Τσίπρας: Η ενέργεια δεν μπορεί να αφεθεί στο αόρατο χέρι των αγορών

"Η κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα παρεμβάσεων μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο που θα μειώσουν κατά πολύ τις επιπτώσεις της κρίσης. Είτε μονομερώς, είτε κατόπιν έγκρισης από την ΕΕ, όπως έκαναν άλλες χώρες. Δεν το έκανε", είπε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ.

Τσίπρας: Η ενέργεια δεν μπορεί να αφεθεί στο αόρατο χέρι των αγορών

«Υπάρχουν εξωγενείς αλλά και ενδογενείς παράγοντες που τρέφουν το τσουνάμι της ακρίβειας στη χώρα μας.  Στους εξωγενείς παράγοντες, η κύρια και δομική αιτία της αύξησης του κόστους ενέργειας έχει να κάνει με την ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ανακάμπτουσας ζήτησης μετά το πέρας των lockdown. Και κυρίως οφείλεται στην υστέρηση επενδύσεων σε πράσινη ενέργεια που καλείται να αντικαταστήσει τον άνθρακα, σε σχέση με τους αναγκαίους και μεγαλεπήβολους στόχους που η παγκόσμια κοινότητα έχει υιοθετήσει. Αυτή η υστέρηση δημιουργεί έλλειμα προσφοράς, την ίδια στιγμή όμως που η ζήτηση διαρκώς αυξάνεται. Και μάλιστα αμέσως μετά τη πανδημία αυξήθηκε και με απότομο ρυθμό».

Τα παραπάνω ανέφερε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας μιλώντας σε εκδήλωση για το νέο βιβλίο του
Νικόλα Φαραντούρη “Ενεργειακή κρίση στην Ελλάδα”.

«Αυτή η δομική αιτία, που προφανώς επιδεινώθηκε με τον πόλεμο και τα κερδοσκοπικά παιχνίδια, αποδεικνύει ότι η υπόθεση της κλιματικής αλλαγής και μετάβασης, είναι τόσο σοβαρή για το μέλλον, αλλά και για το παρόν του πλανήτη, που δεν μπορεί να αφεθεί στο αόρατο χέρι των αγορών. Αλλά απαιτεί ισχυρή δημόσια παρέμβαση και διακρατική συνεννόηση», προσθέτει.

«Η κυβέρνηση, δέσμια των ιδεολογικών της εμμονών αλλά και ισχυρών συμφερόντων στο χώρο της ενέργειας, απενεργοποίησε από την πρώτη μέρα της θητείας της την δυνατότητα του κράτους να παρέμβει στον τομέα της ενέργειας και αγνόησε αυτό που κάθε χώρα θα έπρεπε να έχει ως πρώτο στόχο: την ενεργειακή ασφάλεια και αυτονομία, παραδίδοντας τη χώρα στο ρίσκο του εισαγόμενου Φυσικού Αερίου. Ανεξάρτητα λοιπόν από την ανεπάρκεια της Ευρώπης οι επιδόσεις της ελληνικής κυβέρνησης που οδηγούν σε υψηλότερο πληθωρισμό και κόστος ενέργειας οφείλονται καθαρά στις επιλογές της, που υπονομεύουν τα θεμέλια και τις αντοχές της οικονομίας».

Αναλυτικά όλη η ομιλία του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα:

«Το βιβλίο που σε χρόνο ρεκόρ συνέγραψε ο Νικόλας ο Φαραντούρης είναι ένα εγχειρίδιο παρεμβάσεων όχι για μυημένους στα θέματα της ενέργειας, αλλά για τον κάθε πολίτη που επιθυμεί να κατανοήσει τι ακριβώς συμβαίνει με την ενεργειακή κρίση.

Γιατί χωρίς πολλά λόγια και κυρίως με απλό και περιεκτικό λόγο ο συγγραφέας εξηγεί τι είναι αυτό που συμβαίνει στη χώρα μας και στον κόσμο, εδώ και ενάμισι περίπου χρόνο.

Ποιες είναι οι αιτίες, ποιες είναι οι ευθύνες και ποιες οι λύσεις απέναντι σε αυτό το τσουνάμι που έχει χτυπήσει τη ζωή και τη καθημερινότητα σχεδόν κάθε νοικοκυριού αλλά και επιχείρησης.

