Κατηγορούμενοι που κατείχαν θέσεις-κλειδιά και φέρονται να κινούσαν τα νήματα διέφυγαν στο εξωτερικό «μέσα από τα χέρια» των αρχών. Μια «τιτάνια» δικογραφία, η δικαστική διερεύνηση της οποίας διήρκεσε σχεδόν δέκα χρόνια και εν συνεχεία, όταν η υπόθεση έφτασε τελικώς στο εδώλιο, ακολούθησαν συνεχείς αναβολές και καθυστερήσεις λόγω τεχνικών κυρίως ζητημάτων, που κυμαίνονται από την ανυπαρξία αρκούντως ευρύχωρης δικαστικής αίθουσας μέχρι την περυσινή αποχή διαρκείας των δικηγόρων.
Πρόκειται για μερικά μόνο από τα εμπόδια που σημειώθηκαν στη δεκαετή διερεύνηση της υπόθεσης της Siemens.
Μια υπόθεση που αποτέλεσε σημαία της «κάθαρσης» για το σύνολο των πολιτικών κομμάτων στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως εάν βρίσκονταν σε θέση κυβέρνησης ή αντιπολίτευσης. Μια υπόθεση που μέχρι και σήμερα, παρά το γεγονός ότι η εκδίκασή της έχει ξεκινήσει εκ νέου, «σέρνεται» καθώς επί του παρόντος το δικαστήριο συνεδριάζει μία φορά την εβδομάδα.
Το όλον μοιάζει παράλογο, δεδομένης της ζέσης που έχει διατυπωθεί ένθεν και ένθεν για τη διαλεύκανση της υπόθεσης της Siemens. Τόσο παράλογο που ευλόγως τίθεται το ερώτημα μήπως υπάρχουν σκοπιμότητες πίσω από τις καθυστερήσεις. Μήπως κάποιοι δεν θέλουν στην πραγματικότητα τη διαλεύκανσή της. Μήπως κάποιους συμφέρει τα περίφημα «μαύρα ταμεία» του γερμανικού κολοσσού να παραμείνουν στο σκοτάδι.
Μετά από πολυετή δικαστική έρευνα και διάφορα κωμικοτραγικά που σημειώθηκαν, όπως η διαφυγή των Χριστοφοράκου και Καραβέλα στο εξωτερικό, η εκδίκαση της υπόθεσης προσδιορίστηκε για τον Νοέμβριο του 2015.
Λόγω του όγκου των κατηγορουμένων και των συνηγόρων πολιτικής αγωγής και υπεράσπισης ωστόσο, διεκόπη προς αναζήτηση δικαστικής αίθουσας με ανάλογη χωρητικότητα. Εν συνεχεία προέκυψε η αποχή των δικηγόρων και τελικώς η δίκη ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2016. Ξεκίνησε τύποις, γιατί αναβλήθηκε κατευθείαν με δεδομένο ότι δεν είχε μεταφραστεί στα γερμανικά και τα γαλλικά το παραπεμπτικό βούλευμα, με αποτέλεσμα οι αλλοδαποί κατηγορούμενοι να μην μπορούν να έχουν, ως δικαιούνται, αναλυτική γνώση της κατηγορίας.
Επίσης, στην αίθουσα δεν υπήρχε Γάλλος διερμηνέας. Οι συνήγοροι υπεράσπισης προέβαλαν ενστάσεις ακυρότητας οι οποίες έγιναν δεκτές, όπως αναμενόταν. Και διερωτάται κανείς: Είναι δυνατόν για μια υπόθεση αυτού του βεληνεκούς να μην υπάρχει πρόβλεψη για μετάφραση της κατηγορίας, για διερμηνείς αλλά και για δικαστική αίθουσα ικανή να στεγάσει την εκδίκασή της;
Και φτάνουμε στο σήμερα. Το βούλευμα μεταφράστηκε, η δίκη ξεκίνησε και πάλι στις 24 Φεβρουαρίου, ωστόσο το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων συνεδριάζει περίπου μία φορά την εβδομάδα (σ.σ. έχουν οριστεί πέντε συνεδριάσεις για τον Μάρτιο) καθώς η μόνη αίθουσα ικανή να χωρέσει τους διάδικους είναι η αίθουσα τελετών του Εφετείου, στην οποία επίσης εκδικάζονται οι υποθέσεις της Χρυσής Αυγής και των εξοπλιστικών συστημάτων, με κατηγορούμενο τον Ακη Τσοχατζόπουλο. Ως εκ τούτου το δικαστήριο δεν δύναται να συνεδριάζει καθημερινά.
Εν τω μεταξύ ο χρόνος κυλάει και τα αδικήματα που τελέστηκαν το 1997-1998 πλησιάζουν την παραγραφή.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το περασμένο καλοκαίρι ο εισαγγελέας της έδρας είχε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου, επισημαίνοντας ότι ήδη για κάποιους εκ των κατηγορουμένων έχει παύσει η δίωξη για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα.
«Κάθε λεπτό που περνάει, το αδίκημα παραγράφεται, ενώ η πράξη της δωροδοκίας έχει χρόνο τέλεσης το 1997-1998 και ουσιαστικά δεν έχει ξεκινήσει ούτε η εκδίκαση της υπόθεσης σε πρώτο βαθμό. Πρόκειται για εξαιρετικά επείγουσα περίπτωση», σημείωνε τότε ο εισαγγελέας Χαράλαμπος Τζώνης.
Ωστόσο μέχρι σήμερα, κάποιοι δεν συμμερίζονται αυτή την άποψη και ο προγραμματισμός εξαντλείται στις παραπάνω μακρόσυρτες διαδικασίες...