Το αυριανό Eurogroup έπαψε και επισήμως να τίθεται από την κυβέρνηση ως ορόσημο για το τεχνικό κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης και το επόμενο ραντεβού, του Απριλίου, παραμένει στον αέρα.
Ως εκ τούτου, εν αναμονή της μεγάλης μάχης σε κόμμα και Βουλή για την ψήφιση της συμφωνίας, τα χαρακώματα υψώνονται σε άλλα πεδία, με την κυβέρνηση να επιχειρεί «γενική επίθεση» σε κομματικά και πολιτικά «κέντρα», φιλοδοξώντας να παρέμβει στα παιχνίδια συμμαχιών και... εξουσίας.
Ως προς το αυριανό Eurogroup, o κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος επισημοποίησε, πλέον, την εκτίμηση (που ήταν κοινός τόπος σε όλες τις πλευρές το τελευταίο διάστημα) ότι δεν θα σημάνει το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης.
«Επιδίωξη μας είναι να γεφυρωθούν όσες διαφορές απομένουν στα ζητήματα της τεχνικής συμφωνίας και του δημοσιονομικού για το 2019, ώστε στο EG της Δευτέρας να αναγνωριστεί η πρόοδος που έχει συντελεστεί» δήλωσε (στην Ημερησία), εγκαταλείποντας τον στόχο για Staff Level Agreement.
Στελέχη της κυβέρνησης κρατούν μικρό καλάθι και για το Eurogroup της 7ης Απριλίου, όχι μόνο διότι θεωρούν ανέφικτο το SLA λόγω ανυπέρβλητων διαφορών στα εργασιακά, αλλά και για έναν επιπλέον λόγο: εάν κλείσει η αξιολόγηση – λένε – τότε η μπάλα θα περάσει στο γήπεδο του χρέους, από το οποίο εξαρτάται η ένταξη του ΔΝΤ στο πρόγραμμα. Οπότε, μοιραία, «θα πέσουν οι μάσκες», αφού Ουάσιγκτον-Βερολίνο θα πρέπει να σταματήσουν το ροκάνισμα του χρόνου και να πάρουν τις τελικές αποφάσεις, «κάτι που δεν θέλει ο Β. Σόιμπλε λόγω εκλογών».
Από αυτή την άποψη, κομβικό σημείο θεωρείται η συνεδρίαση του ΔΣ του Ταμείου (23 Απριλίου), με τους αισιόδοξους της κυβέρνησης να τοποθετούν «κάπου εκεί» την επίτευξη συνολικής συμφωνίας.
Οι (λίγοι) απαισιόδοξοι βλέπουν παράταση του δράματος μέχρι τον Ιούνιο, όταν όλες οι πλευρές θα βρεθούν μπροστά στον τοίχο της λήξης των ομολόγων των 7,3 δισ. – με ό,τι αυτό θα συνεπάγεται για τη χώρα και την εύθραυστη ευρωπαϊκή συνοχή.
«Μη φέρετε συμφωνία, πάμε στις κάλπες»
Με την μείζονα εκκρεμότητα της συμφωνίας να παραμένει ανοικτή, εντείνονται οι «ψίθυροι» εντός ΣΥΡΙΖΑ για καταγγελία των δανειστών και προσφυγή στις κάλπες.
Οι... ψιθυριστές δεν προβάλλουν επισήμως αυτή την άποψη αλλά τη ζυμώνουν στο εσωτερικό του κόμματος, ώστε να δοθεί η μάχη στην Κεντρική Επιτροπή, όταν έρθει προς έγκριση η συμφωνία.
Εάν είναι κακή, λένε, οι ίδιοι θα την καταψηφίσουν στο ηγετικό όργανο αλλά, εάν εγκριθεί κατά πλειοψηφία, θα την υπερψηφίσουν (όσοι είναι βουλευτές) στη Βουλή, διότι «δεν λειτουργούμε ως αντάρτες».
Κατά βάση, τάσσονται υπέρ της ανάγκης να μην δεχτεί καν η κυβέρνηση και, προσωπικά, ο Αλέξης Τσίπρας, να φέρουν τέτοια συμφωνία στη Βουλή: αντιθέτως, λένε, η απάντηση στους δανειστές θα πρέπει να είναι νομοθέτηση συμβολικών κοινωνικών και οικονομικών μέτρων (επαναφορά συλλογικών διαπραγματεύσεων, πολλές δόσεις για χρέη στο δημόσιο και στα ταμεία κ.λπ.) και προκήρυξη πρόωρων εκλογών «για να αποφασίσουν οι πολίτες τη συνέχεια».