Για την ακρίβεια φταίει αποκλειστικά η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία;

Το κυρίαρχο αφήγημα της κυβέρνησης αυτό είναι.

Ότι η ενεργειακή κρίση είναι εξωγενής και οφείλεται αποκλειστικά στον πόλεμο της Ουκρανίας.

Ότι καμία δυνατότητα δεν υπήρχε ούτε να προβλεφθεί ούτε να ελαττωθεί ούτε πολύ περισσότερο να τιθασευτεί.

Στη τελευταία συζήτηση στη Βουλή, μάλιστα, ο κος Μητσοτάκης μας κατονόμασε το βασικό υπεύθυνο της ακρίβειας που όπως είπε είναι ο Πρόεδρος της Ρωσίας ο Πούτιν.

Βολική επιλογή ο Πούτιν, καθώς έχει τη κατακραυγή όλων μας για την απόφασή του να διεξάγει αυτή τη παράνομη και καταδικαστέα εισβολή στην Ουκρανία, ωστόσο η μνήμη μας δεν είναι δα και τόσο ασθενής.

Τόσο η κρίση ενέργειας όσο και η πληθωριστική κρίση συνολικά, ξεκίνησε πολύ πριν τον εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Θυμίζω ότι οι τιμές της ενέργειας αλλά και άλλων αγαθών άρχισαν να αυξάνονται σημαντικά ήδη από την Άνοιξη του 2021.

Και η χώρα μας είχε πρωτιές στις τιμές ρεύματος στη χονδρεμπορική ήδη από τον Αύγουστο του 21, δηλαδή επτά μήνες πριν την έναρξη του πολέμου.

Υπάρχουν λοιπόν εξωγενείς αλλά και ενδογενείς παράγοντες που τρέφουν το τσουνάμι της ακρίβειας στη χώρα μας.

Στους εξωγενείς παράγοντες, η κύρια και δομική αιτία της αύξησης του κόστους ενέργειας έχει να κάνει με την ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ανακάμπτουσας ζήτησης μετά το πέρας των lockdown.

Και κυρίως οφείλεται στην υστέρηση επενδύσεων σε πράσινη ενέργεια που καλείται να αντικαταστήσει τον άνθρακα, σε σχέση με τους αναγκαίους και μεγαλεπήβολους στόχους που η παγκόσμια κοινότητα έχει υιοθετήσει.

Αυτή η υστέρηση δημιουργεί έλλειμα προσφοράς, την ίδια στιγμή όμως που η ζήτηση διαρκώς αυξάνεται. Και μάλιστα αμέσως μετά τη πανδημία αυξήθηκε και με απότομο ρυθμό.

Αυτή η δομική αιτία, που προφανώς επιδεινώθηκε με τον πόλεμο και τα κερδοσκοπικά παιχνίδια, αποδεικνύει ότι η υπόθεση της κλιματικής αλλαγής και μετάβασης, είναι τόσο σοβαρή για το μέλλον, αλλά και για το παρόν του πλανήτη, που δεν μπορεί να αφεθεί στο αόρατο χέρι των αγορών.

Αλλά απαιτεί ισχυρή δημόσια παρέμβαση και διακρατική συνεννόηση.

Θέλω να θυμίσω, όμως, ότι τουλάχιστον στα καθ’ ημάς, είχαμε εγκαίρως αναγνώσει το ζήτημα και με δημόσιες παρεμβάσεις, καλούσαμε την κυβέρνηση να λάβει δράση.

Θέλω να θυμίσω επίσης ότι όταν εμείς κρούαμε το κώδωνα, η κυβέρνηση, ακόμα και τον Σεπτέμβρη και τον Οκτώβριο του 2021, ήταν περήφανη από την λειτουργία των αγορών στην Ελλάδα και διαβεβαίωνε τους πολίτες για τον απολύτως προσωρινό χαρακτήρα των ανατιμήσεων.

Τόσο για τα βασικά αγαθά όσο και για την ενέργεια.

Και ανέμενε σε λίγους μήνες την εξομάλυνση των πληθωριστικών πιέσεων.

