Με θερμά λόγια μίλησε ο πρωθυπουργός για την καγκελάριο Μέρκελ, κατά τις κοινές δηλώσεις τους μετά τη συνάντησή τους στο Μέγαρο Μαξίμου, στην τελευταία επίσκεψη της Καγκελαρίου, με αυτήν της την ιδιότητα, στην Αθήνα. Αμφότεροι αναφέρθηκαν κυρίως στις σχέσεις της Ε.Ε. και της Ελλάδας με την Τουρκία, καθώς και στο σύμφωνο σταθερότητας και την οικονομική πολιτική του επόμενου διαστήματος.
«Ως ο 8ος Έλληνας πρωθυπουργός που συναντά την Αγκελα Μέρκελ, μπορώ να μιλήσω για τη δική της σφραγίδα στα ευρωπαϊκά δρώμενα και να παρουσιάσω την εικόνα της χώρας μας. Η σημερινή Ελλάδα δεν είναι πλέον εστία κρίσης και ελλειμμάτων, αλλά ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Είναι κάτι που αναγνωρίζουν και οι Γερμανοί, όπως φαίνεται από τις επενδύσεις, τις εξαγωγές, αλλά και επισκέψεις στην Ελλάδα».
Όπως είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, «δεν φτάσαμε εύκολα στο ξέφωτο. Ελλάδα και Ευρώπη δοκιμάστηκαν από λάθος αποφάσεις που επέστρεψαν εναντίον τους μέσω του λαϊκισμού», τόνισε.
Απευθυνόμενος στην Καγκελάριο, είπε: «Και εσείς παραδεχτήκατε με γενναιότητα ότι ζητήσατε πολλά από τους Ελληνες τις ώρες που βίωναν την τρικυμία της κρίσης. Ούτε η σκληρή λιτότητα, ούτε τα φθηνά συνθήματα άντεξαν. Η Ευρώπη έδειξε ότι οι σωστές αποφάσεις την οδηγούν στην σωστή πλευρά της ιστορίας. Η κοινοτική αλληλεγγύη και ο αληθινός πατριωτισμός βγήκαν νικητές».
Σε όλο αυτό το διάστημα, σημείωσε ο πρωθυπουργός, «η Αγκελα Μέρκελ υπήρξε φωνή σταθερότητας και λογικής, είπε. Άδικη κάποιες στιγμές, αλλά καθοριστική στις οριακές στιγμές. Όπως το 2015 όταν απέναντι σε κορυφαίους υπουργούς αρνήθηκε τον εξοστρακισμό της Ελλάδας από την Ευρώπη».
Ο κ. Μητσοτάκης τόνισε ότι ήταν σημαντική η μεταστροφή και η συμβολή της καγκελαρίου για το Ταμείο Ανάκαμψης, ενώ σε ό,τι αφορά την πανδημία, ανέφερε πως η Ελλάδα εισηγήθηκε το Ψηφιακό Πιστοποιητικό και επανέφερε την οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης. «Και αυτό δεν ήταν εύκολο γιατί χρειάστηκε να αντιμετωπίσει ασύμμετρες απειλές (Εβρος-Αιγαίο) και ανοικτές κρίσεις, όπως με την επιθετικότητα της Τουρκίας το περασμένο καλοκαίρι», είπε.
Έκανε λόγο για ειλικρινείς συζητήσεις για το θέμα αυτό «και γνωρίζω ότι η θέση της Καγκελαρίου είναι υπέρ του διαλόγου. Φοβάμαι όμως ότι συχνά η δυτική ψυχραιμία ενθαρρύνει την τουρκική αυθαιρεσία και είναι καιρός οι ευρωπαϊκές αρχές να γίνουν ευρωπαϊκή πρακτική σε όσους την προσβάλουν. Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους», σημείωσε και συνέχισε:
«Η Ελλάδα θέλει μόνο φίλους. Το αποδεικνύει υπογράφοντας συμφωνίες με τα φιλοειρηνικά κράτη. Δεν ανέχεται ούτε απειλές, ούτε αμφισβητήσεις των δικαιωμάτων της. Η θέση μας είναι κρυστάλλινη». Τα ζητήματα αυτά, όπως είπε, «θα απασχολήσουν και τις συζητήσεις με τη νέα ηγεσία της Γερμανίας -πιθανότατα με τον κ. Σολτς. «Μαζί του προσδοκώ να διευρύνω τις διμερείς μας σχέσεις, αντιμετωπίζοντας και τα πολύπλοκα προβλήματα του παρελθόντος. Καλούμαστε να σχεδιάσουμε το μέλλον της Ευρώπης», υποστήριξε.
Ο πρωθυπουργός ανέφερε ότι θα ζητήσει από τον επόμενο Καγκελάριο «να γίνουν σεβαστές οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για την Τουρκία, η οποία έχει δύο επιλογές. Η μία της συνεργασίας, αμοιβαία ωφέλιμη που προϋποθέτει μείωση των εντάσεων και σεβασμό του διεθνούς δικαίου, ενώ ο δεύτερος δρόμος σε περίπτωση που συνεχίσει τη συμπεριφορά αυτή, είναι να υπάρχουν κυρώσεις. Η δική μου πόρτα είναι πάντα ανοικτή για εποικοδομητικό διάλογο. Δεν γίνεται η Τουρκία να στέλνει στον ΟΗΕ επιστολή που να αμφισβητεί κυριαρχία ελληνικών νησιών και να ισχυριζόμαστε ότι δεν συμβαίνει τίποτα. Ειδικά για την Κύπρο προβληματιζόμαστε έντονα. Συμφωνούμε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε καμία συζήτηση στη λογική των δύο κρατών, ενθαρρύνουμε την Τουρκία να συμφωνήσει σε νέο διαμεσολαβητή από τα Ηνωμένα Έθνη. Γιατί να μην υπογράψουμε και με Τουρκία συμφωνία για οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών;»
Για τη λιτότητα, ο κ. Μητσοτάκης επικαλέστηκε παλαιότερη φράση της κυρίας Μέρκελ, ότι «δεν μπορεί να είναι απάντηση για όλα». Εκτίμησε δε πως το γαλλογερμανικό σύμφωνο και η συμφωνία Ελλάδας Γαλλίας μπορούν να είναι το πρόπλασμα στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ.
