Ο κίνδυνος της διεθνούς ύφεσης και του υψηλού πληθωρισμού δεν έχει περάσει και κανείς δεν μπορεί να μας διαβεβαιώσει ότι τα χειρότερα βρίσκονται πίσω μας. Από την άλλη πλευρά, όμως, οι μέχρι τώρα εξελίξεις δεν επιβεβαιώνουν τους φόβους που είχαν κατακλύσει τις αγορές το περασμένο φθινόπωρο και το Χρηματιστήριο της Αθήνας έχει ήδη ανταμείψει -και με το παραπάνω- όσους τολμηρούς κράτησαν ή και ενίσχυσαν τις θέσεις τους μέσα στο 2022.
Έμπειροι αναλυτές μάλιστα υποστηρίζουν ότι, παρά το ράλι των τελευταίων μηνών στο Χ.Α., οι ελληνικές μετοχές έχουν να διανύσουν δρόμο ακόμη προς τα πάνω, στον βαθμό που οι φόβοι για τη διεθνή ύφεση δεν επαληθευτούν και η ελληνική οικονομία συνεχίσει να υπεραποδίδει έναντι των ευρωπαϊκών.
Σε κάθε περίπτωση, το παιχνίδι θα κριθεί σε τέσσερα καυτά μέτωπα, από τα οποία ωστόσο οι τελευταίες ειδήσεις είναι καλύτερες από τις αρχικά αναμενόμενες.
«Το ελληνικό χρηματιστήριο έχει ανεβεί κατά τους τελευταίους μήνες, για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή τα ιδιαίτερα δυσμενή σενάρια για την πορεία της διεθνούς οικονομίας δεν έχουν επιβεβαιωθεί μέχρι σήμερα στην πράξη και, δεύτερον, γιατί η Ελλάδα έχει πείσει τους αναλυτές ότι μπορεί να επαναλάβει αυτό που έκανε πέρυσι, δηλαδή να υπεραποδώσει έναντι του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν δεν ανατραπεί κάποια από τις δύο αυτές παραδοχές στη συνέχεια, τότε πιστεύω ότι στο τέλος του έτους οι τιμές των ελληνικών μετοχών θα βρίσκονται σε υψηλότερο επίπεδο από τις τρέχουσες. Αυτό δεν σημαίνει πως οι κίνδυνοι έχουν εξαλειφθεί και γι’ αυτό οι επενδυτές θα πρέπει τοποθετούνται στην αγορά επιλεκτικά και μακροπρόθεσμα».
Αυτά δηλώνει γνωστός χρηματιστηριακός παράγοντας, κινούμενος, λίγο-πολύ, στο ίδιο μήκος κύματος με τις εκθέσεις των περισσότερων εγχώριων χρηματιστηριακών εταιρειών για την πορεία της φετινής χρονιάς, οι οποίες ωστόσο δεν παραλείπουν να αναφερθούν σε πιθανούς κινδύνους ή σε σενάρια ενδιάμεσων διακυμάνσεων.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η φετινή πορεία του Χ.Α. θα επηρεαστεί δραστικά από τις εξελίξεις σε τέσσερα διαφορετικά μέτωπα, με τις μέχρι τώρα ειδήσεις που έρχονται από αυτά, να είναι θετικότερες σε σύγκριση με εκείνες που αρχικά ανέμενε η αγορά μας.
1. Ευρωπαϊκή οικονομία
Το πρώτο μέτωπο αφορά το σενάριο της ύφεσης στην ευρωπαϊκή οικονομία, δηλαδή την εμφάνιση δύο συνεχόμενων τριμήνων με αρνητική πορεία του ΑΕΠ. Το περασμένο καλοκαίρι η πλειονότητα των αναλυτών πίστευε ότι η ύφεση θα ξεκινούσε από το φθινόπωρο, ενώ το Δεκέμβριο η πρόεδρος της ΕΚΤ μίλησε για βελτίωση της κατάστασης και για εμφάνιση ύφεσης μόνο κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2022 και το πρώτο της φετινής χρονιάς. Τελικά όμως, το τελευταίο τρίμηνο του 2022 έκλεισε για την Ευρωζώνη με οριακά θετικό ΑΕΠ, διαψεύδοντας μέχρι σήμερα τα δυσμενή σενάρια αναλυτών και κοινοτικών αξιωματούχων.