Δεύτερο ερώτημα : Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει ευθύνες;

Κατά την άποψή μου έχει τεράστιες ευθύνες.

Και σε ότι αφορά τον απόλυτο αιφνιδιασμό και το ρόλο κομπάρσου στις γεωπολιτικές εξελίξεις και σε ότι αφορά το έλλειμα εναλλακτικής ενεργειακής στρατηγικής.

Ωστόσο οι ευθύνες της Ε.Ε. δε πρέπει να αποτελούν άλλοθι για τις επιλογές του κάθε κράτους μέλους ξεχωριστά.

Ή για τις μη επιλογές στο όνομα της αναμονής κάποιας Ευρωπαϊκής λύσης που μπορεί να μην έρθει ποτέ ή όταν έρθει, ως συνήθως θα είναι πολύ λίγη και πολύ αργά.

Κάθε Κράτος Μέλος αναμετριέται με την αξιοπιστία και την διορατικότητα στην αντιμετώπιση προβλημάτων.

Κάποια κράτη επέδειξαν γρήγορα και αποτελεσματικά αντανακλαστικά, κάποια άλλα κράτη αμβλυμμένα ή καθόλου αντανακλαστικά.

Η κρίση, λοιπόν, έφερε στο προσκήνιο τις εγγενείς αδυναμίες της ΕΕ ως προς τη χάραξη αυτόνομης ενεργειακής πολιτικής, το ετερόκλητο πλήθος ενεργειακών πολιτικών και αναγκών των Κρατών Μελών, καθώς και τις δομικές παθογένειες που ευθύνονται για το ενεργειακό αδιέξοδο.

Την εξάρτησή της από ορυκτά καύσιμα τρίτων χωρών και ιδίως από τη Ρωσία, την επισφαλή ενεργειακή της τροφοδοσία, τη σύγκρουση συμφερόντων εντός της ΕΕ, τη μη έγκαιρη λήψη αποφάσεων σε θεσμικό επίπεδο.

Και πολύ φοβάμαι ότι η αδυναμία της ΕΕ όχι μόνο να προβλέψει τη γεωπολιτική κρίση αλλά κυρίως να παρέμβει προς όφελος των δικών της συμφερόντων αλλά και προς όφελος της κοινής λογικής, με στόχο τον τερματισμό της εισβολής και το τέλος του πολέμου, εγκυμονεί κινδύνους που ακόμη δεν έχουμε συνειδητοποιήσει.

Γιατί πέρα από τα προφανή της ενεργειακής ακρίβειας και της εξάντλησης των δυνατοτήτων νοικοκυριών και ΜμΕ να την αντιμετωπίσουν, μία εξίσου σημαντική απειλή είναι ο κίνδυνος μόνιμης αποβιομηχάνισης της Ευρώπης.

Η βιομηχανία και κυρίως οι μονάδες εντάσεως ενέργειας, όπως είναι η βιομηχανία μετάλλων, χάλυβα, αλουμινίου, λιπασμάτων και χαλκού, έχουν ήδη μειώσει σημαντικά την παραγωγή τους και αναμένεται να τη μειώσουν περαιτέρω.

Αυτή η εξέλιξη αναπόφευκτα θα μειώσει την ευρωπαϊκή παραγωγική βάση έναντι ανταγωνιστικών κλάδων παραγωγής της Ασίας, που ήδη επωφελείται από τη φτηνή ενέργεια που λαμβάνει από τη Ρωσία.

Η οποία αποδείχτηκε ότι είχε εναλλακτικό δρόμο αξιοποίησης των ενεργειακών της αποθεμάτων.

Ταυτόχρονα, το διαρκώς αυξανόμενο ενεργειακό κόστος ενέχει τον κίνδυνο μετεγκατάστασης της παραγωγής σε μέρη με χαμηλότερα κόστη παραγωγής.

Άμεση συνέπεια θα είναι η απώλεια θέσεων εργασίας και η ύφεση.

Αφορά κυρίως το βιομηχανικό βορά, αλλά η συρρίκνωση της Ευρωπαϊκής οικονομίας θα έχει επιπτώσεις σε όλες τις χώρες.

Και κυρίως μπορεί να οδηγήσει σε ένα νέο κύκλο κοινωνικών εντάσεων και πολιτικής αβεβαιότητας, με ταυτόχρονη άνοδο ακροδεξιών δυνάμεων σε κρίσιμες για την ΕΕ χώρες.

