Υπάρχουν αρκετοί λόγοι που θα μπορούσαν να αιτιολογήσουν μια περίοδο διόρθωσης στο ελληνικό χρηματιστήριο, ως αποτέλεσμα τόσο του ράλι που έχει προηγηθεί, όσο και των προκλήσεων που συνεχίζουν να ταλαιπωρούν την παγκόσμια οικονομία. Οι αβεβαιότητες στη διεθνή οικονομία, οι επιπτώσεις από την άνοδο των επιτοκίων σε ΗΠΑ και Ευρώπη, η άγνωστη κατάσταση που επικρατεί στην Κίνα είναι μερικές μόνο από αυτές.
Παράλληλα, η επικείμενη λήψη της επενδυτικής βαθμίδας αποτελεί αναμφίβολα θετικό γεγονός, αλλά από μόνη της δεν αποτελεί πανάκεια για το Χ.Α., γιατί δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι ξένοι θα σπεύσουν… εδώ και τώρα να αγοράσουν ελληνικές μετοχές σε οποιεσδήποτε αποτιμήσεις.
Παρ’ όλα αυτά, η μεγάλη εικόνα για την πορεία και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας δεν φαίνεται να έχει αλλάξει, με αποτέλεσμα οι μακροπρόθεσμοι επενδυτές, που εστιάζουν σε εταιρείες με λογικές αποτιμήσεις και ισχυρά θεμελιώδη δεδομένα, να εξακολουθούν να ελπίζουν βάσιμα σε ικανοποιητικές αποδόσεις.
Αντίθετα, η συμμετοχή σε βραχυπρόθεσμα παιχνίδια με καταλύτη χρηματιστηριακά λόμπι που επιχειρούν να «βγάλουν μεροκάματο», εμπεριέχει ρίσκο που θα πρέπει να συνεκτιμήσουν σοβαρά οι… επιδιδόμενοι στο συγκεκριμένο σπορ.
Ο σκεπτικισμός των «παικτών»
Κλίμα συγκρατημένης δυσφορίας επικρατεί στο Χ.Α. λόγω της ήπιας διόρθωσης που καταγράφηκε στο ταμπλό, μετά από ένα ιδιαίτερα ανοδικό πρώτο φετινό εξάμηνο. Η πλειονότητα των αναλυτών δεν εκπλήσσεται από μια τέτοια εξέλιξη, καθώς θεωρεί ότι καμιά χρηματιστηριακή αγορά ανά τον κόσμο δεν ανεβαίνει συνεχώς χωρίς ενδιάμεσες διορθώσεις, ενώ ορισμένοι εξ αυτών επισημαίνουν πως κατά τα τελευταία τουλάχιστον πέντε χρόνια, το χρηματιστηριακό δίμηνο Αυγούστου-Σεπτεμβρίου δεν εντυπωσίασε ούτε λόγω των μεταβολών στις τιμές του Γενικού Δείκτη ούτε ως πορεία της αξίας των συναλλαγών.
Για παράδειγμα, κατά το δίμηνο Αυγούστου-Σεπτεμβρίου του 2022 ο Γενικός Δείκτης έχασε περίπου 60 μονάδες, παρότι η χρονιά κινήθηκε ανοδικά. Ο ίδιος δείκτης επίσης υποχώρησε και κατά το αντίστοιχο δίμηνο των ετών 2021, 2019 και 2018.
Σκεπτικισμό επίσης προκαλεί και η κατάσταση στη διεθνή οικονομία, με αρκετές μικρομεσαίες αμερικανικές τράπεζες να αντιμετωπίζουν ζητήματα, με τη Γερμανία να προσγειώνεται σε πολύ χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης, αλλά και με την αβεβαιότητα σε ό,τι αφορά την Κίνα, καθώς φαίνεται ότι κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει την πραγματική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα και το μέγεθος των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η οικονομία της.
Οι πλέον συντηρητικοί αναλυτές θεωρούν πως οι τρέχουσες τιμές του Χ.Α. έχουν ήδη προεξοφλήσει ένα σημαντικό τμήμα των ωφελειών που θα προκύψουν στην ελληνική οικονομία -και κατ’ επέκταση στα κέρδη των εισηγμένων ομίλων- κατά τα επόμενα χρόνια και έτσι η όποια περαιτέρω άνοδος στο ταμπλό θα δικαιολογείται μόνο από τη σταδιακή επιβεβαίωση των θετικών προσδοκιών που διαγράφονται σήμερα.
Τρεις παρανοήσεις
«Γενικότερα, οι επενδυτές δεν θα πρέπει να εστιάζουν τόσο στις βραχυχρόνιες διακυμάνσεις των τιμών, όσο κυρίως στο να διαθέτουν επιλεγμένο μετοχικό χαρτοφυλάκιο και επιπλέον να αφήσουν τον χρόνο να λειτουργήσει υπέρ τους. Δυστυχώς, πολύς κόσμος δεν έχει ξεπεράσει την αντίληψη του 1999 και ψάχνει το χαρτί που θα… τρέξει γρήγορα, συνήθως με την καταλυτική παρέμβαση κάποιου λόμπι. Υπάρχουν περιπτώσεις μετοχών που οι τρέχουσες αποτιμήσεις τους είναι υπερβολικές και οι επενδυτές κινδυνεύουν με σοβαρές απώλειες.
