Το λεγόμενο «έξυπνο χρήμα» τρέχει αυτή την περίοδο να επενδύσει στην Ελλάδα και να τοποθετηθεί σε εγχώρια χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, ξεκινώντας από τα ομόλογα του κράτους και των τραπεζών και συνεχίζοντας με τα placements και τις αυξήσεις κεφαλαίου στο Χρηματιστήριο της Αθήνας.
Μόνο μέσω του Χ.Α., έχουν αντληθεί από το περσινό καλοκαίρι έως σήμερα γύρω στα 4 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα περισσότερα προέρχονται από ξένους θεσμικούς επενδυτές. Παράλληλα, τα μεγάλα «σπίτια» του εξωτερικού ανεβάζουν σε τακτική βάση τις τιμές-στόχους για τις ελληνικές μετοχές. Τελικά, το έξυπνο χρήμα μπορεί να κάνει τόσο μεγάλο λάθος;
Απέναντι σ’ αυτή τη διάθεση για… πάρτι, έμπειροι παράγοντες της αγοράς, χωρίς να κρύβουν την εμπιστοσύνη τους για τις ανοδικές μακροπρόθεσμες προοπτικές του Χ.Α., συνιστούν ψυχραιμία, συγκράτηση των προσδοκιών, επιμήκυνση χρονικού επενδυτικού ορίζοντα και προσεκτική επιλογή μετοχικών τίτλων.
«Μία από τις συμβουλές που ακούγονται εδώ και δεκαετίες στον χρηματιστηριακό χώρο είναι πως πρέπει να ακολουθείς τις κινήσεις του λεγόμενου “έξυπνου χρήματος”, γιατί αυτοί που το έχουν, ξέρουν κάτι περισσότερο από σένα. Αν συμφωνούμε με το περιεχόμενο αυτής της συμβουλής, τότε θα πρέπει να βγούμε αγοραστές στο Χρηματιστήριο της Αθήνας. Κατά τη γνώμη μου ωστόσο, θα πρέπει να είμαστε αρκετά συγκρατημένοι, όχι επειδή οι αποτιμήσεις των εισηγμένων εταιρειών είναι ακριβές, αλλά εξαιτίας του ότι οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι είναι υπαρκτοί και το πολιτικό - οικονομικό πεδίο στο εξωτερικό ιδιαίτερα ανησυχητικό».
Αυτό δηλώνει γνωστός χρηματιστηριακός αναλυτής και δύσκολα μπορεί κάποιος να διαφωνήσει μαζί του, ιδιαίτερα αν παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις. Ξεκινώντας από τις κινήσεις του «έξυπνου χρήματος», παρατηρούμε ένα -συνεχιζόμενο εδώ και αρκετούς μήνες- πρωτόγνωρο ενδιαφέρον των ξένων χαρτοφυλακίων να τοποθετηθούν σε εγχώρια χρηματοοικονομικά στοιχεία.
Για παράδειγμα, βλέπουμε πόσο μεγάλες υπερκαλύψεις εμφανίζουν οι εκδόσεις κρατικών ομολόγων, με τη χώρα να δανείζεται με επιτόκιο χαμηλότερο σε σύγκριση με την περίοδο όπου το Euribor ήταν αρνητικό!
Οι συστημικές τράπεζες εκδίδουν πλέον ομόλογα σχεδόν με το μισό κουπόνι απ’ ό,τι δανείζονταν πριν από δύο ή τρία χρόνια. Και σε ό,τι αφορά το Χρηματιστήριο της Αθήνας, μετά τα ιδιαίτερα επιτυχή placements σε Εθνική Τράπεζα, ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ και Hellenic Energy, μετά την… παροιμιώδη υπερκάλυψη της δημόσιας εγγραφής του Αεροδρομίου της Αθήνας, έχουμε τους διεθνείς συμβούλους να διαβλέπουν έντονο ενδιαφέρον στο εξωτερικό για την αποεπένδυση του ΤΧΣ από την Τράπεζα Πειραιώς, αλλά και καθημερινά βλέπουμε τον ημερήσιο όγκο των χρηματιστηριακών συναλλαγών να κινείται σε υψηλά επίπεδα, ωθούμενος κατά κύριο λόγο από το εξωτερικό.