Αυτά σε ό,τι αφορά τις μεγάλες ευθύνες της Ευρώπης.

Οι ευθύνες της ελληνικής κυβέρνησης

Η ελληνική κυβέρνηση όμως καλό είναι να μη προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από αυτές.

Πρώτον γιατί η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα επάρκειας, παρά κυρίως ενεργειακού κόστους και πληθωρισμού.

Δεύτερον γιατί είχε και έχει τη δυνατότητα παρεμβάσεων μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο που θα μειώσουν κατά πολύ τις επιπτώσεις της κρίσης. Είτε μονομερώς, είτε κατόπιν έγκρισης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όπως έκαναν άλλες χώρες.

Δεν το έκανε.

Επί έναν και πλέον χρόνο δεν έκανε καμία - μα καμία – ρυθμιστική παρέμβαση στην λειτουργία της αγοράς.

Μόνο επιδοτήσεις.

Ούτε σήμερα είναι αποφασισμένη να το κάνει σοβαρά.

Παρά μονάχα έχει περάσει από την άρνηση της πραγματικότητας στην άρνηση της δικής της ευθύνης.

Ένα πλήθος γεγονότων και δεικτών αποδεικνύει του λόγου το αληθές.

Η Ελλάδα είναι η πιο ακριβή χώρα στο ρεύμα, προ φόρων και επιδοτήσεων, όπως ανακοίνωσε την προηγούμενη Παρασκευή η Eurostat με βάση τις τιμές ηλεκτρισμού, σε όλη την ΕΕ για το πρώτο εξάμηνο 2022.

Οι επιδοτήσεις, που προέρχονται κατά κύριο λόγο από τον κρατικό κορβανά, δηλαδή από τη φορολογική αφαίμαξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων δια μέσου της έμμεσης φορολογίας (που παραμένει υψηλή ενώ στις περισσότερες χώρες μειώθηκε λόγω του πληθωρισμού), δεν αρκούν για να αμβλύνουν τις συνέπειες στα νοικοκυριά.

Και αυτό γιατί δεν είναι μόνο ζήτημα τιμών αλλά και αγοραστικής δύναμης.

Η Ελλάδα με μια από τις χαμηλότερες στην ΕΕ ( 5η από το τέλος), πλήττεται περισσότερο.

Χαρακτηριστική η έκθεση για το 2022 των Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER), που λαμβάνει υπόψη την αγοραστική δύναμη.

Δείχνει ότι τα ελληνικά νοικοκυριά, ακόμη και μετά τα δισεκατομμύρια επιδοτήσεων, βιώνουν τη 3η χειρότερη ακρίβεια στο ρεύμα και το φυσικό αέριο σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Και γιατί συμβαίνουν όλα αυτά;

Γιατί η επιλογή του κου Μητσοτάκη ήταν και είναι, να μη παρέμβει στην αγορά ενέργειας, να μη παρέμβει στα καρτέλ και να αφήσει την αισχροκέρδεια ανενόχλητη.

Μέχρι την Άνοιξη μας έλεγε ότι δεν υπάρχουν υπερκέρδη.

Μετά μας είπε ότι τελικά υπάρχουν και θα τα φορολογήσει.

Αλλά ούτε ένα ευρώ δεν έχει φορολογηθεί.

Μετά δήλωσε ότι καταργεί τη ρήτρα αναπροσαρμογής που μέχρι τότε δεν είχε κανένα πρόβλημα, όπως υποστήριζε.

Όμως κι αυτό σύντομα αποδείχθηκε επικοινωνιακό τέχνασμα χωρίς αντίκρισμα, έναν μήνα μετά οι αναπροσαρμογές των τιμών λιανικής που ανακοίνωσαν οι πάροχοι ήταν 60% πάνω σε σχέση με την – καταργημένη υποτίθεται - ρήτρα αναπροσαρμογής.

Κάτι το οποίο επισήμανε και ο Πρόεδρος της ΡΑΕ με πρόσφατη επιστολή του προς την Κυβέρνηση.

