Ανησυχητικές είναι οι ενδείξεις από το πρώτο δεκαπενθήμερο λειτουργίας των σχολείων, όσον αφορά το επιδημιολογικό φορτίο. Παρά το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των εκπαιδευτικών έχει προχωρήσει στον εμβολιασμό, τα κρούσματα δείχνουν να έχουν πάρει την ανιούσα, επιστήμονες και κυβέρνηση θεωρούν δεδομένη την περαιτέρω αύξηση του αριθμού τους, χωρίς να αποκλείεται μάλιστα η επανεξέταση του πρωτοκόλλου προστασίας για τη λειτουργία των σχολείων.
Χθες, έκλεισαν τα πρώτα για φέτος σχολικά τμήματα λόγω κρουσμάτων σε Δημοτικό Σχολείο της Θεσσαλονίκης (10ο Δημοτικό Σχολείο Νεάπολης-Συκεών), καθώς εντοπίστηκαν σε αυτά επιβεβαιωμένα κρούσματα σε περισσότερους από τους μισούς μαθητές του, οι οποίοι τις επόμενες μέρες επιστρέφουν στην τηλεκπαίδευση. Ειδικά αυτό το μέτρο βρίσκεται στο μικροσκόπιο των ειδικών, μετά και τις έντονες αντιδράσεις εκπαιδευτικών και γονέων και θεωρείται πιθανό στο επόμενο διάστημα να αλλάξει.
Τη δική του σημασία για τη συνολική εκτίμηση της κατάστασης έχουν τα στοιχεία που έκανε γνωστά χθες ο ΕΟΔΥ, σύμφωνα με τα οποία, τα κρούσματα κορωνοϊού το διάστημα 13-19 Σεπτεμβρίου (πρώτη εβδομάδα λειτουργίας των σχολείων) στις ηλικίες 4-18 ετών ήταν 3.559, αποτελώντας το 24% (+14% σε σχέση με την προηγούμενη εβδομάδα).
«Περιμένουμε αύξηση κρουσμάτων και νοσηλειών παιδιών και εφήβων μετά το άνοιγμα των σχολείων, λόγω των αυξημένων ελέγχων και την αύξηση της κινητικότητας», ανέφεραν σε κοινή διαδικτυακή συνάντηση που διοργάνωσε το υπουργείο Παιδείας, η ομότιμη καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθήνας και πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών Μαρία Θεοδωρίδου με την καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Βάνα Παπαευαγγέλου, αποτυπώνοντας τη διάσταση του προβλήματος.
Ανίχνευση μεταδόσεων
Με τα τωρινά δεδομένα και τα ισχύοντα πρωτόκολλα, εφόσον υπάρξει ένα κρούσμα, θα γίνονται καθημερινοί έλεγχοι στις στενές επαφές και σε όλο το τμήμα, με συχνότητα δύο τεστ την ημέρα. Στόχος είναι να υπάρξει έγκαιρη ανίχνευση πιθανών μεταδόσεων μέσα σε ένα τμήμα και απομόνωση των θετικών περιστατικών. «Σκοπός να διασφαλίσουμε πως θα είναι τα σχολεία ανοιχτά και τα παιδιά στις αίθουσες. Παρακολουθούμε τα δεδομένα και ανάλογα με αυτά εξελίσσεται η πολιτική μας», υπογραμμίζει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Γιάννης Οικονόμου.
Όσον αφορά τον εμβολιασμό των παιδιών, υπάρχει η εκτίμηση ότι αναμένεται να αυξηθεί σταδιακά, γεγονός που θα κρίνει, μεταξύ άλλων, και την πορεία της πανδημίας. «Μετά βεβαιότητας δεν μπορεί να γίνουν ασφαλείς προβλέψεις σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, δεδομένου ότι εξαρτάται από πολλές παραμέτρους η εξέλιξη της πανδημίας. Πρόκειται για μια δυναμική διαδικασία που αλλάζει κάθε 15 μέρες», σημειώνει ο Δημήτρης Παρασκευής, αναπληρωτής καθηγητής Επιδημιολογίας-Προληπτικής Ιατρικής στο ΕΚΠΑ και μέλος της επιτροπής των εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας. Το πόσα κρούσματα θα έχουμε μετά από δύο μήνες, εξηγεί, «εξαρτάται από το ποσοστό του εμβολιασμού στα παιδιά, στην κοινότητα, πώς θα τηρηθούν τα μέτρα και επίσης το πόσο τυχόν εξάρσεις θα επηρεάσουν και τους γονείς των παιδιών, για να αυξηθεί η εμβολιαστική κάλυψη. Είναι πάρα πολλές παράμετροι αστάθμητες και άγνωστες, που θα καθορίσουν την πορεία της πανδημίας από εδώ και στο εξής», τονίζει.
Την ίδια ώρα, μετά και τα τελευταία περιστατικά, με εντολή προς την αστυνομία, η Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης ζητεί να τηρείται η αυτόφωρη διαδικασία και να σχηματίζεται δικογραφία για ψευδή καταμήνυση σε περιπτώσεις γονέων αντιεμβολιαστών που στρέφονται νομικά κατά εκπαιδευτικών επειδή εφαρμόζουν τα υγειονομικά πρωτόκολλα. Όπως σημειώνουν στο Μέγαρο Μαξίμου, «η κυβέρνηση, η οργανωμένη Πολιτεία, η εκπαιδευτική κοινότητα δεν υπάρχει περίπτωση να ανεχτούν τέτοιου είδους συμπεριφορές. Όποιος επιχειρεί παρόμοιες πράξεις, θα είναι αντιμέτωπος με τις νομικές συνέπειες που επισύρουν, δίχως να υπάρχει περιθώριο για εκπτώσεις».