Κάποιοι άλλοι επενδυτές, επίσης, δεν έχουν κατανοήσει πλήρως το τι θα σημάνει για το Χ.Α. η έλευση της επενδυτικής βαθμίδας. Αναμφίβολα κάτι τέτοιο θα ενισχύσει το κύρος της ελληνικής κεφαλαιαγοράς και θα άρει το εμπόδιο που υπάρχει μέχρι σήμερα στην πλειονότητα των ξένων θεσμικών χαρτοφυλακίων να αγοράσουν ελληνικές μετοχές. Πρόκειται για τεράστια funds που θα μπορούσαν να αλλάξουν την εικόνα του Χ.Α., ακόμη κι αν επένδυαν οριακό ποσοστό των χαρτοφυλακίων τους.
Ωστόσο, όλα αυτά τα πολύ θετικά πράγματα δεν γίνουν άμεσα. Μπορεί να μεσολαβήσουν πολλοί μήνες από τη μέρα που η χώρα θα λάβει την επενδυτική βαθμίδα μέχρι τις πρώτες αγορές. Επίσης, το γεγονός ότι δεν θα απαγορεύεται να τοποθετηθούν στην Ελλάδα, δεν σημαίνει ότι θα τρέξουν… αυτόματα να αγοράσουν μετοχές από το Χ.Α. Θα συνεκτιμήσουν τις προοπτικές και τα θεμελιώδη κάθε εταιρείας, όπως επίσης και την τρέχουσα αποτίμησή τους. Δεν θα αγοράσουν όσο-όσο, ούτε θα κατευθυνθούν στην “άκρα περιφέρεια”.
Υπάρχει επίσης ακόμη μία παρανόηση σε τμήμα του επενδυτικού κοινού. Πολλοί από εμάς νομίζουμε ότι οι ξένοι θεσμικοί κοιμούνται το βράδυ και ξυπνούν το πρωί έχοντας στο μυαλό τους το Χ.Α. Η αλήθεια όμως είναι ότι πολλοί από αυτούς κοιτάζουν το Χ.Α. μόνο περιστασιακά και έτσι είναι πολύ πιθανόν να υπάρξει σημαντική χρονική διαφορά -έως και μήνες- από την έλευση ενός θετικού γεγονότος έως την εκκίνηση των αγοραστικών παρεμβάσεων. Με αυτό τον τρόπο εξηγείται συχνά το γιατί το Χ.Α. “κοιμάται” για ένα χρονικό διάστημα και υπεραποδίδει σε κάποιο άλλο.
Πέραν όλων αυτών, μπορεί σε μακροπρόθεσμο επίπεδο τα πράγματα να δείχνουν θετικά για την ελληνική οικονομία και το Χ.Α., ωστόσο κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει είτε βραχυπρόθεσμες (π.χ. ανάκαμψη του ενεργειακού κόστους, επιμονή του πληθωρισμού και συνέχιση της ανόδου των επιτοκίων και το φθινόπωρο κ.λπ.) όσο και ενδεχομένως μεσοπρόθεσμες αναταράξεις.
Για παράδειγμα, σε περίπτωση μιας νέας εκτίναξης του ενεργειακού κόστους, ούτε οι περσινές κρατικές ενισχύσεις, αλλά ούτε και ιδιαίτερα ήπιος χειμώνας που περάσαμε είναι βέβαιο ότι θα επαναληφθούν. Από την άλλη πλευρά, όμως, η πορεία του κρατικού προϋπολογισμού 2023 στο φετινό επτάμηνο εξελίχθηκε σαφώς καλύτερα από τις προβλέψεις, με αποτέλεσμα να φαίνεται πως υπάρχει δημοσιονομικός χώρος για κάποιες παροχές σε περίπτωση που αυτό κριθεί αναγκαίο», αναφέρεται χαρακτηριστικά από γνωστό αναλυτή.
Άλλοι παράγοντες της αγοράς θεωρούν πως μια σειρά από placements (μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται η αποχώρηση του ΤΧΣ από τις συστημικές τράπεζες και η διάθεση ποσοστού των βασικών μετόχων στη Hellenic Energy) και εισαγωγές εταιρειών στο Χ.Α. (π.χ. Optima Bank, Διεθνές Αεροδρόμιο Αθηνών) μπορεί μεν να λειτουργήσουν σε βάθος χρόνου υπέρ της ελληνικής κεφαλαιαγοράς και της οικονομίας, ωστόσο βραχυμεσοπρόθεσμα ενδεχομένως να συγκρατήσουν τις τρέχουσες τιμές στο ταμπλό.
