%) προηγείται του αριστερού και λαϊκιστικού (σ.σ. χαρακτηρισμός του οίκου) ΣΥΡΙΖΑ (29%), με σταθερή διαφορά 6 έως 6,5 ποσοστιαίων μονάδων, με το κεντροαριστερό ΚΙΝΑΛ να συγκεντρώνει περίπου 10,5% και το ακροαριστερό KKE 6,5%. Δύο ακόμη λαϊκιστικά κόμματα, το αντιευρωπαϊκό και αριστερό Mέρα25 και το δεξιό Ελληνική Λύση, που συγκεντρώνουν περίπου 4,5% έκαστο, θα μπορούσαν να εισέλθουν στο κοινοβούλιο.

Ως αποτέλεσμα του εκλογικού νόμου, κανένα κόμμα ή συνασπισμός κομμάτων δεν φαίνεται να είναι σε θέση να εξασφαλίσει την πλειοψηφία των εδρών. Θεωρητικά, ένας άκρως αριστερός συνασπισμός υπό την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, με το ΚΙΝΑΛ ως νεότερο εταίρο και ένα ή περισσότερα πρόσθετα αριστερά κόμματα, μπορεί να κερδίσει μια μειοψηφία εδρών. Ωστόσο, σε αυτό το σημείο, αυτό φαίνεται να είναι ένας απομακρυσμένος κίνδυνος. Από τη μία πλευρά, το ΚΙΝΑΛ έχει απορρίψει σταθερά κάθε προοπτική συμφωνίας με τον ΣΥΡΙΖΑ και οποιαδήποτε απόπειρα για κάτι τέτοιο εγκυμονεί κινδύνους για το τελευταίο και την ηγεσία του καθώς είναι πιθανή η αποχώρηση στελεχών.

Ωστόσο, δεδομένου ότι το ΚΚΕ αρνήθηκε σταθερά να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε κυβέρνηση συνασπισμού τα προηγούμενα 30 χρόνια, η στάση του εμφανίζεται πολύ πιο αρνητική. Όσον αφορά το ΜέΡΑ25, ο έντονος ευρωσκεπτικισμός του θα το εμποδίσει σίγουρα να αποτελέσει έναν καλό εταίρο.

Τα παραπάνω δείχνουν ότι μπορεί να οδηγηθούμε σε δεύτερες εκλογές στις 2 Ιουλίου. Σύμφωνα με νόμο που ψηφίστηκε από την τρέχουσα κυβέρνηση της ΝΔ το 2020, αυτές οι δεύτερες εκλογές θα διεξαχθούν με βάση έναν αναθεωρημένο εκλογικό νόμο που προβλέπει πριμοδότηση της πλειοψηφίας στο κόμμα με τις περισσότερες ψήφους. Ένα ποσοστό ψήφων 38% θα πρέπει να είναι αρκετό για να πιαστεί το όριο των 151 βουλευτών.

Πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η ΝΔ απέχει ήδη λίγες ποσοστιαίες μονάδες από την απαιτούμενη πλειοψηφία σε αυτές τις δεύτερες εκλογές. Αυτό θα παρουσίαζε δύο επιλογές: μια μονοκομματική κυβέρνηση της ΝΔ, αν και με δυνητικά ισχνή πλειοψηφία, ή μια κυβέρνηση στην οποία η ΝΔ θα λειτουργούσε ως ο βασικός εταίρος σε έναν συνασπισμό με το ΚΙΝΑΛ.

Δεδομένου του υψηλού επιπέδου πόλωσης στο εκλογικό σώμα και των διαφόρων περιστατικών που έχουν πλήξει τη φήμη της ΝΔ, είναι πολύ νωρίς για να διαμορφώσουμε σταθερές απόψεις σχετικά με μια δεύτερη εκλογική αναμέτρηση. Στην πραγματικότητα, υπάρχει μεγάλη αμφισβήτηση ακόμη και για την εγκυρότητα των πιο πρόσφατων δημοσκοπήσεων.

«Στην ουσία, πιστεύουμε ότι μετά τις εκλογές της 21ης Μαΐου, δεν θα αργήσει να διαπιστωθεί αν είναι αναγκαίες οι δεύτερες εκλογές, μόλις υποχωρήσει η αρχική αβεβαιότητα. Αν αυτό συμβεί, στη νέα κυβέρνηση θα διατηρήσει κυρίαρχο ρόλο η ΝΔ και θα παραμείνει σε μεγάλο βαθμό συνεπής με την τρέχουσα κυβέρνηση. Παρόλο που η ΝΔ μπορεί να χρειαστεί να διαπραγματευτεί έναν συνασπισμό με το ΚΙΝΑΛ, η συμμαχία αυτή είναι απίθανο να επηρεάσει σημαντικά τους πολιτικούς στόχους, ιδίως εκείνους που σχετίζονται με φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις και σημαντικά προγράμματα δημόσιων δαπανών που διευκολύνονται από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ, το οποίο αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό μερίδιο του ΑΕΠ της χώρας για τα επόμενα πέντε χρόνια. Ενώ θα μπορούσαν να υπάρξουν κάποιες προσαρμογές στη φορολόγηση των κεφαλαιακών κερδών, δεν αναμένουμε σημαντικές αλλαγές στη συνολική πολιτική ατζέντα», εξηγεί η αμερικανική τράπεζα.

«Κατά συνέπεια, η πρόβλεψή μας για μια ανθεκτική και διατηρήσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας παραμένει αμετάβλητη. Μετά τη σημαντική πτώση κατά 8,1% σε ετήσια βάση το 2020 λόγω της πανδημίας, η ελληνική οικονομία επέδειξε ανθεκτικότητα ανακάμπτοντας κατά 8,1% το 2021 και προβλέπεται να προχωρήσει επιπλέον κατά 6,1% το 2022. Για το έτος 2023 προβλέπουμε συνεχιζόμενη εύρωστη επέκταση της τάξης του 2,5% περίπου σε ετήσια βάση. Ταυτόχρονα, η ουσιαστική επέκταση της οικονομίας, που ενισχύεται από την άνοδο του πληθωρισμού, προκαλεί σημαντική μείωση του υπερβολικού ύψους του δημόσιου χρέους, μειούμενο κατά 23,3 ποσοστιαίες μονάδες έως το έτος 2022, ώστε να φθάσει το 171,3%», υπογραμμίζει η τράπεζα.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v