Ενα καλό… ντόμινο
Και πέραν όλων αυτών, ελληνικοί και ξένοι οίκοι ανεβάζουν συνεχώς τις τιμές-στόχους για πολλές ελληνικές μετοχές υψηλής κεφαλαιοποίησης -συνοδεύοντας τις σχετικές εκθέσεις τους με «συστάσεις αγοράς»- ενώ ακόμη και συντηρητικοί παράγοντες της αγοράς θεωρούν εξαιρετικό το ενδιαφέρον των αμερικανικών θεσμικών χαρτοφυλακίων κατά το πρόσφατο road show του Χ.Α. στη Νέα Υόρκη. «Μπορούν όλοι αυτοί να κάνουν λάθος;», αναρωτιέται η πλειονότητα των επενδυτών.
Ειδικότερα, μέσω του Χ.Α., από το περσινό καλοκαίρι έως και σήμερα έχουν αντληθεί κεφάλαια ύψους 3,8 δισ. ευρώ, αν συνεκτιμήσει κάποιος τις εισαγωγές νέων εταιρειών (Αεροδρόμιο Αθήνας, Trade Estates, Orilina, Optima bank), τα placements (Εθνική, Alpha Bank, Hellenic Energy, ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ), τα εταιρικά ομόλογα (Mytilineos, Ideal, Autohellas και προσεχώς Intralot), την αύξηση κεφαλαίου της Intralot, κ.λπ. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των 3,8 δισ. ευρώ (κυρίως ενίσχυσε τα κρατικά ταμεία) προήλθε από τα ξένα θεσμικά χαρτοφυλάκια, δηλαδή από το λεγόμενο «έξυπνο χρήμα».
Μάλλον θετική, αλλά αρκετά πιο συγκρατημένη, είναι η εκτίμηση του διευθύνοντος συμβούλου της 3Κ Investment Partners Γιώργου Κουφόπουλου, ο οποίος μιλώντας στο Euro2day.gr σημείωσε μεταξύ άλλων ότι: α) Παρά τις καλές προοπτικές, θα πρέπει πάντα να είμαστε προετοιμασμένοι για το απροσδόκητο, β) Πρέπει αφενός ο επενδυτικός μας ορίζοντας να είναι μακροπρόθεσμος -αρκετά μεγαλύτερος του ενός έτους- αφετέρου να επηρεαζόμαστε όχι από το τι προβλέπουμε ότι θα κάνει η αγορά προσεχώς, αλλά κυρίως από το πώς θα εξελιχθεί η κερδοφορία των εταιρειών στις οποίες επενδύουμε ή θα επενδύσουμε.
Η γενική εκτίμηση
Γενικότερα, είναι πολλοί εκείνοι που εκφράζουν μεν ένα κλίμα γενικότερης αισιοδοξίας για το Χ.Α. πιστεύοντας ότι η ελληνική οικονομία έχει μπει σε ένα μακροπρόθεσμο ανοδικό κανάλι, από την άλλη πλευρά όμως δεν μπορούν να παραβλέψουν μια σειρά από γεωπολιτικούς και πολιτικούς κινδύνους (σε ΗΠΑ και Ευρωπαϊκή Ένωση), δεν μπορούν να αγνοήσουν ότι η οικονομία της Ευρώπης θα λιμνάσει φέτος για ακόμη μία χρονιά και δεν μπορούν να μην εκπλαγούν για το πώς, όταν συμβαίνουν όλα αυτά, τα διεθνή χρηματιστήρια κάνουν πάρτι!
Σ’ αυτό το περιβάλλον, όσο και αν αυτό δύσκολα γίνεται πιστευτό, η Ελλάδα συγκαταλέγεται στους σχετικά ασφαλείς επενδυτικούς προορισμούς, καθώς:
- Όλα δείχνουν πως θα σημειώσει μια «αξιοπρεπή» άνοδο στο ΑΕΠ της.
- Δεν προβλέπονται κίνδυνοι ούτε στο δημοσιονομικό, ούτε στο πολιτικό επίπεδο.
- Υπάρχει μια διάθεση για υιοθέτηση φιλοεπιχειρηματικών και φιλοεπενδυτικών πολιτικών από την κυβέρνηση
- Σε μακροπρόθεσμη βάση, ευνοείται από μια σειρά αλλαγών που λαμβάνουν χώρα σε παγκόσμιο επίπεδο (όπως για παράδειγμα από την ενεργειακή μετάβαση προς τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας), όπως και άλλων εξελίξεων (αναβάθμιση υποδομών μέσα από τις επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης, προγράμματα ιδιωτικοποιήσεων κ.λπ.).