Κι έτσι η αισχροκέρδεια καλά κρατεί.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα για να κατανοήσει κανείς τα υπερκέρδη που ακόμη είναι τρελά, είναι η σύγκριση κόστους και επιδότησης τον μήνα Σεπτέμβρη.

Το συνολικό κόστος χονδρεμπορικής αγοράς ρεύματος Σεπτεμβρίου (όλες οι χρήσεις) ήταν 1,67 δισ.€ (417€/MWh*4εκ.MWh)

Όμως η επιδότηση ανήλθε στο 1,9δισ.€

Δηλαδή μεγαλύτερη.

Και επιπλέον οι καταναλωτές πληρώνουν περισσότερα από ότι έναν χρόνο πριν.

Και έρχομαι τώρα στο κρίσιμο ερώτημα:

Ποιες ήταν οι λάθος αποφάσεις;

Σχεδόν όλες οι κύριες αποφάσεις στον τομέα της ενέργειας από την 1η μέρα διακυβέρνησης, αποδείχτηκαν λανθασμένες.

Καταρχήν ας εξετάσουμε αυτές τις αποφάσεις σε σχέση με το κριτήριο της αυτονομίας και της αυτάρκειας της χώρας σε σχέση με την προσφορά της ενέργειας στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.

Να θυμίσω την απόφαση για την βίαιη απολιγνιτοποίηση το 2019

Δεν μιλάμε εδώ για την σταδιακή και ομαλή πορεία μείωσης του μίγματος του λιγνίτη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και την αντικατάστασή του από ΑΠΕ, που όλα τα κράτη είχαν προβλέψει -και σωστά- προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κλιματική αλλαγή.

Και φυσικά και επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ είχε προβλεφθεί μέσω του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα.

Μιλάμε για την απόφαση της βίαιης - απότομης μείωσης, του ξαφνικού θανάτου των λιγνιτικών μας μονάδων, ακόμη και της υπερσύγχρονης μονάδας της Πτολεμαΐδας που δεν έχει τεθεί καν σε λειτουργία, παρ’ ό,τι στοίχισε δισεκατομμύρια στον Έλληνα φορολογούμενο και που με τόση βιασύνη ανακοίνωσε ο κος Μητσοτάκης, μόλις δύο μήνες από την ανάληψη της εξουσίας.

Τόσο βίαιης που ήταν αδύνατο οι μονάδες λιγνίτη να αντικατασταθούν από ΑΠΕ αλλά ήταν αναπόφευκτο να αντικατασταθούν από το Φυσικό Αέριο.

Ένα καύσιμο επίσης ορυκτό και κυρίως εισαγόμενο από 3-4 χώρες, σε μια παγκόσμια αγορά που δεν προχωρούσε σε νέες επενδύσεις σε αυτόν τον τομέα.

Έτσι ενώ όλες οι χώρες μείωναν την κατανάλωση Φυσικού Αερίου ιδίως στην ηλεκτροπαραγωγή (Ολλανδία κατά 49% Γαλλία κατά 46%), στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 24%.

Άρα αυτό που έγινε στη πράξη δεν ήταν βίαιη απολιγνιτοποίηση αλλά βίαιη αεριοποίηση.

Βίαιη πρόσδεση του ενεργειακού μας μίγματος στο φυσικό αέριο.

Και ταυτόχρονα είχαμε πλήρη απόσυρση του κράτους από τη δυνατότητα να παρεμβαίνει για να εξασφαλίσει χαμηλές και σταθερές τιμές ενέργειας.

Με την ιδιωτικοποίηση μιας σειράς κρίσιμων δημόσιων εταιρειών ενέργειας.

Την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, του ΔΕΔΔΗΕ, της ΔΕΠΑ Υποδομών.

Θυμίζω ότι ΔΕΔΔΗΕ και ΔΕΠΑ Υποδομών, αποτελούν μονοπώλια καθώς έχουν στην ιδιοκτησία τους τα δίκτυα διανομής ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου αντίστοιχα.

Δηλαδή ο δημόσιος βραχίονας που ειδικά σε καιρούς κρίσης πρέπει να παρεμβαίνει, έχει απαξιωθεί πωληθεί ή έχει αφεθεί στην λογική της κερδοσκοπίας.

