Στην τελική ευθεία βρίσκεται το σχέδιο νόμου για την ψήφο των αποδήμων, το οποίο “παραδίδεται” αύριο στα κόμματα και την ερχόμενη εβδομάδα μπαίνει σε δημόσια διαβούλευση. Στόχος είναι “η διευκόλυνση της ψήφου των Ελλήνων του εξωτερικού από τον τόπο κατοικίας τους” επεσήμανε ο υπουργός Εσωτερικών Τάκης Θεοδωρικάκος, μιλώντας στην Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Ελληνισμού της Διασποράς της Βουλής.
Το νομοσχέδιο βασίζεται σε τέσσερις βασικούς άξονες, που συζητήθηκαν στη διακομματική επιτροπή. Ειδικότερα προβλέπονται τα εξής:
-Οι Έλληνες του εξωτερικού μπορούν να ψηφίζουν με αυτοπρόσωπη παρουσία σε πρεσβείες, προξενεία και άλλα κτίρια που θα συμφωνηθούν. Η ψηφοφορία θα γίνει με κάλπες. Να σημειωθεί πως Νέα Δημοκρατία και Κίνημα Αλλαγής είχαν ταχθεί υπέρ της επιστολικής ψήφου, ωστόσο δεν περπάτησε αυτή η λύση γιατί διαφώνησαν ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ.
-Η ψήφος υπολογίζεται κανονικά και ισότιμα στο εκλογικό αποτέλεσμα, όπως συμβαίνει με όλους τους Έλληνες που ψηφίζουν στο εσωτερικό της χώρας.
-Οι έδρες του ψηφοδελτίου Επικρατείας πάνε από 12 σε 15. Τα πολιτικά κόμματα εφόσον το επιθυμούν μπορούν να έχουν ένα ή περισσότερους υποψηφίους από την ελληνική ομογένεια στο ψηφοδέλτιο. Η σχετική ρύθμιση βρίσκεται ήδη σε νομοσχέδιο του υπουργείου Εσωτερικών, που είναι σε δημόσια διαβούλευση και θα συζητηθεί την άλλη εβδομάδα στις επιτροπές της Βουλής.
-Οι Έλληνες του εξωτερικού για να ψηφίσουν από τον τόπο κατοικίας τους θα πρέπει να κάνουν ηλεκτρονική αίτηση και τα τελευταία 35 χρόνια να έχουν ζήσει 2 έτη στην Ελλάδα. Επίσης πρέπει να έχουν ΑΦΜ. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση ο Τ. Θεοδωρικάκος επεσήμανε πως δεν είναι απαραίτητο τα δύο χρόνια παραμονής στην Ελλάδα να είναι συνεχόμενα. Και ανέφερε πως μπορεί κάποιος να έχει έρθει για σπουδές, για τη στρατιωτική θητεία, για να εργαστεί ή για άλλους λόγους.
Μιλώντας στην επιτροπή της Βουλής ο υπουργός Εσωτερικών υπογράμμισε πως αναζητήθηκε συναίνεση, καθώς το νομοσχέδιο πρέπει να έχει τουλάχιστον 200 θετικές ψήφους. Και επεσήμανε πως “πρέπει αυτό το βήμα να αγκαλιαστεί από τους Έλληνες του εξωτερικού. Να το αντιμετωπίσουν ως ένα πρώτο μεγάλο βήμα. Είναι μία άσκηση συνεννόησης και συναίνεσης”.