Η ουσία είναι πως κανείς δεν μιλά αυτή την περίοδο για κίνδυνο ενός ενεργειακού black out στην Ευρώπη, κανένας οίκος δεν βλέπει το πετρέλαιο στα 200 δολάρια, ενώ η τιμή του φυσικού αερίου έχει υποχωρήσει στα επίπεδα πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Παράλληλα, τα commodities έχουν υποχωρήσει δραστικά σε σχέση με τα υψηλά της περασμένης άνοιξης και ο πληθωρισμός αποκλιμακώνεται μήνα με τον μήνα (από το 10,6% της Ευρωζώνης τον Οκτώβριο, στο 9,2% το Δεκέμβριο και στο 8,5% τον Ιανουάριο). Ως αποτέλεσμα, ενώ κατά το τελευταίο τετράμηνο του 2022 είχε παρατηρηθεί κάποια μείωση της ζήτησης λόγω αναβολής επενδυτικών σχεδίων και υψηλότατου κόστους στην ενέργεια, το τελευταίο χρονικό διάστημα οι παραγγελίες στη Γηραιά ήπειρο αρχίζουν και πάλι να παίρνουν μπροστά.
Παράλληλα, ο κίνδυνος για ανάκαμψη του ενεργειακού κόστους μεταφέρεται για την προσεχή άνοιξη, περίοδο κατά την οποία: α) Η Ευρώπη θα κληθεί να ανεβάζει σταδιακά τις πληρότητες των αποθηκών της για τον επόμενο χειμώνα, β) Η ενεργειακή ζήτηση από την Κίνα θα έχει επιστρέψει για τα καλά στην κανονικότητα, μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Ψύχραιμες φωνές, πάντως, υποστηρίζουν πως από μια νέα εκτόξευση του ενεργειακού κόστους δεν έχουν να κερδίσουν ούτε η Κίνα, ούτε οι αραβικές χώρες, ούτε φυσικά οι ΗΠΑ και η Ευρώπη.
2. Η ελληνική οικονομία
Οι μέχρι τώρα αντιστάσεις της ελληνικής οικονομίας στις προκλήσεις του ενεργειακού κόστους και του πληθωρισμού είναι ισχυρές, με την καταναλωτική ζήτηση να διατηρείται σε αρκετά ικανοποιητικά επίπεδα κατά το τελευταίο τρίμηνο του έτους (ωφέλησε η εξοικονόμηση κόστους καυσίμων λόγω ήπιων καιρικών συνθηκών), ενώ θετικά ξεκίνησε φέτος και η ζήτηση για τις επιχειρήσεις, των οποίων η πορεία επηρεάζεται από τις επενδύσεις. Επίσης, με βάση τις μέχρι σήμερα ενδείξεις, οι φετινές τουριστικές αφίξεις στη χώρα μας αναμένεται να ξεπεράσουν τις περσινές, ενώ ο δείκτης Οικονομικού Κλίματος του ΙΟΒΕ βελτιώθηκε και τον Ιανουάριο, ανερχόμενος στις 104,9 μονάδες έναντι 103,5 μονάδων τον Δεκέμβριο, σημειώνοντας την καλύτερη επίδοση των τελευταίων 10 μηνών.
Παράλληλα, οι τραπεζικές καταθέσεις των νοικοκυριών, που αυξήθηκαν κατά 6,3 δισ. ευρώ πέρυσι και κατά 24,6 δισ. ευρώ από το τέλος του 2019, αποτελούν μαξιλάρι απέναντι στις επιπτώσεις μιας ενδεχόμενης μείωσης των εισοδημάτων των νοικοκυριών. Γενικότερα, δεν υπάρχει κάποιος οίκος που να προβλέπει για φέτος αρνητικό ΑΕΠ (για +1,2% μιλά ο ΙΟΒΕ), χωρίς να απουσιάζουν και εκείνοι που ελπίζουν για υπεραπόδοση έναντι του +1,8% που προβλέπει ο κρατικός προϋπολογισμός.
Τέλος, σε μακροοικονομικό επίπεδο, το 2023 αναμένεται να αποτελέσει μια ακόμη χρονιά αξιοσημείωτης μείωσης του δημοσίου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, με τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης να βρίσκονται κοντά στο να επαναφέρουν την Ελλάδα σε «επενδυτική κατηγορία» μετά τις εκλογές.
