Δεκτή έκανε ο Αλέξης Τσίπρας την παραίτηση που υπέβαλε (εμμέσως) νωρίτερα η αναπληρώτρια υπουργός Εργασίας Ράνια Αντωνοπούλου.
«Ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έκανε δεκτή την παραίτηση της αναπληρώτριας Υπουργού Κοινωνικής Αλληλεγγύης κ. Ρ. Αντωνοπούλου και την ευχαριστεί για την τριετή σημαντική προσφορά της», τονίζεται στη λιτή ανακοίνωση της Γενικής Γραμματείας του Πρωθυπουργού.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι ο κ. Τσίπρας δεν θεώρησε «επαρκείς» τις εξηγήσεις της για την επιδότηση ενοικίου που ζήτησε (και έλαβε), ενώ φέρεται ενοχλημένος από το γεγονός ότι η ίδια τού «πέταξε το μπαλάκι» της παραμονής της ή όχι στην κυβέρνηση.
Ο αντίκτυπος που είχε η αποκάλυψη για τη συμπεριφορά της πρώην υπουργού και η (αναμενόμενη...) αξιοποίησή του από την αντιπολίτευση, έκαναν τον κ. Τσίπρα να μην παγώσει την αποπομπή της, ουσιαστικά, εν αναμονή των αποφάσεων για τον διορθωτικό ανασχηματισμό.
Οι εν λόγω αποφάσεις θα πρέπει να «περιμένουν» τουλάχιστον μέχρι την Τετάρτη, καθώς αύριο το βράδυ ολοκληρώνεται στην Τρίπολη το Περιφερειακό συνέδριο Πελοποννήσου (με ομιλία του κ.Τσίπρα) στο οποίο μετέχει το μισό υπουργικό συμβούλιο.
Κυβερνητικά στελέχη εισηγούνται την επανεξέταση των οικονομικών προνομίων βουλευτών και μελών της κυβέρνησης, στα οποία περιλαμβάνεται και η επιδότηση ενοικίου ύψους 1.000 ευρώ μηνιαίως για όσους δεν διαμένουν μόνιμα στην Αττική. Κατά τις εισηγήσεις, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η οικονομική τους κατάσταση καθώς, για παράδειγμα, υπάρχουν πολλοί βουλευτές με πλούσια πόθεν έσχες που απολαμβάνουν των εν λόγω προνομίων μέχρι κεραίας.
Η ανακοίνωση Αντωνοπούλου
Νωρίτερα, η πρώην αναπληρωτής υπουργός Εργασίας είχε εκδώσει την ακόλουθη ανακοίνωση:
Σύμφωνα με το Ν.4336/2015, που δίνει το δικαίωμα σε εξωκοινοβουλευτικά μέλη της κυβέρνησης να λαμβάνουν επιδότηση διαμονής, εφόσον δεν διαθέτουν ιδιόκτητη κατοικία στην Αθήνα, αιτήθηκα και έλαβα ένα σημαντικό ποσό ως επιδότηση ενοικίου. Αυτή την πρόνοια του νομοθέτη απολαμβάνουν από το 1994 όλοι οι βουλευτές που δεν έχουν έδρα την Αθήνα, χωρίς άλλες εισοδηματικές προϋποθέσεις.
Διευκρινίζω ότι ως βουλευτής Επικρατείας, κατά τη διάρκεια της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, δεν αιτήθηκα να λάβω την εν λόγω επιδότηση, παρότι τη δικαιούμουν.
Πολλούς μήνες μετά τη θεσμοθέτησή της, πληροφορήθηκα ότι ως εξωκοινοβουλευτικό μέλος της κυβέρνησης δικαιούμαι επιδότηση, και μάλιστα από συναδέλφους μου. Έτσι κατέθεσα αίτηση και έκτοτε έλαβα συνολικά 23.000 ευρώ για δύο χρόνια.
Από τον Αύγουστο 2017, οπότε έληξε η περίοδος για την οποία είχα αιτηθεί την επιδότηση, σταμάτησα να τη λαμβάνω, καθώς δεν κατέθεσα νέα αίτηση.
Δεδομένου ότι η αντίστοιχη διάταξη για τους εκτός έδρας βουλευτές βρισκόταν σε ισχύ ήδη από το 1994 και ακολουθείται ακόμα χωρίς ποτέ να αμφισβητηθεί, και δεδομένου ότι όλες οι ενέργειές μου ήταν σύμφωνες με τον νόμο, δεν διανοήθηκα ότι υπήρχε κάτι αμφιλεγόμενο ή μεμπτό στην επιλογή μου, καθώς η επιδότηση αποτελεί τμήμα της αμοιβής μου.
Δεν ήταν ποτέ στις προθέσεις μου να προκαλέσω το κοινό περί δικαίου αίσθημα, ούτε να προσβάλω τον ελληνικό λαό. Έχω πλήρη επίγνωση ότι η αμοιβή μου για τις υπηρεσίες που παρέχω προέρχεται από τους κόπους του. Ιδιαίτερα σε αυτή την περίοδο της κρίσης, που χιλιάδες κόσμος αγωνιά για την κατοικία του, το εισόδημά του, τα δάνειά του, αντιλαμβάνομαι ότι κάθε παροχή, ακόμα και νόμιμη, εξοργίζει.
Αντιλαμβάνομαι επίσης ότι η οικονομική μου κατάσταση, όπως αποτυπώνεται στις δηλώσεις του πόθεν έσχες, ενίσχυσε την αγανάκτηση του κόσμου.
Πριν τρία χρόνια, όταν ο Αλέξης Τσίπρας με πρότεινε ως βουλευτή Επικρατείας και στη συνέχεια υπουργό, αποδέχθηκα την τιμή χωρίς δεύτερη σκέψη για το τι θα άφηνα πίσω. Όπως τότε, έτσι και τώρα φυσικά, παραμένω στη διάθεση του Πρωθυπουργού. Επειδή δεν ήρθα στην Ελλάδα για να γίνω πλουσιότερη και επειδή μοναδικό μου μέλημα ήταν πάντα να υπηρετήσω την προσπάθεια να ξεπεράσει η χώρα μου την οικονομική κρίση, δηλώνω ότι κίνησα ήδη τις διαδικασίες επιστροφής των χρημάτων.
Ζητώ από τους συμπολίτες μου να με κρίνουν για το έργο μου, όπως αποτυπώνεται στην απομείωση της ανεργίας όχι μόνο σήμερα αλλά κυρίως τα δύο πρώτα, ιδιαίτερα δύσκολα χρόνια της διακυβέρνησής μας.
Με άλλα λόγια, ζητώ να κριθώ από όλους για τα αποτελέσματα της δουλειάς μου και όχι από ένα θέμα το οποίο για προφανείς λόγους η αξιωματική αντιπολίτευση επιλέγει αυτή τη χρονική στιγμή να αναγάγει σε υπ’ αριθμόν ένα ηθικό ζήτημα της χώρας».