H JP Morgan εκτιμά ότι οι ανακοινώσεις της Τράπεζας Πειραιώς στα αποτελέσματα του τρίτου τριμήνου για την επιτάχυνση στην απόσβεση των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs) φέρνει τις ελληνικές τράπεζες στο προσκήνιο. Η Τράπεζα Πειραιώς ανακοίνωσε την αύξηση στους δείκτες διανομής των καθαρών κερδών της σε 35% και 50% φέτος και το 2025, αντίστοιχα.
Οι επαναγορές μετοχών θα αποτελέσουν πιθανότατα κεντρικό μέρος της διανομής κεφαλαίου το επόμενο έτος. Οι υψηλότερες πληρωμές θα οδηγήσουν σε συνολικές αποδόσεις που θα μπορούσαν να ξεπεράσουν το 10% το 2025, αντιστοιχώντας στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ κάθε πληρωμή 10% που παρέχεται με τη μορφή επαναγοράς μετοχών θα προσθέσει 2,1% στα κέρδη ανά μετοχή (EPS) κατά μέσο όρο.
«Οι ελληνικές τράπεζες θα ανακοινώσουν παρόμοια σχέδια με υψηλότερες πληρωμές στα αποτελέσματα του τρίτου τριμήνου. Η ανακοίνωση της Τράπεζας Πειραιώς αποτελεί αλλαγή σχεδιασμού από την προηγούμενη σταδιακή προσέγγιση, κατά την άποψή μας. Παρά την ισχυρή κεφαλαιακή συγκρότηση τα τελευταία χρόνια, οι ελληνικές τράπεζες ήταν σχετικά προσεκτικές στην επικοινωνία των δυνατοτήτων τους για πληρωμές. Οι διοικήσεις ανέφεραν μια «σταδιακή ευθυγράμμιση» των πληρωμών με τα ευρωπαϊκά επίπεδα τα επόμενα χρόνια. Η προηγούμενη στρατηγική περιόριζε τον κλάδο, λαμβάνοντας υπόψη τα ισχυρά επίπεδα εποπτικών κεφαλαίων που διαθέτουν οι ελληνικές τράπεζας και τα υψηλά ευρωπαϊκά κριτήρια αναφοράς όσον αφορά την επιστροφή κεφαλαίου», επισημαίνει ο οίκος.
Οι αποτιμήσεις και η αύξηση στα κέρδη ανά μετοχή
«Είμαστε εποικοδομητικοί για τις ελληνικές τράπεζες στις τρέχουσες αποτιμήσεις σε όρους P/E στις 5,4 φορές για το 2025 και σε όρους P/TBV στις 0,6 φορές για 12,1% δείκτη αποδοτικότητας ενσώματων ιδίων κεφαλαίων RοTE και την υψηλή δυναμική διανομής κερδών. Πιστεύουμε ότι οι επαναγορές μετοχών θα αποτελέσουν κεντρικό μέρος της διανομής κεφαλαίου το επόμενο έτος. Στις τρέχουσες αποτιμήσεις, οι επαναγορές αποτελούν σαφές πλεονέκτημα. Κάθε πληρωμή 10% με τη μορφή επαναγοράς μετοχών θα πρόσθετε 2,1% στα EPS του 2025, κατά μέσο όρο. Αν το ήμισυ της πληρωμής στους μετόχους από τα κέρδη του 2024 πραγματοποιηθεί μέσω επαναγορών, αυτό υποδηλώνει αύξηση των EPS κατά 4,1%-4,6% το επόμενο έτος. Αναμένουμε ότι και άλλες τράπεζες θα ανακοινώσουν παρόμοια σχέδια με υψηλότερες πληρωμές τις επόμενες ημέρες, και σε 10% απόδοση περίπου για το 2025», εκτιμά η JPM.
«Οι ελληνικές τράπεζες δεν θα είναι η πρώτη φορά που θα εφαρμόσουν τη στρατηγική επαναγοράς μετοχών. Η Eurobank αγόρασε το υπόλοιπο του 1,4% των μετοχών από το ΤΧΣ το 2023 και η Alpha Bank εκτέλεσε το μισό της πληρωμής των μετόχων μέσω επαναγοράς μετοχών. Η Εθνική Τράπεζα έχει επισημάνει εδώ και καιρό τις φιλοδοξίες της για επαναγορά, ενώ η διοίκηση της Τράπεζας Πειραιώς την περασμένη εβδομάδα ανέφερε επίσης ότι θα υπάρξει ένα σημαντικό στοιχείο επαναγοράς στο σχέδιο διανομής του 2024.
Βλέπουμε ότι η πληρωμή σε επίπεδο κλάδου ταιριάζει σε γενικές γραμμές με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Θεωρούμε ότι αυτό αποτελεί θετικό δείκτη για τα πιθανά μεσοπρόθεσμα επίπεδα πληρωμών για τις ελληνικές τράπεζες με πλεονάζοντα κεφάλαια, ιδίως δεδομένων των ισχυρότερων σημείων εκκίνησης CET1 στην Alpha, τη Eurobank και την ΕΤΕ», εξηγεί η τράπεζα.
Πώς λειτουργεί η επιταχυνόμενη απόσβεση των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων
Το ποσό των DTCs που μπορούν να χρησιμοποιούν οι τράπεζες κάθε χρόνο για να συμψηφίζουν τις φορολογικές τους πληρωμές είναι προκαθορισμένο σύμφωνα με ένα πρόγραμμα σταδιακής απόσβεσης που διαρκεί έως το 2041. Κάθε χρόνο, το ποσό αυτό των DTCs εξέρχεται από τον ισολογισμό μέσω της γραμμής των φορολογικών εξόδων, αντισταθμίζοντας αυτό που διαφορετικά θα ήταν μια πληρωμή φόρου σε μετρητά.
Τα νέα σχέδια των τραπεζών δεν το αλλάζουν αυτό, οπότε δεν υπάρχει καμία επίπτωση στα αποτελέσματα χρήσης, στον ισολογισμό ή στην κατάσταση ταμειακών ροών. Αντί αυτού, οι τράπεζες σχεδιάζουν να αφαιρέσουν εθελοντικά ένα πρόσθετο ποσό DTCs από τα εποπτικά τους κεφάλαια, επιτρέποντας την πλήρη αποαναγνώριση των DTCs από το CET1 έως το 2034 (στην περίπτωση της Πειραιώς), πολύ νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα του ισολογισμού έως το 2041.
Από το 2034 και μετά, η δημιουργία κεφαλαίου επιταχύνεται (υπερβαίνοντας τη δημιουργία ιδίων κεφαλαίων), καθώς οι ταμειακές φορολογικές επιβαρύνσεις παραμένουν χαμηλές έως ότου αποσβεστούν όλα τα DTCs από τον ισολογισμό, χωρίς περαιτέρω αντίστοιχες αφαιρέσεις από τα εποπτικά κεφάλαια. Βραχυπρόθεσμα, αυτή η συντηρητική προσέγγιση δεν αποφέρει οικονομικό όφελος στις τράπεζες, αλλά επιδεικνύει άνεση και βελτιώνει την αντιληπτή «ποιότητα» του κεφαλαίου, ενώ δεν βλέπουμε κανένα μειονέκτημα εάν διευκολύνει υψηλότερες πληρωμές.