3. Οι εισηγμένες εταιρείες
Η διατήρηση της ζήτησης σε ικανοποιητικά επίπεδα, σε συνδυασμό με την υποχώρηση του ενεργειακού κόστους και τις αυξήσεις τιμών που εφάρμοσαν πολλές επιχειρήσεις από το τελευταίο τετράμηνο του 2022 έως σήμερα, αναμένεται να διευρύνουν τα περιθώρια κέρδους πολλών εισηγμένων εταιρειών, οι οποίες πέρυσι είχαν υποφέρει από την άνοδο του κόστους παραγωγής τους. Ενδεικτικά είναι τα παραδείγματα ομίλων όπως η τσιμεντοβιομηχανία Τιτάν, η γαλακτοβιομηχανία Κρι Κρι, η σαπωνοποιία Παπουτσάνης και η Ικτίνος Μάρμαρα.
Επιπρόσθετα, η σταθεροποίηση των τιμών των μετάλλων κατά το τελευταίο πεντάμηνο του 2022 έχει οδηγήσει στο να απορροφηθούν οι κραδασμοί στα περιθώρια κέρδους που υπέστησαν κατά το δεύτερο μισό του 2022 πολλές εισηγμένες εταιρείες του μεταλλουργικού κλάδου (π.χ. Έλαστρον, ΣΙΔΜΑ, Τζιρακιάν, Αφοί Κορδέλλου, ΒΙΟΚΑΡΠΕΤ, ΑΛΟΥΜΥΛ). Το 2023 ξεκίνησε γι’ αυτές με ικανοποιητική ζήτηση και με «κανονικά» περιθώρια κέρδους, τα οποία είναι μεν χαμηλότερα από τα υπερβολικά επίπεδα του περσινού πρώτου εξαμήνου, αλλά ανεβασμένα σε σχέση με τα αντίστοιχα του δεύτερου μισού του 2022.
Στην όλη εξίσωση θα πρέπει να μπουν οι πολύ καλές φετινές προοπτικές της Mytilineos, η εκτίναξη του ανεκτέλεστου υπόλοιπου της Cenergy, αλλά και οι πολύ υψηλές υπογεγραμμένες συμβάσεις έργων για τις κατασκευές (π.χ. ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ, Avax, Intrakat) και τις εταιρείες πληροφορικής (π.χ. Space Hellas, Profile, Q&R). Ωφελημένες πιθανότατα θα είναι και οι εισηγμένες που επηρεάζονται από τον τουρισμό (π.χ. Αεροπορία Αιγαίου, Attica Group, Autohellas, Μοτοδυναμική, Λάμψα κ.ά.).
Τέλος, οι τράπεζες συνεχίζουν την πορεία επιστροφής τους προς την κανονικότητα και, όπως φαίνεται, θα υποκαταστήσουν φέτος με λειτουργικές επιδόσεις τα περσινά κέρδη που προήλθαν από έκτακτους παράγοντες (ενδεικτικό το κλίμα συγκρατημένης αισιοδοξίας που προέκυψε μετά το πρόσφατο conference call της Τράπεζας Πειραιώς προς τους αναλυτές).
Συνολικά, με βάση τις εκτιμήσεις των αναλυτών, η φετινή κερδοφορία των εισηγμένων εταιρειών (παρά την αύξηση των επιτοκίων) δεν αναμένεται σε αθροιστικό επίπεδο να είναι χαμηλότερη από την αντίστοιχη περυσινή, η οποία ήδη οδηγεί σε σαφώς ελκυστικούς δείκτες P/E και μερισματικής απόδοσης, με τις προβλέψεις για τις χρηματικές διανομές του 2023 να υπερβαίνουν τις περυσινές (2,4 δισ. ευρώ).
4. Το πολιτικό ρίσκο
Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι όσο πλησιάζουμε προς τις επικείμενες βουλευτικές αναμετρήσεις, ο ρόλος του πολιτικού ρίσκου είναι πιθανόν να προκαλέσει διακυμάνσεις στην εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά, ενώ επισημαίνουν το σενάριο είτε να προκύψει ένα ασταθές κυβερνητικό σχήμα είτε μια κυβέρνηση που θα αποδειχθεί εχθρική προς την επιχειρηματικότητα.
Κανείς φυσικά δεν μπορεί να αποκλείσει οποιοδήποτε ενδεχόμενο εξελίξεων σε ένα τόσο ευμετάβλητο περιβάλλον (ο αποκαλούμενος «πολιτικός χρόνος» μέχρι τις εκλογές θεωρείται… άπειρος), ωστόσο το γεγονός ότι πολλά deals στο χώρο των επιχειρήσεων και των ακινήτων αποφασίζονται αυτή την περίοδο -πριν από τη διεξαγωγή των εκλογών- αποτελεί μια πρώτη ένδειξη ότι η επιχειρηματική κοινότητα δεν ανησυχεί έντονα σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα.