Αυτή την περίοδο, οι επενδυτές προσπαθούν να ερμηνεύσουν την υποχώρηση που έχει καταγράψει ο Γενικός Δείκτης του Χ.Α. από την τελευταία εβδομάδα του Ιουλίου έως σήμερα, με άλλους να προκρίνουν τις επιπτώσεις από τις πλημμύρες στη Θεσσαλία, άλλους το μεγάλο περιθώριο για «κλείδωμα κερδών» μέσω ρευστοποιήσεων τίτλων.
Δεν λείπουν και εκείνοι που αποδίδουν τη χρηματιστηριακή πτώση σε τεχνικούς λόγους. Δηλαδή είτε στο ότι οι ξένοι ρευστοποιούν για να συμμετάσχουν στην αποεπένδυση του ΤΧΣ από τις συστημικές τράπεζες, είτε στο ότι λόγω της επικείμενης ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας αποχωρούν τα funds που επενδύουν σε αναδυόμενες χώρες, χωρίς ακόμη να έχουν προφτάσει να τοποθετηθούν εκείνα που επικεντρώνονται στις αναπτυγμένες κεφαλαιαγορές.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το κρίσιμο ερώτημα για τους επενδυτές του Χρηματιστηρίου της Αθήνας εστιάζεται στο αν ένα σετ αρνητικών εξελίξεων που έχει λάβει χώρα κατά τους τελευταίους μήνες είναι σε θέση να ανατρέψει εκείνο το αφήγημα που οδήγησε στις αρχές του 2023 σε ανοδικό ράλι τις τιμές των μετοχών: δηλαδή το αν έχει ανατραπεί η πεποίθηση πως η Ελλάδα έχει μπει σε μια μακροπρόθεσμη ανοδική τροχιά, η οποία μάλιστα θα την οδηγήσει σε σταδιακή σύγκλιση με τις οικονομίες των άλλων χωρών της Ευρωζώνης.
Η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα θα κρίνει και το κατά πόσο η τρέχουσα διόρθωση στο ταμπλό του Χ.Α. θα αποτελέσει ένα σύντομο διάλειμμα (π.χ. έως και τον Οκτώβριο) σε μια γενικότερα ανοδική τάση ή, αντίθετα, την αρχή μιας νέας μεσο-μακροπρόθεσμης ταλαιπωρίας. Το ευχάριστο, πάντως, είναι πως η πλειονότητα των αναλυτών συντάσσεται με την πρώτη εκδοχή.
«Κανείς δεν αρνείται ότι στο διεθνές σκηνικό υπάρχουν αρκετές προκλήσεις και αβεβαιότητες, όπως επίσης ότι η οικονομική στασιμότητα της Ευρώπης σε συνδυασμό με τον υψηλό πληθωρισμό και τα αυξημένα επιτόκια έχουν ήδη αρχίσει να λειτουργούν ανασταλτικά και στην πορεία της ελληνικού ΑΕΠ. Παρ’ όλα αυτά, τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, οι αυξημένες επενδύσεις και η καλή πορεία του τουρισμού δείχνουν ικανά να οδηγήσουν σε ακόμη πιο υψηλά επίπεδα την ελληνική οικονομία το 2024, κοντά ίσως στο +3% που προβλέπουν οι αναλυτές».
Αυτά υποστηρίζει γνωστός χρηματιστηριακός παράγοντας, προσθέτοντας ότι «οι ελληνικές μετοχές δεν ήταν ακριβές τον Ιούλιο και πόσο μάλλον δεν είναι τώρα, μετά τη διόρθωση που μεσολάβησε. Μετά και τις τελευταίες εξελίξεις, τα… παιχνίδια στην περιφέρεια έχουν σταματήσει και έχει έρθει η ώρα για σταδιακές τοποθετήσεις σε επιλεγμένους τίτλους».
Αναμφίβολα, οι πλημμύρες που έπληξαν τη Θεσσαλία θα επηρεάσουν σημαντικά και σε βάθος χρόνου την ελληνική οικονομία και ως ένα βαθμό το Χρηματιστήριο της Αθήνας. Οι επιπτώσεις θα είναι τόσο άμεσες (π.χ. αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ για την αποκατάσταση των ζημιών) όσο και έμμεσες (επίδραση στο ΑΕΠ, στον πληθωρισμό, στην τροφοδοτική αλυσίδα, στις εξαγωγές κ.λπ.).
Διαχειρίσιμες απώλειες
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, η πλειονότητα των αναλυτών εκφράζει την άποψη ότι οι συγκεκριμένες απώλειες θα είναι διαχειρίσιμες σε ό,τι τουλάχιστον αφορά το χρηματιστηριακό ταμπλό. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα δηλώνει γνωστός αναλυτής: «Η πρώτη μεγάλη νίκη είναι το ότι οι καταστροφές στη Θεσσαλία δεν προκάλεσαν τριγμούς στην αγορά ομολόγων, με τα yields των ελληνικών ομολόγων να διατηρούνται σε περίπου σταθερά επίπεδα. Σ’ αυτό βοήθησε τόσο η άμεση συνδρομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης ύψους 2,5 δισ. ευρώ, όσο και η διαφαινόμενη δυνατότητα του φετινού προϋπολογισμού να δοθούν άλλα 2 δισ. ευρώ από το παρουσιαζόμενο υπερπλεόνασμα. Αν σ’ αυτά προσθέσει κάποιος τη δυνατότητα χρήσης άλλων 2-2,5 δισ. από το νέο ΕΣΠΑ, τα ποσά στήριξης από κοινωνικές ομάδες, καθώς και το κόστος που θα σηκώσουν οι ίδιοι οι πληγέντες, κάπου ο λογαριασμός θα πρέπει να βγαίνει.