Παράλληλα, εξέφρασε την πίστη του πως «θα γίνουν παρεμβάσεις στους πολύ αυστηρούς τυπικούς κανόνες στο Σύμφωνο Σταθερότητας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα ξεχάσουμε τι σημαίνει δημοσιονομική πειθαρχία. Αυτό είναι κρίσιμο για την Ελλάδα που έχει πολύ υψηλό επίπεδο χρέους. Η Ελλάδα θα μπορεί να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023. Δεν θα επιστρέψουμε σε κακές συνήθειες. Δεν θα ξεχάσουμε βέβαια τι σημαίνει δημοσιονομική πειθαρχία. Θα πρέπει μονίμως η αξιοπιστία μας να δοκιμάζεται στη βάσανο των αγορών. Σε καμία περίπτωση να μην εκληφθεί η συζήτηση ως μια άδεια να επιστρέψουμε στα λάθη του παρελθόντος. Χρειαζόμαστε πόρους για επενδύσεις. Το που θα βρεθούν είναι μια ζωντανή συζήτηση», είπε.
Μέρκελ: Καταφέραμε να βρούμε κοινό βηματισμό
Από την πλευρά της, η Άνγκελα Μέρκελ τόνισε ότι «η πολιτική πρέπει πάντα να ασκείται με το βλέμμα στην ιστορία. Οι σχέσεις Ελλάδας - Γερμανίας ήταν «ζωντανές». Είχα απόλυτη επίγνωση της υπερβολικής επιβάρυνσης των ανθρώπων στην Ελλάδα, αλλά αυτό που καταφέραμε, είναι να βρούμε κοινό βηματισμό και να μείνει η Ελλάδα μέλος της ΕΕ».
Σε ό,τι αφορά το μεταναστευτικό, δήλωσε ότι «δείξαμε πως μπορούμε να μοιραζόμαστε ευθύνες. Η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας δείχνει ότι μπορούμε να συνεργαστούμε και με την Τουρκία.
Ξέρω τις προκλήσεις στη συνεργασία με την Τουρκία. Πρέπει να ισχύσουν τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και το διεθνές δίκαιο. Διαπιστώνουμε ότι πάντα είναι σημαντικό αλλά πολύ δύσκολο να βρίσκουμε λύσεις μέσω του διαλόγου».
Ερωτηθείσα τι θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά στην υπόθεση της Ελλάδας, η κυρία Μέρκελ απάντησε ότι «τότε ήμασταν όλοι σοκαρισμένοι για το πόσο ευάλωτο ήταν το ευρώ απέναντι σε σπεκουλάρισμα. Αυτό έπληξε τις χώρες με υψηλό χρέος, που δεν είχαν κάνει μεταρρυθμίσεις. Εγώ δεσμεύτηκα ώστε να μείνει η Ελλάδα στο ευρώ. Βέβαια, ξέρω ότι ζήτησα πολλά από τους πολίτες της Ελλάδας, αλλά υπήρξαν και πολλές κυβερνήσεις στη χώρα που είδαν αλλιώς κάποιες μεταρρυθμίσεις. Για παράδειγμα, στις ιδιωτικοποιήσεις δεν υπάρχουν τώρα τόσες αμφισβητήσεις. Το πρόβλημα ήταν ότι στις καλές εποχές, δεν υπήρξε κατάλληλη προετοιμασία για τις κακές εποχές», τόνισε.
Αναφορικά με την Τουρκία, η Καγκελάριος σημείωσε ότι «ως μέλος του ΝΑΤΟ και γείτονας πρέπει να χαίρει σχέσεων αλληλοσεβασμού και πρέπει να υπάρξει μια κοινή στάση. Είναι απαραίτητος ο διάλογος. Τηρώντας τους κανόνες, θα μπορέσουν Ευρώπη και Τουρκία να βελτιώσουν τη θέση τους, όταν λύσουμε τα προβλήματα».
Τόνισε δε ότι «έχει πολλά να κριτικάρει αναφορικά με την Τουρκία, αλλά η χώρα φιλοξενεί 3,5 εκατομμύρια πρόσφυγες και αυτό είναι κάτι που πρέπει να καταλαβαίνουμε. Πρέπει να τύχει υποστήριξης σε αυτό. Το ίδιο ισχύει και σε ό,τι αφορά τους Αφγανούς πρόσφυγες. Έδωσε έμφαση στην προστασία των εξωτερικών συνόρων», είπε, προσθέτοντας ότι η Ελλάδα είχε εξαιρετικά αποτελέσματα, όταν υπήρξε τεράστια πίεση στα σύνορά της (σ.σ. Έβρος). Τότε αρνηθήκαμε να χρησιμοποιηθούν οι άνθρωποι ως… εργαλεία».
Η κυρία Μέρκελ εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι οι σχέσεις των δύο χωρών «θα είναι καλές και θα εξελιχθούν καλά και με τη νέα κυβέρνηση της Γερμανίας» και ευχαρίστησε τον πρωθυπουργό «γι’ αυτή τη συνεργασία που είχαμε. Μπορεί πολλά να μάθει κανείς από τον άλλο», σημείωσε.