Ο διορισμός της ανώτατης Δικαιοσύνης από την παρούσα κυβέρνηση θα ήταν πράξη αντισυνταγματική και παράνομη, απαντά ο τομεάρχης της ΝΔ στην πρόταση της κυβέρνησης να οριστεί συναινετικά η ηγεσία της δικαιοσύνης.
Η επιστολή έχει ως εξής:
Αξιότιμε κύριε Υπουργέ,
Σχετικά με το αίτημά σας να προχωρήσει η διαδικασία πλήρωσης θέσεων ανωτάτων δικαστικών λειτουργών, το οποίο κι ο ίδιος συνομολογείτε ότι εγείρει πολιτικό ζήτημα, είναι αυτονόητο ότι η Νέα Δημοκρατία δεν είναι δυνατόν να συναινέσει σε μια εξόφθαλμα αντιθεσμική διαδικασία.
Γνωρίζετε άλλωστε ότι την άποψη αυτή έχουν ήδη διατυπώσει δημοσίως διακεκριμένοι συνταγματολόγοι και καθηγητές Νομικής, χαρακτηρίζοντας «προκλητική περιφρόνηση του Συντάγματος ως προς το πνεύμα και το γράμμα του» τον διορισμό της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων από μια κυβέρνηση η οποία προκηρύσσοντας εθνικές εκλογές επί της ουσίας έχει ήδη παραιτηθεί.
Ο διορισμός της ανώτατης Δικαιοσύνης από την παρούσα κυβέρνηση θα ήταν πράξη αντισυνταγματική και παράνομη. Αντισυνταγματική γιατί μια κυβέρνηση που έχει προκηρύξει εκλογές είναι επί της ουσίας υπηρεσιακή και ως εκ τούτου μπορεί να προβαίνει μόνον σε πράξεις διαχείρισης τρεχουσών υποθέσεων ενόψει των εκλογών. Και παράνομη διότι ο νόμος 2190/94 ρητά απαγορεύει, κατά την προεκλογική περίοδο, οποιονδήποτε διορισμό σε θέση δημοσίου υπαλλήλου ή λειτουργού, πολλώ δε μάλλον στην ηγεσία των ανωτάτων δικαστηρίων. Με τα δεδομένα αυτά ακόμη και αν υπάρξει διακομματική συναίνεση για το ζήτημα αυτό, το Σύνταγμα και ο νόμος δεν επιτρέπουν να ληφθεί μια τέτοια απόφαση.
Ο Κώδικας Οργάνωσης των Δικαστηρίων προβλέπει με τρόπο σαφή την αναπλήρωση του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για το διάστημα το οποίο οι θέσεις παραμένουν κενές. Άλλωστε στις τελευταίες κρίσεις για θέσεις ανωτάτων δικαστικών (πρόεδροι του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας), η κυβέρνησή σας έκανε χρήση αυτής της διάταξης και τις άφησε να χηρεύουν για περισσότερο από πέντε (5) μήνες.
Τέλος, όπως προφανώς αντιλαμβάνεστε και εσείς, τυχόν παράνομη επιλογή των ανωτάτων δικαστικών όπως αυτή που προτείνετε, θα οδηγούσε σε βέβαια ακύρωση του σχετικού προεδρικού διατάγματος από το Συμβούλιο της Επικρατείας και, συνεπώς, η Νέα Δημοκρατία δεν θα μπορούσε να διακινδυνεύσει τη νομιμότητα των αποφάσεων που θα εκδοθούν στο μέλλον από τα ανώτατα δικαστήρια.
Με εκτίμηση,
Νίκος Παναγιωτόπουλος
Τομεάρχης Δικαιοσύνης ΝΔ