Η ΔΕΗ σήμερα πρωτοστατεί στο κερδοσκοπικό παιχνίδι της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας - πρωτοστατεί στην εφαρμογή της ρήτρας αναπροσαρμογής τον Αύγουστο του 2021 που πέρασε όλη την αύξηση του κόστους ενέργειας στους καταναλωτές.

Ο ΔΕΔΔΗΕ έχει ουσιαστικά αποκλείσει όλους τους μικρούς παραγωγούς ΑΠΕ τα νοικοκυριά και τις ΜμΕ από την πρόσβαση στο σύστημα διανομής άρα και τη δυνατότητα να παράγουν το ρεύμα που καταναλώνουν.
Ενώ η κυβέρνηση έχει πρακτικά ναρκοθετήσει και τον θεσμό των Ενεργειακών Κοινοτήτων και τη συμμετοχή των Δήμων και άλλων σχημάτων στην παραγωγή ρεύματος.

Οι ΑΠΕ που αποτελούν την πιο φιλική προς το περιβάλλον μορφή παραγωγής ενέργειας, που επιπλέον είναι ευρέως διαθέσιμες και επομένως μπορεί να επωφεληθεί από αυτές το σύνολο της κοινωνίας με άμεσο τρόπο, με βάση το μοντέλο ιδιοπαραγωγής- ιδιοκατανάλωσης, τρία χρόνια τώρα δεν στηρίχτηκαν.

Όλα τα έργα που παρουσιάζει σήμερα η κυβέρνηση είναι αυτά των 3000 MW που εντάχθηκαν στο πλαίσιο στήριξης την περίοδο 16-18.

Είναι αυτά που εγκαθίστανται από το 18 μέχρι σήμερα με δεσμευτικά χρονοδιαγράμματα 24 ή και 36 μηνών και θα εντάσσονται ακόμη και μέχρι το 2023 λόγω των παρατάσεων που έλαβαν εξαιτίας της πανδημίας.

Αντιθέτως σήμερα κορυφώνεται η κριτική για την διαχείριση των της εγκατάστασης ΆΠΕ και τη χειραγώγηση της διαδικασίας αδειοδότησης με αδιαφανείς διαδικασίες και χωρίς αντικειμενικά κριτήρια.

Θα διαβάσατε στις Κυριακάτικες εφημερίδες τη κριτική για δεκάδες ώριμες επενδύσεις εκατομμυρίων, που με απόφαση του υπουργού μένουν εκτός δικτύου, για να προωθηθούν άλλες με πελατειακά κριτήρια.

Αλλά, επαναλαμβάνω, το πιο σημαντικό είναι ότι εγκαταλείφθηκε η πολιτική στήριξης των ΑΠΕ και των ενεργειακών κοινοτήτων.

Αν η σημερινή κυβέρνηση είχε συνεχίσει την πολιτική μας και είχε ξεκινήσει την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ σε αυτή την κατεύθυνση, θα είχαμε ήδη χιλιάδες νοικοκυριά και επιχειρήσεις πιο ανθεκτικά με φτηνή ενέργεια από ΑΠΕ.

Τέλος οι Ελεγκτικοί Μηχανισμοί, τέθηκαν σε πλήρη αδράνεια.

Ακόμη και οι Ανεξάρτητες Αρχές που οι ίδιοι διορίσανε έγιναν εχθροί καταγγέλλοντας παρεμβάσεις στο έργο τους.

Οι θεσμοί δηλαδή που θα μπορούσαν να ελέγξουν την εγχώρια συνιστώσα της ακρίβειας, που θα μπορούσαν να περιορίσουν όλες εκείνες τις στρεβλώσεις των εγχώριων αγορών και τα καρτέλ που οδηγούν την χώρα να είναι πρώτη από το τέλος στη σχετική λίστα της ακρίβειας.

Η κυβέρνηση, δέσμια των ιδεολογικών της εμμονών αλλά και ισχυρών συμφερόντων στο χώρο της ενέργειας, απενεργοποίησε από την πρώτη μέρα της θητείας της την δυνατότητα του κράτους να παρέμβει στον τομέα της ενέργειας και αγνόησε αυτό που κάθε χώρα θα έπρεπε να έχει ως πρώτο στόχο: την ενεργειακή ασφάλεια και αυτονομία, παραδίδοντας τη χώρα στο ρίσκο του εισαγόμενου Φυσικού Αερίου.