Τέτοιες απόψεις παραμένουν μειοψηφικές και οι εκφραστές τους δεν εκδηλώνονται καθώς ακόμα... δεν υπάρχει συμφωνία για να την «χτυπήσουν».
Η πλειοψηφούσα άποψη (κυρίως στο εσωτερικό της κοινοβουλευτικής ομάδας) πιστεύει ότι μία «έστω και όχι καλή» συμφωνία δεν θα είναι το τέλος του δρόμου και, άρα, η κυβέρνηση θα πρέπει να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια αντιστροφής του οικονομικού και πολιτικού κλίματος «στα δυόμιση χρόνια που έχει μπροστά της μέχρι την ολοκλήρωση τη θητείας της».
Εξοπλιστικά και Υγεία στο στόχαστρο
Ενισχυτική αυτής της άποψης είναι η μάχη που ξεκινά σε κοινοβουλευτικό (κατ΄ αρχήν) επίπεδο για τη διαφθορά: δίπλα στην Προανακριτική επιτροπή για τα εξοπλιστικά της περιόδου 2000-2004 (με τον πρωταγωνιστή τον Γιάννο Παπαντωνίου), θα λειτουργεί η Εξεταστική επιτροπή για τα σκάνδαλα ή τις γκρίζες υποθέσεις στην Υγεία (ΚΕΕΛΠΝΟ, Novartis, Ερρίκος Ντυνάν, υπερτιμολογήσεις, προμήθειες, εισαγγελικές παραγγελίες) την οποία εξήγγειλε την Παρασκευή ο πρωθυπουργός.
Η εν λόγω διερεύνηση θα βάλει στο στο κάδρο τους διατελέσαντες υπουργούς Υγείας των τελευταίων «μνημονιακών» χρόνων Ανδρέα Λοβέρδο, Άδωνι Γεωργιάδη και Μάκη Βορίδη, με τον δεύτερο να προαναγγέλλει δικές του αποκαλύψεις για την πολιτική της σημερινής κυβέρνησης στον χώρο του φαρμάκου.
«Ο Γιάννος είναι ΠΑΣΟΚ;»
Πέραν του... προφανούς στόχου αυτών των δύο διαδικασιών, υπάρχει κι ένας ακόμη: η προσπάθεια του κυβερνητικού επιτελείου να παρέμβει σε υπό διαμόρφωση πολιτικές συμμαχίες των «απέναντι» και, επιπλέον, να υποχρεώσει το ΠΑΣΟΚ «να πάρει θέση».
Είναι ενδεικτική η αναφορά του κ. Τσίπρα στην σπουδή του Γιάννου Παπαντωνίου (όταν πληροφορήθηκε ότι θα «ανακριθεί» από Προανακριτική επιτροπή της Βουλής για τα εξοπλιστικά) να δηλώσει ότι, μέσω αυτής της κίνησης, βάλλεται «η Δημοκρατική Συμπαράταξη και το ΠΑΣΟΚ».
«Αλήθεια;», αναρωτήθηκε (εις διπλούν...) ο κ.Τσίπρας από το βήμα της Βουλής, πετώντας το γάντι στην Χ.Τρικούπη. Σημειώνοντας, επιπλέον, ότι ο υιός του κ. Παπαντωνίου μετέχει στην ομάδα συμβούλων του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Γιατί η επίθεση στον Κ. Σημίτη;
Το μεγαλύτερο... χτύπημα πάντως το επιφύλαξε για τον Κώστα Σημίτη, χωρίς να τον κατονομάσει: «εάν εγώ ήμουν πρωθυπουργός που έβλεπε τον έναν μετά τον άλλον τους υπουργούς του να κατηγορούνται για σκάνδαλα δεν θα το έπαιζα σοφός και δεν θα πήγαινα στους Δελφούς να δίνω συμβουλές», είπε, αναφερόμενος στην παρέμβαση του πρώην πρωθυπουργού στο πρόσφατο Φόρουμ στους Δελφούς.
Κατά τις πληροφορίες, το «χτύπημα» στον κ. Σημίτη και στο πάλαι ποτέ εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ οφείλεται στις εκτιμήσεις κυβερνητικών στελεχών ότι, τα στελέχη αυτού του χώρου, θα συμπράξουν εκλογικά με τη ΝΔ στις εκλογές – όποτε κι αν γίνουν.
Γι αυτό και, όπως λένε, οι δύο χώροι θα αντιμετωπίζονται πλέον ως υπό διαμόρφωση ενιαίο πολιτικό μόρφωμα.