Επενδυτές και αναλυτές προσπαθούν να διαβάσουν την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί μετά την άνοδο της ακροδεξιάς στις ευρωεκλογές και τις παρενέργειες που αναμένεται να προκύψουν κυρίως σε Γαλλία και Γερμανία.
Η απάντηση στον προβληματισμό αυτό δεν θα έρθει άμεσα, καθώς κομβικά σημεία θα αποτελέσουν η εκλογή της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και το αποτέλεσμα στις έκτακτες βουλευτικές εκλογές που προκηρύχθηκαν στη Γαλλία.
Το σχετικά ευχάριστο, πάντως, είναι πως οι χρηματιστηριακές αγορές αντέδρασαν αρκετά ψύχραιμα στο όλο θέμα, ίσως γιατί απέναντι σε μια ευρωπαϊκή αβεβαιότητα αντιπαρατίθενται τα αυξανόμενα φέτος εταιρικά κέρδη και μια πλαγιοκαθοδική πορεία των επιτοκίων.
Τα ατού του Χρηματιστηρίου Αθηνών
Το θετικό για την περίπτωση του Χ.Α. είναι ότι συγκρινόμενο με τις άλλες ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές είναι σε θέση να προβάλλει μια οικονομία που τρέχει με υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και ένα πολιτικό ρίσκο που κατατάσσεται στα χαμηλότερα. Γιατί μπορεί τα ποσοστά του πρώτου κόμματος να υποχώρησαν σημαντικά, αλλά το συνολικό σετ των αποτελεσμάτων δεν είναι σε θέση να απειλήσει την πολιτική νομιμοποίηση της κυβέρνησης, τρία ολόκληρα χρόνια πριν τις επόμενες προγραμματισμένες εκλογές.
Οι ειδήσεις
Οι επενδυτές καλούνται να αποκρυπτογραφήσουν σημαντικές εξελίξεις, όπως η άνοδος της ακροδεξιάς στις ευρωεκλογές και οι πιθανές επιπτώσεις της ιδίως σε Γερμανία και Γαλλία, η μείωση των επιτοκίων κατά 0,25% από την ΕΚΤ (το επόμενο ψαλίδισμα αναμένεται τον προσεχή Σεπτέμβριο), η έγκριση διανομής ικανοποιητικών μερισμάτων από τις ελληνικές τράπεζες και το +2,1% που κατέγραψε το ελληνικό ΑΕΠ στο πρώτο φετινό τρίμηνο.
Σύμφωνα με γνωστό χρηματιστηριακό παράγοντα, «υπάρχουν αναμφίβολα καλές και κακές ειδήσεις σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις σε Ελλάδα και Ευρώπη. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δύο είναι τα θετικά της υπόθεσης:
1. Οι καλές ειδήσεις έχουν άμεση και σίγουρη επίδραση, ενώ οι κακές αφορούν το απώτερο μέλλον και εμπεριέχουν ένα βαθμό αβεβαιότητας για το κατά πόσο αυτές θα οδηγήσουν σε αρνητικά αποτελέσματα.
2. Τα πράγματα για την Ελλάδα φαίνεται πως για μια ακόμη φορά είναι καλύτερα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη».
Τι εννοεί ο χρηματιστηριακός παράγοντας; Αναφέρεται για παράδειγμα στη Citigroup, που επισημαίνει ότι τα αυξανόμενα οικονομικά αποτελέσματα των ευρωπαϊκών εταιρειών θα ανεβάσουν τις μετοχές σε νέα ρεκόρ μέχρι τα μέσα του 2025. Αν κάποιος μεταφέρει το ίδιο σκεπτικό στην Ελλάδα, όλα δείχνουν ότι τα κέρδη των εισηγμένων εταιρειών θα είναι φέτος υψηλότερα των περυσινών, ότι ότι οι τράπεζες θα διανείμουν μερίσματα στους μετόχους τους για πρώτη φορά μετά από 15 χρόνια, ο ρυθμός των deals συνεχίζει να είναι υψηλός με πολλούς επενδυτές να «βάζουν το χέρι στην τσέπη» στα τρέχοντα επίπεδα αποτιμήσεων και ότι το σύνολο των χρηματικών διανομών των εισηγμένων εταιρειών θα φτάσει ή και θα ξεπεράσει τα 4 δισ. ευρώ.
