Έχοντας καταγγείλει σε ανώτατο επίπεδο το «σιωπητήριο» που έχουν σαλπίσει τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης στις θέσεις και στις προτάσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ ετοιμάζεται να επαναλάβει αυτό που τον έφερε κοντά στην κοινωνία προ του 2015: την εκστρατεία του «πλατεία την πλατεία» και «δρόμο τον δρόμο» σε ολόκληρη τη χώρα, με τον Αλέξη Τσίπρα, τα κορυφαία στελέχη και τους βουλευτές στην πρώτη γραμμή.
Την αφορμή έδωσε η μη προβολή του προγράμματος «Μένουμε Όρθιοι», δηλαδή του «γενναίου πακέτου μέτρων» που προτείνει για «να μείνουν ανοικτές οι επιχειρήσεις και όρθιοι οι εργαζόμενοι». Η επίμονη εκλογολογία (παρά την πρόσφατη πρωθυπουργική διάψευση) επιβάλλει, έτσι κι αλλιώς, τον τερματισμό του κομματικού εγκλωβισμού και τη νέα «εκστρατεία στον κόσμο» που διεκόπη απότομα στα τέλη Φεβρουαρίου λόγω κορωνοϊού.
Αρκεί όμως η καμπάνια ενημέρωσης «απ΄άκρη σ΄άκρη της χώρας» για να ξαναπιάσει το νήμα με το τμήμα της κοινωνίας, την λεγόμενη μεσαία τάξη, που «τιμώρησε» την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στις περσινές εκλογές; «Από μόνη της όχι», απαντούν... αβίαστα τα στελέχη του κόμματος, με την παραδοχή ότι η γνωστοποίηση των προτάσεων ενός κόμματος είναι ένα βασικό στοιχείο της «συνταγής», αλλά λείπει το βασικότερο: «η πυροδότηση ενός κινήματος υπέρ του αντιπολιτευόμενου κόμματος που ημέρα με την ημέρα θα πριονίζει τα θεμέλια της κυβέρνησης και θα ανοίγει τον δρόμο για την πολιτική αλλαγή».
Αυτή η συνθήκη δεν υπάρχει – τουλάχιστον, ακόμα. Όπως παραδέχονται, αφενός η κοινωνία παραμένει τρομαγμένη από την πανδημία και μουδιασμένη από την καραντίνα, πιστώνοντας πανηγυρικά στην κυβέρνηση τους θετικούς χειρισμούς που απέτρεψαν τους χιλιάδες νεκρούς. Αφετέρου δε, περιμένει τους ανάλογους χειρισμούς που θα αποτρέψουν μαζικές απολύσεις και μειώσεις στους μισθούς, παρότι οι κυβερνητικές αποφάσεις των τελευταίων ημερών αδυνατίζουν την προσδοκία.
Ένα τρίτο σημείο που ουδόλως παραβλέπουν στην Κουμουνδούρου, αφορά την διστακτικότητα απέναντι στο «πακέτο» του ΣΥΡΙΖΑ (σ.σ. στον βαθμό που το έχουν πληροφορηθεί και, πολύ περισσότερο, μελετήσει), αλλά και την καχυποψία για τη στήριξη που αφειδώς παρέχει στους μικρομεσαίους, τους οποίους...δεν καλομεταχειρίθηκε όταν ήταν κυβέρνηση. Ως προς αυτό, δεν είναι τυχαία η επιλογή του κ.Τσίπρα να αναφερθεί (δύο φορές την προηγούμενη εβδομάδα) αυτοκριτικά απέναντι στο θέμα, αποδίδοντας τις τότε επιλογές της κυβέρνησής του στην ανάγκη να τερματισθούν τα μνημόνιο και να «γεμίσει» το μαξιλάρι ασφαλείας των 37 δισ. ευρώ. Κι έπεται συνέχεια, κατά τις πληροφορίες, αφού σε αυτό ακριβώς το τμήμα της κοινωνίας τείνει τώρα χείρα φιλίας και αποκατάστασης σχέσεων.
Οι δεκάδες τηλεδιασκέψεις του τελευταίου διαστήματος (εν μέσω locdown και μετά) με εκπροσώπους επαγγελματικών κλάδων και Επιμελητηρίων αποτέλεσε, όπως λένε, τη βάση για να χτισθεί η νέα εμπιστοσύνη, με όλα τα στελέχη του κόμματος να ομνύουν στην μικρομεσαία επιχειρηματικότητα (κυρίως, τη μεσαία) και να «πυροβολούν» με προτάσεις για τη στήριξή της.
Από την αρχή της καραντίνας, άλλωστε, με το πρώτο πακέτο «Μένουμε Όρθιοι 1», ο ΣΥΡΙΖΑ είχε κάνει σαφές ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που είτε είχαν κλείσει με κρατική εντολή είτε υπολειτουργούσαν, δεν ήταν δυνατόν να σηκώσουν το βάρος των μισθολογικών/ασφαλιστικών υποχρεώσεών τους και, άρα, για την αποτροπή λουκέτων και απολύσεων, εστίαζαν στην ανάγκη ενίσχυσής τους: στην πλήρη κάλυψη αυτών των υποχρεώσεων από το κράτος, προστέθηκε στο «πρόγραμμα 2» η μη επιστρεπτέα προκαταβολή ύψους 3 δισ. ευρώ και η χορήγηση μικροπιστώσεων δεδομένης της αδύναμης πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα.