Όμως, γνωστός αναλυτής που παραμένει θετικός για τις προοπτικές του Χ.Α., προειδοποιεί: «Μεταξύ πολλών Ελλήνων επενδυτών επικρατεί μια λανθασμένη νοοτροπία. Πιστεύουν ότι οι μετοχές μπορούν να κερδίζουν 5% κάθε μήνα και αυτό εις το διηνεκές. Θα πρέπει να χαμηλώσουν οι προσδοκίες, να διευρυνθεί ο χρονικός ορίζοντας της επένδυσης και να μην ανησυχήσουν στην περίπτωση που ο Γενικός Δείκτης διορθώσει προσεχώς κατά 100 ή κατά 150 μονάδες. Έτσι συμβαίνει στα χρηματιστήρια».
Η ακτινογραφία του ταμπλό
Σε επίπεδο αποτιμήσεων των εισηγμένων εταιρειών, με βάση το κεντρικό σενάριο ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να υπεραποδίδει έναντι των ευρωπαϊκών και πως δεν θα δούμε ακραίες γεωπολιτικές εξελίξεις μέσα στο 2024, το Χ.Α. δεν παραπέμπει σε «φούσκα» (προφανώς, ενδιάμεσες διορθώσεις κάθε άλλο παρά μπορεί να αποκλειστούν).
Επιχειρώντας έναν πρώτο δείκτη αποτίμησης του Χ.Α., θα έλεγε κάποιος πως η συνολική κεφαλαιοποίησή του μετά την είσοδο του ΔΑΑ προσεγγίζει τα 100 δισ. ευρώ, όταν οι φετινές χρηματικές διανομές υπολογίζεται πως θα υπερβούν τα 4 δισ. ευρώ (συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών, ΔΕΗ, Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών, Αεροπορίας Αιγαίου, κ.ά. που δεν είχαν μοιράσει πέρσι χρήματα στους επενδυτές).
Με άλλα λόγια, η μέση μερισματική απόδοση του Χ.Α. υπερβαίνει το 4% και είναι αρκετά υψηλότερη από το yield των δεκαετών κρατικών χρεογράφων (ελαφρά χαμηλότερη από το μέσο yield των εισηγμένων εταιρικών ομολόγων σε επίπεδο μετά από φόρους). Ένας τέτοιος δείκτης μόνο σε «φούσκα» δεν παραπέμπει, ιδίως όταν οι προοπτικές των διεθνών επιτοκίων δείχνουν να είναι -αργότερα ή γρηγορότερα- πτωτικές.
Παρ’ όλα αυτά, οι μέσοι όροι δεν λένε πάντα την αλήθεια και γι’ αυτό χρειάζεται προσεκτική ανάλυση κάθε εταιρείας και αυστηρή επιλογή τίτλων. Για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά τον δείκτη P/E υπάρχουν κυρίως τέσσερις βασικές κατηγορίες εισηγμένων:
- Μια σειρά μετοχών με μονοψήφιο -ή και έντονα μονοψήφιο- δείκτη, οι οποίες μετά από ένα εξαιρετικό 2023, κατά την επόμενη τριετία θα αγωνιστούν να διατηρήσουν τις κερδοφορίες τους κοντά στα τρέχοντα επίπεδα, ή ακόμη και για να επιτύχουν κάπως καλύτερες επιδόσεις. Τέτοιες μετοχές είναι αυτές των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, των διυλιστηρίων, της τσιμεντοβιομηχανίας Τιτάν κ.ά.
- Υπάρχει μια άλλη κατηγορία εισηγμένων με δείκτες P/E υψηλότερους από τον μέσο όρο (ενίοτε και πάνω από το 20), οι οποίες ωστόσο δραστηριοποιούνται σε κλάδους που μπορούν να ελπίζουν βάσιμα σε μια πολύ σημαντική τόνωση των αποτελεσμάτων τους κατά τα επόμενα χρόνια (π.χ. κατασκευές, πληροφορική κ.λπ.).
- Υπάρχουν αρκετές εισηγμένες με υγιείς χρηματοοικονομικές επιδόσεις και ελκυστικούς δείκτες P/E, οι οποίες ωστόσο προβληματίζουν τους επενδυτές για τη χαμηλή εμπορευσιμότητα των μετοχών τους στο ταμπλό του Χ.Α.
- Εταιρείες που αντιμετωπίζουν ακόμη σημαντικά οικονομικά προβλήματα και το ζητούμενο είναι το κατά πόσο θα μπορέσουν στο μέλλον να ανακάμψουν.