«Η άρνηση της ΝΔ στην συναινετική πρόταση της κυβέρνησης επιβεβαιώνει πως ουδόλως την ενδιαφέρει η τήρηση της Συνταγματικής νομιμότητας», τονίζει το Μέγαρο Μαξίμου σχολιάζοντας την απόρριψη από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης της πρόσκλησης που απηύθυνε ο υπουργός Δικαιοσύνης για συναίνεση στην επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης.
Μεταξύ άλλων, η Νέα Δημοκρατία υποστήριξε σε επιστολή του υπεύθυνου τομεάρχη ότι «ο διορισμός της ανώτατης Δικαιοσύνης από την παρούσα κυβέρνηση θα ήταν πράξη αντισυνταγματική και παράνομη. Αντισυνταγματική γιατί μια κυβέρνηση που έχει προκηρύξει εκλογές είναι επί της ουσίας υπηρεσιακή και ως εκ τούτου μπορεί να προβαίνει μόνον σε πράξεις διαχείρισης τρεχουσών υποθέσεων ενόψει των εκλογών».
Μαξίμου: Οι μάσκες έπεσαν
«Η κυβέρνηση παρά το γεγονός ότι έχει τη συνταγματική αρμοδιότητα αλλά και τη νομική υποχρέωση να προχωρήσει στον ορισμό της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, μετά και την προεπιλογή της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, κάλεσε τη ΝΔ στο τραπέζι του διαλόγου για να βρεθεί συναινετική λύση» αναφέρει το Μέγαρο Μαξίμου σε γραπτή ανακοίνωση. «Οι μάσκες έπεσαν για τη ΝΔ. Δε θέλουν τη συναινετική επιλογή, δε θέλουν την τήρηση του νόμου και του Συντάγματος. Γιατί άραγε;
Ποιος έχει λόγο να αρνείται τη συναινετική επιλογή; Και τι σχέση μπορεί να έχει αυτή η σπουδή της ΝΔ με τις ανοιχτές δικαστικές υποθέσεις στελεχών της; Τα συμπεράσματα τα βγάζει ο ελληνικός λαός» αναφέρει η ανακοίνωση.
Καλογήρου: Απορρίφθηκε το προσκλητήριο ωριμότητας
Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κ. Μιχάλης Καλογήρου έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Είναι γνωστό ότι σήμερα το πρωί απέστειλα επιστολή στον Πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας αναφορικά με τον ορισμό της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων.
Με την κίνηση αυτή δεν αμφισβητούνταν η εξουσία της κυβέρνησης να ορίσει η ίδια όπως προβλέπεται ρητά στο Σύνταγμα την ηγεσία των ανωτάτων δικαστηρίων, αλλά γινόταν μια ύστατη προσπάθεια κατασίγασης των παθών και θεσμικής νηφαλιότητας γύρω από το σχετικό ζήτημα. Κι αυτό προκειμένου να πάψει να δίνεται η εικόνα ότι η ηγεσία της Δικαιοσύνης μπορεί να αντιμετωπίζεται ως «προίκα» της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας για την οποία διαγκωνίζονται μεταξύ τους τα κόμματα.
Αντί, λοιπόν, ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας να συγκλίνει στην αναγκαία από τα πράγματα συνεννόηση, επέλεξε, δια του Τομεάρχη Δικαιοσύνης του κόμματός του κ. Παναγιωτόπουλου, να απαντήσει με τρόπο απαξιωτικό για τον ελληνικό λαό και τους θεσμούς της πολιτικής και δικαστικής εξουσίας.
Η ΝΔ φαίνεται να παραγνωρίζει την ειδική συνταγματική πρόβλεψη για την επιλογή της ηγεσίας των δικαστηρίων και επιλέγει να αντιμετωπίζει αυτήν σαν να υπάγεται σε διατάξεις που αφορούν τους δημόσιους υπαλλήλους, θεωρώντας ότι εφαρμόζεται εν προκειμένω ο νόμος 2190/1994, που απαγορεύει τους διορισμούς σε προεκλογική περίοδο. Παρόλα αυτά, ήδη από το πρωί έχουμε επισημάνει το νομικό πλαίσιο σύμφωνα με το οποίο προβλέπεται ότι η διαδικασία προεπιλογής των δικαστών που μπορούν να οριστούν στην κορυφή των ανωτάτων δικαστηρίων από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής μπορεί να παραλειφθεί όταν η τελευταία αδυνατεί να συνεδριάσει επειδή έχει διαλυθεί η Βουλή.
Αν λοιπόν θα μπορούσε η ηγεσία της Δικαιοσύνης να οριστεί χωρίς άλλο ουδέν ενώ η Βουλή θα είχε διαλυθεί, τότε δεν αμφισβητείται ότι αυτό μπορεί να γίνει τώρα από μια κυβέρνηση που εξακολουθεί να κυβερνά έχοντας την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Όμως, με την απάντησή του ο κ. Μητσοτάκης αποκαλύπτεται, αφού δεν διστάζει να προδικάσει μελλοντικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας στην περίπτωση που θα ερχόταν ενώπιον αυτού αίτηση ακύρωσης των Προεδρικών Διαταγμάτων περί ορισμού της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων, προσβάλλοντας περαιτέρω την ελευθεροφροσύνη των δικαστικών λειτουργών της χώρας. Δυστυχώς, το προσκλητήριο ωριμότητας που απηύθυνα σήμερα στην αξιωματική αντιπολίτευση απορρίφθηκε. Διαψεύδονται έτσι οι ελπίδες του νομικού κόσμου και των δικαστικών ενώσεων, που φάνηκε να το επικροτούν, από την αλαζονεία της ΝΔ που συμπεριφέρεται λες και έχουν ήδη διενεργηθεί και έχουν ήδη κερδηθεί οι επερχόμενες εθνικές εκλογές, προσβάλλοντας εντέλει τον ίδιο τον ελληνικό λαό».