Ανεξάρτητα λοιπόν από την ανεπάρκεια της Ευρώπης οι επιδόσεις της ελληνικής κυβέρνησης που οδηγούν σε υψηλότερο πληθωρισμό και κόστος ενέργειας οφείλονται καθαρά στις επιλογές της, που υπονομεύουν τα θεμέλια και τις αντοχές της οικονομίας.

Οι παρεμβάσεις του Νικόλα Φαραντούρη αναδεικνύουν όλα αυτά τα ζητήματα και φωτίζουν και πλευρές που για μεγάλο μέρος της κοινωνίας φαντάζουν πολύ τεχνικές και δυσνόητες.

• Από την αποτυχημένη διαπραγμάτευση της ΔΕΠΑ με τη Gazprom που κατέληξε σε 30% ακριβότερη προμήθεια ρωσικού Φυσικού Αερίου σε σχέση με την γειτονική Βουλγαρία, μέχρι την πρακτικά ανύπαρκτη ενεργοποίηση των διμερών και μακροπρόθεσμων ενεργειακών συμβολαίων που μειώνουν το ρίσκο των βραχυπρόθεσμων συμβολαίων.
• Από την λειτουργία των αγορών και των χρηματιστηρίων ενέργειας και των στρεβλώσεων και κατασκευαστικών σφαλμάτων σε Ευρωπαϊκό Επίπεδο, μέχρι την περιγραφή της ρηχής ελληνικής αγοράς και του εγχώριου καπέλου στις τιμές.

Έτσι ο Νικόλας Φαραντούρης, συμβάλλει στην κατανόηση των πτυχών της ενεργειακής κρίσης και στην ανάδειξη του δρόμου να την ξεπεράσουμε με δίκαιο τρόπο.

Αυτός ο τρόπος περιλαμβάνει μεταξύ άλλων :

 Την ανάκτηση της πρωτοβουλίας από την δημόσια σφαίρα και τα εργαλεία άσκησης δημόσιας πολιτικής.
 Την έμφαση στον στόχο της αυτονομίας ενέργειας,
 Τη σταθερότητα των τιμών και την αποκέντρωση της παραγωγής ενέργειας σε όφελος όλων, που προσφέρουν οι ΑΠΕ,
 Τη κατεύθυνση των δημοσιονομικών παρεμβάσεων στην πηγή του προβλήματος με στόχο την μείωση των τιμών ώστε να μη διαχέεται το πρόβλημα της ακρίβειας παντού.
 Την ανάληψη των κατάλληλων πρωτοβουλιών σε Ευρωπαϊκό Επίπεδο με κοινές ευρωπαϊκές προμήθειες φυσικού αερίου και ανάληψη μέρους του κόστους προμήθειας από ευρωπαϊκούς πόρους, με την έκδοση για παράδειγμα ενός κοινού ευρωπαϊκού ομολόγου.

Κλείνω λέγοντας ότι ο Νικόλας ο Φαραντούρης ως επιστήμονας τις μέρες της ενεργειακής κρίσης κάνει το καθήκον του.

Τεκμηριώνει, διαφωτίζει, παρεμβαίνει.

Αυτός είναι ο ρόλος της επιστήμης.

¨Όχι να είναι στην υπηρεσία της προπαγάνδας, αλλά στην υπηρεσία της αλήθειας, στην υπηρεσία του κοινού καλού.

Έτσι όπως ο καθένας το κατανοεί.

Και έτσι όπως αντικειμενικά η επιστήμη το προσδιορίζει.

Μακάρι να ήταν οι περισσότεροι σε αυτή τη κατεύθυνση που είναι ο Νικόλας.

Και μακάρι να είναι αυτό το βιβλίο μια αφορμή να προβληματιστούμε και να αφυπνιστούμε.

Να αφήσουμε τις εύκολες ατάκες και να αναζητήσουμε λύσεις που περνάνε μέσα από τη βάσανο της μελέτης, της γνώσης και της τεκμηρίωσης.

Γιατί μόνο τότε οι λύσεις θα είναι δίκαιες και βιώσιμες».

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v