Άλλωστε, κατά το πρώτο φετινό τρίμηνο η οικονομία έτρεξε με +2,1%, μια σαφώς ικανοποιητική επίδοση αν συγκριθεί με τους αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης των άλλων χωρών της Ευρωζώνης.
Αυξημένη αβεβαιότητα
Από την άλλη πλευρά, δεν είναι γνωστό το πόσο μεγάλη θα είναι η ζημιά που θα προκληθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση από την άνοδο της ακροδεξιάς. Κι αυτό γιατί δείχνει πολύ πιθανή η επανεκλογή της Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν, η οποία προέρχεται από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα.
Με άλλα λόγια, μια επανεκλογή της Φον Ντερ Λάιεν, έστω και με κάπως διαφορετικούς συσχετισμούς, δεν θα αποτελέσει καταστροφικό γεγονός για την Ευρώπη. Σύμφωνα μάλιστα με τον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, το πολιτικό κέντρο κράτησε στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και δημιουργήθηκε momentum για αλλαγή, απορρίπτοντας τις ανησυχίες για άνοδο του λαϊκισμού. Το κεντροδεξιό Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα εξασφάλισε μια «blocking minority» και ο συνασπισμός με άλλες κεντρώες ομάδες παραμένει άθικτος, δήλωσε σε συνέντευξή του στο Bloomberg.
Παράλληλα, δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι η ίδια η ακροδεξιά θα συνεχίσει να τηρεί την ίδια πολιτική στάση όσο βρίσκεται πιο κοντά σε θέσεις εξουσίας. Να θυμηθούμε άλλωστε ότι και στην περίπτωση της Ιταλίας, η διεθνής επενδυτική κοινότητα είχε τρομάξει -άδικα όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια- όταν είχε αρχικά εκλεγεί η Τζόρτζια Μελόνι. Μήπως συμβεί μελλοντικά το ίδιο και με τη Λεπέν;
Σίγουρα, πάντως, μετά τις ευρωεκλογές αναδύεται ένας ακόμη παράγοντας αυξημένης αβεβαιότητας, τόσο σε επίπεδο της ταχύτητας και των αποφάσεων που θα λαμβάνονται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όσο και ως προς το πόσο πραγματικά ισχυρές θα είναι οι κυβερνήσεις σε κομβικές χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία.
Αντίθετα, στην Ελλάδα, μπορεί μεν να υπήρξε υποχώρηση των ποσοστών της Νέας Δημοκρατίας, πλην όμως η κάλπη δεν οδήγησε σε αποτέλεσμα που να αμφισβητείται η πολιτική νομιμοποίηση της σημερινής κυβέρνησης, η οποία άλλωστε έχει ακόμη τρία χρόνια θητείας μπροστά της. Άρα λοιπόν, σε αυτή την περίοδο το Χρηματιστήριο της Αθήνας έχει να αντιπαρατάξει έναντι των άλλων ευρωπαϊκών μια οικονομία που τρέχει με ταχύτερους ρυθμούς και ένα πολύ χαμηλότερο πολιτικό ρίσκο.
Ασκήσεις ψυχραιμίας
Οι αισιόδοξοι παράγοντες του επενδυτικού κλάδου εκτιμούν ότι οι όποιες αναταράξεις προκληθούν στην ευρωπαϊκή αγορά θα έχουν μάλλον προσωρινό χαρακτήρα, καθώς με όλες τις δυσκολίες της, η Ευρωπαϊκή Ένωση καταφέρνει στο τέλος της ημέρας με κάποιο τρόπο να ισορροπεί, έστω και στο… ένα πόδι.