Και με τα... λεφτόδεντρα;
Κατά τους επιτελείς, «τα μηνύματα είναι παραπάνω από θετικά», αφού οι ενδιαφερόμενοι, δηλαδή οι επαγγελματίες και οι εργαζόμενοι, προσπέρασαν «το σιωπητήριο», έμαθαν τις προτάσεις του κόμματος και τις στηρίζουν. Ποιο πρόβλημα παραμένει προς επίλυση; Η πειστική απάντηση στο κυβερνητικό επιχείρημα περί ... λεφτόδεντρων. Εν προκειμένω, όπως σημειώνουν, οι πρώτες κοινοτικές ελαφρύνσεις (σ.σ. εν μέσω lockdown ) και, κυρίως, οι θετικές εντυπώσεις που άφησε η πρόταση της Κομισιόν για γενναία ενίσχυση της χώρας με 32 δισ. ευρώ, συν οι δυνατότητες του εγχώριου μαξιλαριού ασφαλείας, «προκαλούν τις πρώτες ρωγμές στο κυβερνητικό επιχείρημα ότι... λεφτά δεν υπάρχουν.
Από αυτή την άποψη, προβλέπουν ότι «οι πανηγυρισμοί του Μαξίμου για την πρόταση της Κομισιόν θα γυρίσει μπούμερανγκ στην κυβέρνηση και προσωπικά στον κ.Μητσοτάκη, όταν θα πρέπει να εξηγήσει γιατί οι εργαζόμενοι και οι μικρομεσαίοι θα κληθούν, πάλι, να πληρώσουν τη νέα κρίση».
Γι΄αυτό ο κ.Τσίπρας στην τελευταία δημόσια παρέμβαση (στον τηλεοπτικό σταθμό Alpha) επικαλέσθηκε τη νωπή εμπειρία από τον φαύλο κύκλο των πρώτων μνημονιακών χρόνων λέγοντας: «οι μειώσεις των μισθών φέρνουν μείωση της κατανάλωσης, αυτή με τη σειρά της λουκέτα και απολύσεις που οδηγούν σε έκρηξη της ανεργίας και ξανά από την αρχή».
Ποιους ενισχύει και πώς η κυβέρνηση;
Με αφορμή την άφιξη (όταν...) της ευρωπαϊκής ενίσχυσης ο ΣΥΡΙΖΑ ανοίγει κι ένα άλλο ζήτημα: του τρόπου διαχείρισης του δημόσιου και κοινοτικού χρήματος. «Εν μέσω πανδημίας, με περιορισμένους ακόμα πόρους και με τον κόσμο κλεισμένο στα σπίτια, προχώρησαν στην τραγελαφική υπόθεση της τηλεκατάρτισης των επιστημόνων με προγράμματα τύπου ‘σκόιλ ελικικού’ που ανέδειξαν σκανδαλώδη ‘μπίζνα’ με τις πλατφόρμες απαξιώνοντας τα ΙΕΚ. Τι θα γίνει όταν θα αρχίσουν να φτάνουν τα δισεκατομμύρια από τις Βρυξέλλες;», ρωτούν.
Δεν είναι τυχαία η κίνηση 60 βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, υπό την γραμματέα της Κοινοβουλευτικής Ομάδας Όλγα Γεροβαίλη, να καταθέσουν προ ημερών ερώτηση στη Βουλή, ζητώντας στοιχεία για το «πού, πώς, με ποια κριτήρια» δόθηκαν ενισχύσεις το προηγούμενο δίμηνο.
Όσο για μέτωπα, όπως η Δημόσια Υγεία; Η πρόθεση του υπουργείου Υγείας να κλείσει το Κέντρο Μαστού στο (δημόσιο) νοσοκομείο Έλενα, καταγράφηκε ως το πρώτο δυνατό αυτογκόλ της κυβέρνησης. «Οταν ο πρωθυπουργός έλεγε ότι και ο ίδιος βγήκε πιο σοφός από την κρίση της πανδημίας για την ανάγκη στήριξης του ΕΣΥ, αυτό εννοούσε;», ήταν η απάντηση της Κουμουνδούρου. Η απόσυρση του σχεδιασμού (με προσωπική παρέμβαση του Βασίλη Κικίλια) αποδίδεται στο κύμα αντιδράσεων που προκάλεσε και όχι σε αλλαγή πλεύσης.
Κατά την αξιωματική αντιπολίτευση, οι πρώτες κυβερνητικές κινήσεις στην «μετά κορωνοϊό» εποχή, δείχνουν προθέσεις και αφυπνίζουν μουδιασμένες κοινωνικές ομάδες. Το στοίχημα για τον ΣΥΡΙΖΑ να τις (ξανα)κερδίσει παραμένει ζητούμενο.
Τι κόμμα... είμαστε;
Μεταξύ άλλων, οφείλει να ξεκαθαρίσει τα «θέλω» των στελεχών του για το πώς εννοούν τον μετασχηματισμό του σε «κόμμα του αριστερού προοδευτικού χώρου». Μπορεί ο κορωνοϊός να έπληξε το «συνέδριο ανασυγκρότησης» που επρόκειτο να γίνει τον Μάιο, αλλά, κατά κοινή ομολογία, δεν μπορεί να παραμείνει θολή η ταυτότητα στην «ούγια» του κόμματος. Όπως λένε οι πιο ψύχραιμοι, «οι εξελίξεις δεν μπορούν να μας περιμένουν για να κάνουμε συνέδριο τον Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο... ή αργότερα».
Γι'αυτό και, όπως όλα δείχνουν, το σχήμα «ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία» θα περάσει μπροστά, έναντι του κομματικού ΣΥΡΙΖΑ, με πύκνωση του Πολιτικού Συμβουλίου (στο οποίο συμμετέχουν και οι «σύμμαχοι»), εξ΄αφορμής και της πανελλαδικής εξόρμησης.