Πέραν αυτού, οι επιπτώσεις για τις εισηγμένες εταιρείες του Χ.Α. είναι σχεδόν αποκλειστικά έμμεσες και όχι άμεσες. Λίγες είχαν παραγωγικές μονάδες στη Θεσσαλία και εξ αυτών όσες υπέστησαν καταστροφές ήταν ασφαλισμένες. Αντίθετα, το μεγάλο πλήγμα το δέχτηκαν οι αγρότες και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που ήταν κατά κανόνα ανασφάλιστες».
Οι μεγάλες ανησυχίες
Ανησυχίες, ωστόσο, υπήρχαν και πριν από τις καταστροφικές πλημμύρες στη Θεσσαλία. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η διεθνής ζήτηση συνεχίζει να είναι ασθενής και ο ρυθμός ανάπτυξης της Ευρώπης αναιμικός. Όλα δείχνουν πως το 2024 θα αποτελέσει ακόμη μία δύσκολη χρονιά για την οικονομία της Γηραιάς ηπείρου, με τα επιτόκια να βρίσκονται στα ύψη και με μια σειρά αβεβαιότητες γύρω από το κόστος της ενέργειας (πετρέλαιο, φυσικό αέριο), αλλά και από την πορεία της κινεζικής οικονομίας.
Γενικότερα, όλοι θέλουν να πιστεύουν ότι τόσο η Fed όσο και η ΕΚΤ δεν θα προχωρήσουν σε πάνω από μια ακόμη αύξηση επιτοκίων και πως από το 2024 θα αρχίσουμε δειλά-δειλά να φαίνεται κάποια τάση αποκλιμάκωσής τους. Πάντως, μέσα σε ένα κλίμα υψηλού πληθωρισμού και επιτοκίων, εκδηλώνονται φόβοι και για την πορεία της ευρωπαϊκής αγοράς ακινήτων.
Οι ελληνικές αντοχές
Σύμφωνα, πάντως, με τους περισσότερους αναλυτές, το μίγμα των αρνητικών συγκυριών του τελευταίου χρονικού διαστήματος μπορεί ίσως να επιβραδύνει ως ένα βαθμό, αλλά δεν είναι σε θέση να ανατρέψει το ανοδικό αφήγημα του Χ.Α. που βασίζεται στο ότι η ελληνική οικονομία έχει εισέλθει σε ένα μακροπρόθεσμο ανοδικό κανάλι. Σύμφωνα, μάλιστα, με αυτούς τους κύκλους, η όποια περαιτέρω διόρθωση αποτελεί ευκαιρία για επιλεκτικές και σταδιακές τοποθετήσεις, καθώς οι αποτιμήσεις των εταιρειών έχουν υποχωρήσει.
Πού όμως εστιάζονται, σύμφωνα με τους αναλυτές, οι ελληνικές αντοχές;
- Το ελληνικό ΑΕΠ έτρεξε με +2,4% κατά το πρώτο φετινό εξάμηνο (τροφοδοτούμενο από την αύξηση των επενδύσεων και της βιομηχανικής παραγωγής, ενώ αντίθετα σημειώθηκε πτώση στον όγκο των λιανικών πωλήσεων), ενώ όλα δείχνουν πως η ανοδική αυτή πορεία συνεχίστηκε και κατά το τρίτο φετινό τρίμηνο (π.χ. ταξιδιωτικά έσοδα επταμήνου στα 10,32 δισ. ευρώ ή 21% μεγαλύτερα από αυτά του 2022 και +13% από το ρεκόρ του 2019). Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, η εκτίμηση της Τραπέζης της Ελλάδος για φετινή αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,2% (και για +3% το 2024) δείχνει να είναι συντηρητική, παρά τις αναμενόμενες επιπτώσεις από τις πλημμύρες της Θεσσαλίας.
- Στο δημοσιονομικό επίπεδο, το ταμειακό πρωτογενές πλεόνασμα του οκταμήνου διαμορφώθηκε στα 4,54 δισ. ευρώ και ήταν πολύ υψηλότερο από το αναγραφόμενο στον προϋπολογισμό.
- Στις τράπεζες μπορεί ο διοικητής της ΤτΕ να προειδοποίησε ότι τα περιθώρια (spreads) μεταξύ των επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων δεν θα διατηρηθούν σε τόσο υψηλά επίπεδα στο μέλλον (ιδίως όταν αρχίζει η ΕΚΤ να μειώνει τα επιτόκια), μπορεί επίσης η αύξηση των επιτοκίων να μειώνει τη ζήτηση για νέα δάνεια, ωστόσο οι συνεχιζόμενες κινήσεις για μείωση του κόστους και τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης αφήνουν μεγάλα περιθώρια για πολλές, νέες και υγιείς χρηματοδοτήσεις.
- Ήδη η DBRS και Moody’s προχώρησαν σε αναβαθμίσεις του ελληνικού δημόσιου χρέους, ενώ είχαμε και αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας και των συστημικών τραπεζών από Moody’s και Fitch.
- Περίπου οι επτά στις δέκα μη τραπεζικές εισηγμένες εταιρείες στο Χ.Α. αναμένεται να εμφανίσουν βελτίωση στα εξαμηνιαία φετινά τους κέρδη, ενώ έχει ξεκινήσει και ο χορός των ανακοινώσεων για πρόσθετες χρηματικές διανομές μετρητών (π.χ. ΟΠΑΠ, Παπουτσάνης, ενώ υπάρχουν σχετικές προσδοκίες ότι αντίστοιχες κινήσεις θα ακολουθήσουν και από άλλες εταιρείες).