Χαρακτηριστική είναι η άποψη γνωστού χρηματιστή: «Η Ευρωζώνη και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν ανταπεξέλθει μέχρι τώρα σε πολλές συγκυρίες, αρχίζοντας από τα προβλήματα χρέους του Νότου κατά την προηγούμενη δεκαετία και συνεχίζοντας με την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, με την πανδημία, με την ενεργειακή κρίση μετά την εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία και με τόσα άλλα.
Πολλοί θα υποστηρίξουν ότι αυτή την περίοδο μέσα από συνεχείς αναβολές αποφάσεων, η βιομηχανική παραγωγή πλήττεται (σε αντίθεση με αυτή των ΗΠΑ), η οικονομία της Γηραιάς Ηπείρου λιμνάζει και η αντιμετώπιση φλεγόντων ζητημάτων συνεχώς μεταφέρεται στο μέλλον. Αυτή η κατάσταση μάλιστα ενδέχεται να επιδεινωθεί μέσα στο 2024, στο βαθμό που ο Ντόναλντ Τραμπ κερδίσει τις εκλογές στις ΗΠΑ τον προσεχή Νοέμβριο.
Από την άλλη πλευρά, όμως, όλα αυτά είναι γνωστά εδώ και καιρό και σε σημαντικό βαθμό λογικό είναι πως θα έχουν προεξοφληθεί από τις αγορές. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι οι ευρωπαϊκές μετοχές διαπραγματεύονται με σχετικά ελκυστικούς δείκτες σε σύγκριση με αυτούς των ΗΠΑ.
Δεν θα πρέπει επίσης να ξεχνάμε και την επίδραση του πληθωρισμού. Για παράδειγμα, ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη κατά την τελευταία τριετία υπερβαίνει αθροιστικά το 15%. Με άλλα λόγια, ένα +15% στις αποτιμήσεις των εταιρειών στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια θα μπορούσε να αποδοθεί μόνο και μόνο στις πληθωριστικές επιπτώσεις. Επιπλέον, τόσο στην Ευρώπη, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, πολλές μεγάλες επιχειρήσεις εκμεταλλεύθηκαν την κατάσταση (greed inflation) ανεβάζοντας τις τιμές τους περισσότερο από το κόστος τους και διευρύνοντας έτσι περαιτέρω τις κερδοφορίες τους και όλα αυτά σε ένα περιβάλλον επιτοκίων που δείχνει να είναι πλαγιοκαθοδικό. Όλα αυτά θα πρέπει να συνεκτιμηθούν στη διαμόρφωση των τιμών των μετοχών».
Οι εισηγμένες στο Χ.Α.
Με την τρέχουσα κεφαλαιοποίηση των εισηγμένων εταιρειών να κυμαίνεται ελαφρά πάνω από τα 100 δισ. ευρώ, προκύπτει μέσος δείκτης P/E χαμηλότερος του 10 (τόσο με βάση τα περσινά και περισσότερο με βάση τα φετινά προβλεπόμενα κέρδη) και μερισματική απόδοση γύρω ή και πάνω από το 4% (μόνο μέχρι τώρα έχουν δοθεί ή έχουν ανακοινωθεί 3,7 δισ. ευρώ, όταν αναμένεται να ανακοινωθεί η πολιτική χρηματικών διανομών και από άλλες εισηγμένες εταιρείες, καθώς και τα προμερίσματα για τη χρήση του 2024).
Η διαμόρφωση τόσο ελκυστικών δεικτών δείχνει πως οι τρέχουσες τιμές των μετοχών φαίνεται να έχουν προεξοφλήσει σε σημαντικό βαθμό τους υπάρχοντες κινδύνους, των γεωπολιτικών και των οικονομικών συμπεριλαμβανομένων.
Από την άλλη πλευρά, οι αναλυτές προτείνουν στους επενδυτές τον σχηματισμό μικτού χαρτοφυλακίου, μεσομακροπρόθεσμου ορίζοντα, αποτελούμενο από επίλεκτες μετοχικές τοποθετήσεις, τίτλους σταθερού εισοδήματος και μετρητά.