Η μεγάλη εικόνα
Παρ’ όλα αυτά, οι αναλυτές επιμένουν ότι η μεγάλη εικόνα για την ελληνική οικονομία και το Χ.Α. δεν έχει αλλάξει:
- Το 2023 ήταν μόλις η πρώτη χρονιά απορρόφησης των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, με τους παράγοντες της αγοράς να εκτιμούν ότι το… κυρίως πάρτι των κοινοτικών κονδυλίων θα ξεκινήσει το 2024 και θα διαρκέσει τουλάχιστον για τέσσερα με πέντε χρόνια.
- Τα εξαμηνιαία αποτελέσματα συστημικών τραπεζών όχι μόνο ήταν καλύτερα των αναμενομένων, αλλά επιπλέον οι διοικήσεις των εγχώριων χρηματοπιστωτικών ομίλων ανέβασαν τις εκτιμήσεις τους για τη φετινή τους κερδοφορία, επανέλαβαν την πρόθεσή τους να διανείμουν μερίσματα το 2024 και τέλος καθησύχασαν τους μετόχους σε ότι αφορά το μέτωπο των επισφαλών δανείων σε ένα περιβάλλον ανοδικών επιτοκίων. Από χρηματιστηριακής άποψης, ξεχωρίζει το γεγονός ότι με βάση τις προβλέψεις πολλών αναλυτών, ο δείκτης P/BV εξακολουθεί να βρίσκεται σε επίπεδα σαφώς χαμηλότερα της μονάδας με βάση τις προβλεπόμενες οικονομικές επιδόσεις του έτους 2025.
- Σε ό,τι αφορά τα εξαμηνιαία αποτελέσματα των μη τραπεζικών εισηγμένων, εκτιμάται ότι οι επτά στις δέκα εταιρείες θα εμφανίσουν βελτιωμένη «κάτω γραμμή» σε σχέση με πέρσι, παρότι το 2022 υπήρξε μια πολύ καλή χρονιά για τα εταιρικά κέρδη.
- Η Ελλάδα λόγω της ανοδικής πορείας του ΑΕΠ, της εξυγίανσης των τραπεζών της, των «νοικοκυρεμένων» δημοσιονομικών της επιδόσεων, αλλά και εξαιτίας της προσδοκώμενης ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας, φαίνεται πως αφήνει για τα καλά πίσω της την εικόνα μιας «προβληματικής χώρας» και μετεξελίσσεται σταδιακά σε μια «κανονική οικονομία» της Δυτικής Ευρώπης, με ό,τι αυτό θα μπορούσε να σημάνει για την προσέλκυση επενδύσεων.
- Παρά το ράλι που έχει καταγράψει το Χ.Α. μέσα στο 2023, η μέση μερισματική απόδοση με βάση τις προβλεπόμενες χρηματικές διανομές του 2024 βρίσκεται στα ίδια περίπου επίπεδα (ή και σε ακόμη υψηλότερα, αν συνεκτιμηθούν οι διανομές από συστημικές τράπεζες και ΔΕΗ) από αυτά του 2022, σε σχέση δηλαδή με την περίοδο που προηγήθηκε του φετινού ανοδικού κύματος στο ταμπλό. Αν λοιπόν δεχτούμε ότι οι χρηματικές διανομές των εισηγμένων θα ξεπεράσουν το 2024 αθροιστικά το ποσό των 3 δισ. ευρώ, τότε η σχετική μέση μερισματική απόδοση διαμορφώνεται μεταξύ του 3,4% και του 3,7%, σε μια χρονιά κατά την οποία ελπίζεται ότι το ύψος των ευρωπαϊκών επιτοκίων θα αρχίσει να αποκλιμακώνεται.
- Αλλά και η κατάσταση στη διεθνή οικονομία προβλέπεται καλύτερη κατά τα επόμενα χρόνια. Γιατί μπορεί φέτος η Ευρώπη και οι ΗΠΑ να έχουν πληγεί σημαντικά από τις επιδράσεις του υψηλού πληθωρισμού και των ανοδικών επιτοκίων, ωστόσο ελπίζεται ότι οι παρενέργειες που θα προκύψουν (και πολύ πιθανόν να επηρεάσουν και τις κεφαλαιαγορές) θα απορροφηθούν μέσα στο 2024.
Μια έκθεση που παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι αυτή των οίκων UBS-Credit Suisse, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται ότι τα συνολικά καθαρά περιουσιακά στοιχεία του ιδιωτικού τομέα στο τέλος του 2027 θα είναι κατά 38% υψηλότερα σε σχέση με αυτά της 31ης/12/2022 (από τα 454,4 στα 629 τρισ. δολάρια), με ό,τι αυτό σημαίνει για την παγκόσμια κατανάλωση, τον τουρισμό και τα διαθέσιμα ποσά για επενδύσεις.