«Αναθεωρούμε την πρόβλεψή μας για την αύξηση του ΑΕΠ το 2022 σε 5,7% από 4,1% αλλά μειώνουμε την πρόβλεψή μας για το 2023 σε 0,7% από 1,1% και προβλέπουμε ότι ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί στο 10,3% φέτος και θα μειωθεί στο μισό το 2023 », εξηγεί η UniCredit. Η ιταλική τράπεζα πιστεύει πως η Ελλάδα θα πετύχει σημαντικές επιδόσεις φέτος αλλά, από την άλλη, εκτιμά ότι μαζεύονται σύννεφα στον ορίζοντα για το 2023. «Το καλύτερο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα του ΑΕΠ το β’ τρίμηνο (1,2% qoq μετά από μια επέκταση 2,9% qoq το α’ τρίμηνο) συνέβη από την ισχυρή ιδιωτική κατανάλωση και τo “χτίσιμο” των αποθεμάτων», εξηγεί η τράπεζα.
Η ιδιωτική κατανάλωση υπήρξε αξιοσημείωτα ανθεκτική, υποστηριζόμενη από μια πολύ δυναμική αγορά εργασίας και την ανεκπλήρωτη ζήτηση για υπηρεσίες. Ο πληθωρισμός όμως έχει εκτοξευθεί σε υψηλά επίπεδα- ρεκόρ λόγω της εκτίναξης των τιμών της ενέργειας. Η κυβερνητική παρέμβαση στις αγορές ενέργειας έχει ως στόχο να αποφύγει οποιαδήποτε σημαντική παρέμβαση στο σήμα τιμών προς τους καταναλωτές. Οι δημοσιονομικές εξελίξεις μέχρι σήμερα είναι αρκετά ενθαρρυντικές, χάρη στην υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων. Η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος έχει υποστηριχθεί έντονα από την αγορά εργασίας.
Η τράπεζα αναμένει μια ευρεία σταθεροποίηση του ΑΕΠ το τρίτο τρίμηνο και προβλέπει ότι θα ακολουθήσει σημαντική συρρίκνωση το τέταρτο τρίμηνο, καθώς η συνεχιζόμενη ώθηση από τον τουρισμό εξασθενεί και οι επίμονα υψηλές τιμές της ενέργειας μαζί με τις αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης και την αυξημένη αβεβαιότητα επιβαρύνουν την εγχώρια ζήτηση.
Το ενεργειακό μείγμα αφήνει τη χώρα σχετικά λιγότερο εκτεθειμένη από άλλες χώρες στη διακοπή της ροής ρωσικού φυσικού αερίου μέσω του αγωγού Nord Stream 1. Ο μόνος κλάδος της μεταποίησης που εξαρτάται από το φυσικό αέριο είναι η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και έχει ήδη αρχίσει να αντικαθιστά το φυσικό αέριο με λιγνίτη. Ωστόσο, η ραγδαία αύξηση στις τιμές της ενέργειας είναι πιθανό να επιβαρύνουν την οικονομική δραστηριότητα τους επόμενους μήνες, πλήττοντας το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων. Η επίδραση στην ιδιωτική κατανάλωση, όμως, θα αμβλυνθεί εν μέρει από την απελευθέρωση των συσσωρευμένων αποταμιεύσεων, την αναπροσαρμογή των συντάξεων και τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης.
«Αναμένουμε ότι η κυβέρνηση θα επιτύχει τον στόχο της για πρωτογενές έλλειμμα 2% του ΑΕΠ για το τρέχον έτος, καταφέρνοντας να περιορίσει την αύξηση του συνολικού ελλείμματος στο 4,6% (το 2021 βρισκόταν στο 7,4%). Η ταχύτερη από την αναμενόμενη αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ (κατά μέσο όρο 8,4% σε ετήσια βάση το Η122) και μια πιο ευνοϊκή εξέλιξη της φορολογικής βάσης είναι πιθανό να ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για το αποτέλεσμα αυτό», εκτιμά η Unicredit.
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, ο άμεσος δημοσιονομικός αντίκτυπος των κυβερνητικών παρεμβάσεων για τη μερική θωράκιση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων από την εκτίναξη των τιμών της ενέργειας περιορίζεται σε μόλις 2% του ΑΕΠ, δηλαδή σχεδόν στο μισό της ακαθάριστης αξίας τους, καθώς τα έσοδα από το σύστημα εμπορίας εκπομπών και από τον φόρο στα έκτακτα κέρδη των παραγωγών ενέργειας έχουν καλύψει σε μεγάλο βαθμό τη χρηματοδότησή τους. «Προβλέπουμε ότι η ισχυρή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ θα συμβάλει στη μείωση του χρέους από 193% του ΑΕΠ το 2021 σε περίπου 175% μέχρι το τέλος του έτους», καταλήγει η UniCredit.
Τα πιο πρόσφατα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι ενώ η δραστηριότητα στον τομέα των υπηρεσιών παραμένει καλά υποστηριζόμενη από την ισχυρή τουριστική περίοδο, ο τομέας της μεταποίησης δέχεται αυξανόμενες πιέσεις λόγω μιας αποδυνάμωσης της ζήτησης από τους εμπορικούς εταίρους. Ο δείκτης PMI στη μεταποίηση υποχώρησε περαιτέρω κάτω από το 50 τον Αύγουστο. Η επίμονη επιβράδυνση της ζήτησης, ιδίως από το εξωτερικό, προκάλεσε τους κατασκευαστές να περιορίσουν σημαντικά την παραγωγή, να μειώσουν τις αγορές εισροών και να μειώσουν τον αριθμό των εργαζομένων για πρώτη φορά από τον Δεκέμβριο του 2020. Ενθαρρυντικά, υπάρχουν ενδείξεις ότι συνεχίζει να εκτυλίσσεται μια σταδιακή βελτίωση στην αλυσίδα εφοδιασμού, αμβλύνοντας τον αντίκτυπο της ραγδαίας αύξησης των τιμών της ενέργειας στο κόστος παραγωγής, αν και δεν είναι σαφές για πόσο καιρό μπορεί να παρέχει στήριξη. Εν τω μεταξύ, οι καταναλωτές έχουν γίνει όλο και πιο απαισιόδοξοι για τα προσωπικά τους οικονομικά και σχεδιάζουν να αναβάλουν σημαντικές αγορές.